Ζηλεύω τον Βιλνέβ...

Ζηλεύω τον Βιλνέβ...


Με τους μεγάλους σκηνοθέτες της εποχής μας έχω μια σχέση που ξεπερνά τα στενά όρια του θαυμασμού γιατί θεωρώ τη δουλειά τους υπερβολικά δύσκολη: διαχειρίζονται γιγάντια budget, δουλεύουν με δύσκολους ηθοποιούς, πρέπει να έχουν ιδέες που ξεπερνούν τα συνηθισμένα. Αγαπάω τις εμμονές του Κρίστοφερ Νόλαν γιατί από αυτές αντλεί την ενέργεια του σαν άνθρωπος. Λατρεύω τις κινηματογραφικές διηγήσεις του Ντέιβιντ Φίντσερ γιατι είναι εξαιρετικά στοχευμένες. Πιστεύω ότι είναι υπερθέαμα το να βλέπεις τον Ταραντίνο να δουλεύεις στο σετ. Θα έπρεπε να υπάρχει ένας ιερός ναός του Μάρτιν Σκορτσέζε - και σίγουρα ένα μπαρ των πιστών τον Νάνι  Μορέτι. Ωραιοποιώ με τον καιρό στο μυαλό μου κάθε ταινία του Γιώργου Λάνθιμου. Αλλά ζηλεύω αληθινά τον Ντενί Βιλνέβ και το «Dune, μέρος δεύτερο» μου ξύπνησα ακριβώς αυτή την ζήλεια. Όχι μόνο γιατί είναι  αισθητικά υπέροχο, αλλά γιατί μου μοιάζει το μεγαλύτερο παιδικό όνειρο όλων των εποχών, το οποίο ένας τυχερός άνθρωπος και μεγάλος οραματιστής κατάφερε να μετουσιώσει σε πραγματικότητα κρατώντας πάντα την ονειρική του φύση.

Το δεύτερο είναι συνήθως το καλύτερο

Δεν είναι παράξενο που το δεύτερο μέρος της κινηματογραφικής τριλογίας του Dune είναι καλύτερο από το πρώτο. Συμβαίνει με τις περισσότερες κινηματογραφικές τριλογίες άλλωστε, αλλά και με τα έπη γενικότερα. Η «Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται» είναι το καλύτερο επεισόδιο από τα τρία κλασικά του «Πολέμου των Αστρων». Οι «Δύο Πύργοι» είναι το καλύτερο από τα τρία μέρη του «Αρχοντα των δαχτυλιδιών». Το «Ημέρα Κρίσης» είναι το καλύτερο επεισόδιο της ατέλειωτής σειράς του «Εξολοθρευτή». Ακόμα και το πρώτο μεγάλο έπος της ιστορίας, την ομηρική Ιλιάδα μας, αν το χωρίζαμε σε τρία μέρη, το δεύτερο θα ήταν το ωραιότερο: αφού περιλαμβάνει την μονομαχία του Έκτορα με τον Αχιλλέα και το θάνατο του Πατρόκλου. Το γιατί συμβαίνει αυτό είναι μάλλον απλό. Κάθε πρώτο μέρος πρέπει να αναμετρηθεί με την δυσκολία της αρχής της αφήγησης. Αυτή η δοκιμασία είναι πάντα η σημαντικότερη με την οποία ο δημιουργός πρέπει να αναμετρηθεί γιατί στην έναρξη κάθε ιστορίας ο αφηγητής πρέπει να σου κεντρίσει το ενδιαφέρον και να σε κάνει να αρχίσεις να ανησυχείς για τα κατορθώματα των ηρώων με τα οποία θα ασχοληθεί. Το δεύτερο μέρος είναι σχεδόν πάντα γεμάτο από τέτοια κατορθώματα. Εδώ ο αφηγητής επιδιώκει απλά να σε ανταμείψει για την προσοχή που του έδειξες. Συνήθως δεν υπάρχει ούτε αρχή, ούτε φινάλε, αλλά πλούσια δράση: ο αφηγητής που το ξέρει, βάζει τα δυνατά του. Και αυτό ειδικά στο Dune φαίνεται πολύ.

https://www.budapestreporter.com/wp-content/uploads/2023/07/dune-part-two-premiere-may-be-pushed-to-2024-budapestreporter-2023-07-25_668401.webp

Το κοινό διαλέγει μεσσίες

Η ιστορία που στα βιβλία του πρωτοαφηγήθηκε ο Φρανκ Χέρμπερτ είναι πολύπλοκη – το είδος της ιστορίας που ξέφυγε από τα χέρια του δημιουργού της και στην οποία αναγνώστες και ειδικοί έδωσαν τις δικές τους προεκτάσεις. Αυτά, όπως και για την αγάπη του Χέρμπερτ για τα ψυχότροπα και για τις αποτυχημένες προσπάθειες μεταφοράς των βιβλίων στην μικρή και στην μεγάλη οθόνη σας τα είχα γράψει μετά την κυκλοφορία της πρώτης ταινίας («Στην άκρη του σύμπαντος» https://www.karpetshow.gr/blog/sto-dune-stin-akri-toy-sympantos). Στο δεύτερο μέρος ο Βιλνέβ και οι συνεργάτες του είναι πιο σημαντικοί από τον συγγραφέα και τις εμπνεύσεις του που στο πρώτο μέρος σεβάστηκαν απόλυτα. Ο Βιλνέβ παίρνει την ιστορία από την σχηματική εκδοχή και την πάει πιο κάτω. Το θέμα δεν είναι πια η αποικιοκρατία, η μάχη για την εκμετάλλευση της ενέργειας, και η προδοσία ως πολιτική πράξη, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος: η ματαιοδοξία του, η εξουσιομανία του, η ανικανότητα του να δείξει συνέπεια, η αγάπη για την εκδίκηση, η ακόρεστη φιλοδοξία μπροστά στην οποία ισοπεδώνεται ακόμα και ο έρωτας. Ο Βιλνέβ με μια ιστορία γραμμένη το 1965 μιλάει για τον άνθρωπο του σήμερα – αυτόν που περιμένει μεσσίες, που εύκολα μπορεί με το κατάλληλο ακροατήριο να νιώσει μεσσίας κι ο ίδιος, αδυνατώντας να αντισταθεί σε όσους του ζητάνε να γίνει το κέντρο του κόσμου (τους).

Ο νεαρός Πολ Ατρίδης, που είναι το βασικό πλέον πρόσωπο, είναι ήρωας και αντιήρωας. Θύμα και θύτης. Ηγέτης και ηττημένος. Όπως τον ήθελε ο Χέρμπερτ, που όταν κάποτε κατάλαβε πως ως προς την κατανόηση της ψυχοσύνθεσης του ήρωα το πρώτο του βιβλίο παρεξηγήθηκε, έβγαλε γρήγορα το πολύ μικρότερο δεύτερο, προσπαθώντας να επιβάλει μια τάξη που στο μεταξύ κανείς δεν ήθελε: το κοινό δεν διαλέγει μόνο τους μεσσίες του, αλλά κυρίως τους ήρωές του. Καμία φορά κόντρα στα θέλω των δημιουργών τους.                

CDN media

Να ανταγωνίζεσαι τον εαυτό σου

Ο Βιλνέβ έρχεται να αποκαταστήσει την χαμένη τάξη στο σύμπαν του Dune βάζοντας τα πάντα σε μια σειρά όχι ως αιρετικός, αλλά ως πιστός, φανατικά πιστός. Είναι κάτι σαν τον Απόστολο Παύλο του Χέρμπερτ φωτίζοντας, όμως, την ιστορία από την δική του σκοπιά. Ετσι κάνει ο μεγάλος αφηγητής κάθε έπους. Το έπος, από την φύση του, δεν μπορείς να το αφηγηθείς σε κάθε του λεπτομέρεια λόγω του γιγάντιου μεγέθους του: ο αφηγητής είναι υποχρεωμένος να εστιάσει. Ο Ομηρος αρχικά στον θυμό του Αχιλλέα, ενώ στις μάχες της Τροίας πέφτουν κορμιά. Ο Λούκας στην σχέση ενός παιδιού με ένα πατέρα σε ένα χωρίς αρχή και τέλος γαλαξία. Ο Βιλνέβ στον δεσμό μιας μάνας με τα παιδιά της, στον έρωτα που δεν κινεί τον κόσμο παρά τα όσα λέγονται, στο σχέδιο που έχει ως έμπνευση φαντασιώσεις και δοξασίες, πέρα από την λογική. Ο Βιλνέβ έχει δουλέψει τόσο καλά τον τρόπο του που ακόμα και η αφήγηση είναι δομημένη σε ένα διαρκές ανοιγόκλεισμα: το πλάνο κλείνει κι ό,τι σημαντικό λέγεται το λένε οι ήρωες σε «γκρο», δηλαδή στο κοντινό τους, μιλώντας σαν να απευθύνονται όχι μόνο στον συνομιλητή τους αλλά και στον θεατή. Και το πλάνο ανοίγει για να δούμε μάχες, καταστροφές, επιθέσεις, μονομαχίες, όλεθρο. Όλα αυτά χάρη σε μια αψεγάδιαστη φωτογραφία πνιγμένη από την σκόνη της ερήμου αλλά συγχρόνως πεντακάθαρη και μια μουσική που όμοια της δεν έχει ξαναϋπάρξει σε έπος ανάλογο. Ο Γκρεγκ Φρέιζερ και ο Χάνς Τσίμερ, ήδη βραβευμένοι με Οσκαρ για το πρώτο Dune, αποδεικνύουν ότι το να ανταγωνίζεσαι τον εαυτό σου μπορεί και να μην είναι τόσο δύσκολο.   

CDN media

Ποιος νοιάζεται για αδυναμίες;

Υπάρχουν αδυναμίες; Είναι τόσο φιλόδοξο το εγχείρημα που δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ο πρωταγωνιστής Τιμοτέ Σαλομέ δύσκολα παραπέμπει σε μεσσία – αλλά κι ο Μαρκ Χάμιλ κανείς δεν πίστευε πως θα γινόταν Τζεντάι. Ο ρόλος του Οστιν Μπάτλερ είναι μια καρικατούρα – όμως η κινηματογράφιση της ταχύτητατης ανέλιξής του με τρόπο σχεδόν ντοκιμαντερίστικο είναι ένα αφηγηματικό αριστούργημα. Ο Αυτοκράτορας Σαντάμ Κορίνο του Κρίστοφερ Γουόκεν δεν έχει καμία λάμψη – ίσως ηθελημένα. Οι τρυπούλες στην ιστορία είναι κάμποσες, αλλά ένα τραγούδι μπορεί να είναι καταπληκτικό ακόμα και όταν δεν καταλαβαίνεις τους στοίχους. Οι εικόνες, επιβλητικές όσο ποτέ, είναι ωραιότερες και από την Ζεντάγια για την οποία ο Βιλνέβ (κι όχι ο συγγραφέας Χέρμπερτ) κρατά τον καλύτερο ίσως ρόλο. Οι εικόνες είναι αυτό που στο τέλος μένει κι αυτό είναι το μόνο που συνδέει αληθινά την πρώτη ταινία με την δεύτερη: όλα τα άλλα είναι ίδια και συγχρόνως διαφορετικά. Οι παρεμβάσεις του Βιλνέβ κάνουν αυτή τη φορά την ιστορία πιο σκοτεινή. Ο ρόλος των Μπένε Τζέζεριτ αναβαθμίζεται. Η ιδέα ότι η μάνα επικοινωνεί με την κόρη που ακόμα δεν έχει γεννήσει και την συμβουλεύεται είναι εντυπωσιακή. Η αυτονομία και ο πόνος της Τσένι επίσης δεν υπάρχουν στο βιβλίο. Η ίδια η πλοκή είναι περισσότερο καταιγιστική γιατί αντίθετα από τα βιβλία που όλα διαδραματίζονται σε τρία χρόνια εδώ όλα τρέχουν πολύ γρήγορα. Κι αν στο πρώτο μέρος είδαμε την επιρροή του Βιλνέβ από τον Τζορτζ Λούκας και τον Σπίλπεργκ, αλλά και από τον Κουροσάβα και τον Ρίντλεϊ Σκοτ εδώ συνυπάρχουν μνήμες θαυμασμού από το «Αποκάλυψη Τώρα» και τον «Λόρενς της Αραβίας» αλλά και από το Νονό και τα χειροφιλήματα του.  

Με την σφραγίδα του

Για αυτό ζηλεύω τον Βιλνέβ. Ήταν 15 χρονών όταν πρωτοείδε τον «Πόλεμο των Αστρων» και κάπου σε αυτή την ηλικία διάβασε και το Dune. Mετά είδε το Blade Runner, ανακάλυψε το σινεμά του Κιούπρικ και του Κόπολα, διάβασε κι άλλα πολλά. Κι από τότε είμαι βέβαιος έχτισε μέσα του την επιθυμία να αφηγηθεί ό,τι αγάπησε αλλά με τον δικό του τρόπο: με μεγαλοπρέπεια, αλλά και παρέμβαση, με σεβασμό σε ό,τι αγάπησε αλλά και με την άγια φιλοδοξία να το πειράξει για να βάλει την σφραγίδα του. Και την έβαλε. Και αισθάνεται σαν τον Μουάντ’Ντιμπ, τον εκλεκτό της κάμερας, των σκηνικών και των εφέ, το μόνο που μπορεί να δώσει διάσταση στα όνειρα του καλώντας μας να τα κάνουμε δικά μας.  

Το μόνο κακό είναι ότι υπάρχει τρίτο μέρος. Ξέρω ότι θα είναι κάτι σαν ταξίδι στη Γη της Επαγγελίας αλλά θα έχει νόημα αυτή χωρίς ευτυχία;  Δεν μπορώ να περιμένω.