Ενώ εμείς ασχολούμασταν με τους τελικούς του μπάσκετ οι Ιταλοί είδαν την Σκουάντρα Ατζούρα να διασύρεται από την Νορβηγία στο πρώτο της ματς στα προκριματικά του μουντιάλ κι αρχίζουν να ανησυχούν πως για τρίτη σερί φορά δεν θα δουν την Εθνική τους σε τελικά Παγκοσμίου κυπέλλου. Και γιατί να την δουν αν ακόμα και με την Μολδαβία, στο ματς που ακολούθησε τον διασυρμό στο Οσλο, αυτή δεν μπορεί να κάνει μια κάπως πειστική εμφάνιση;
Δεν θα λείψει σε κανένα
Την ήττα από την Νορβηγία την πλήρωσε ο προπονητής Λουτσιάνο Σπαλέτι που ανέλαβε την Εθνική Ιταλίας με άλλα όνειρα. Δεν ξέρω αν θα λείψει και σε κανένα. Κάνοντας τον σχετικό απολογισμό, ολόκληρη η εμπειρία του Σπαλέτι στον πάγκο των Αντζούρι δεν ήταν ιδιαίτερα θετική. Εκανε το ντεμπούτο του με ένα θλιβερό 1-1 εναντίον της Βόρειας Μακεδονίας, μετά παρουσιάζοντας μια ομάδα που έδειξε μικρά σημάδια ανάκαμψης κατάφερε να κερδίσει την πρόκριση στο Euro 2024 - όχι χωρίς ταχυπαλμίες στην κούρσα για μια θέση με την Ουκρανία. Ακολούθησαν μερικά φιλικά που έδειχναν απλά ότι στο Euro η Ιταλία θα έχει ρόλο κομπάρσου. Το νικηφόρο ντεμπούτο (αλλά κάθε άλλο παρά πειστικό) κόντρα στην Αλβανία, ήταν το μόνο θετικό αποτέλεσμα στην Γερμανία. Ακολούθησε η ήττα από την Ισπανία, η ισοφάριση που άρπαξε στο 98ο λεπτό κόντρα στην Κροατία και ο αποκλεισμός της στη φάση των 16 - ως πρωταθλήτρια μάλιστα- από την Ελβετία. Στο Nations League που ακολούθησε φάνηκε μια μικρή πρόοδο χάρη στις νίκες κύρους επί της Γαλλίας και του Βελγίου, αλλά ακόμη και εκεί προέκυψε μόνο μια δεύτερη θέση που οδήγησε τους Ατζούρι στα πλέι οφ πάνω στη Γερμανία και σε ένα αποκλεισμό που πλήγωσε τους πάντες διότι οι Ιταλοί δεν αντέχουν να χάνουν από τους Γερμανούς και να το περιμένουν κιόλας. Και μετά ήρθε ο διασυρμός στο Οσλο.
Απουσία παικτών στην άμυνα
Τι πλήρωσε ο Σπαλέτι; Ό,τι και ο Σιμόνε Ιντζάγκι στον τελικό του Τσάμπιονς λιγκ, δηλαδή την απουσία αξιόπιστων Ιταλών αμυντικών. Στην άμυνα της ομάδας του Ιντζάγκι στο Μόναχο μπροστά από τον τερματοφύλακα Γιαν Ζόμερ υπήρχαν δεξιά ο Ντούμφρις, στο κέντρο της ο Μπενζαμάν Παβάρ, που έχει δίπλα του τους Φραντσέσκο Ατσέρμπι και Ματέο Μπαστόνι, ενώ αριστερά βρέθηκε ο Φεντερίκο Ντι Μάρκο και πρώτος αναπληρωματικός ήταν ο Ματέο Νταρμιάν. Οι τέσσερις τελευταίοι (ο Μπαστόνι, ο Ατσέρμπι, ο Ντι Μάρκο και ο Νταρμιάν) είναι Ιταλοί. Αλλά είναι μάλλον χειρότεροι παίκτες από τον Γάλλο Παβάρ και τον Ολλανδό Ντούμφρις. Κι αυτό είναι πρόβλημα μεγάλο για μια ιταλική άμυνα.
Ο Σπαλέτι στην Νορβηγία είχε τον Μπαστόνι βασικό κι έβαλε τον Ντι Μάρκο στο δεύτερο ημίχρονο: οι άλλοι τρεις που χρησιμοποιήθηκαν όμως είναι ακόμα χειρότεροι. Ο Κόπολα παίζει στην Βερόνα, είναι μόλις 21 χρονών και δεν έχει πείρα διεθνών ματς. Ο Ντι Λορέτσο δεν είναι ούτε πρόκειται να γίνει ποτέ δεξιό στόπερ. Ο Τζαπακόστα που έπαιζε δεξί μπακ δεν ήταν βασικός στα 25 του κι έγινε βασικός στα 32 του: αυτό και μόνο μαρτυρά ένδεια. Κι ο Ουντότζι που παίζει στην Τότεναμ έμοιαζε ξένο σώμα. Με τον Ατσέρμπι ο Σπαλέτι τσακώθηκε - όχι πως θα τον έσωνε αυτός. Με τέτοια άμυνα η Ιταλία πώς να σταματήσει τον Χάαλαντ και τους υπόλοιπους;
Πέντε και δεν αρκούν
Οι Ιταλοί προπονητές μπορεί να δημιουργήσουν μια καλή άμυνα παίζοντας είτε με τέσσερις, είτε με πέντε αμυντικούς, όπως κάνουν ο Ιντζαγκι και ο Σπαλέτι. Αλλά άλλο είναι η διδασκαλία και η κατήχηση κι άλλο η προδιάθεση, το χάρισμα, το αμυντικό ταλέντο και βέβαια η προσωπικότητα. Οι Ιταλοί αμυντικοί διακρίνονταν για χρόνια για την σκληρότητα τους, την όρεξη και το πάθος για δουλειά και φυσικά για ένα ιδιαίτερο επαγγελματισμό σε ό,τι έχει να κάνει με την καταστροφή της αντίπαλης επίθεσης – αυτό οι Ιταλοί το αποκαλούν mestiere, δηλαδή «επάγγελμα». Οι τωρινοί Ιταλοί αμυντικοί το «επάγγελμα» δεν το ξέρουν. Μπορεί να είναι παιδιά με προσόντα, όπως ο ψηλός Μπαστόνι, μπορεί να κουβαλάνε θεαματικές ιστορίες, όπως ο Ατσέρμπι που έχει νικήσει τον καρκίνο ή συνηθέστερα μπορεί να είναι καλά στρατιωτάκια όπως ο ΝτιΜάρκο και ο Νταρμιάν ή ο Ντι Λορέντσο και ο Τζαποκόστα. Αλλά προσωπικότητα δεν υπάρχει: όλοι αυτοί είναι Ιταλοί, αλλά δεν μοιάζουν Ιταλοί. Και οι τελικοί χρειάζονται προσωπικότητα. Όπως και η Εθνική Ιταλίας.
Και στην επίθεση οι Ιταλοί έχουν μεγάλα ελλείματα: γενικά το ποδόσφαιρό τους διανύει μια τεράστια κρίση παραγωγής ποδοσφαιριστών. Δεν λείπουν μόνο οι Ρομπέρτο Μπάτζιο και οι Ντελ Πιέρο: λείπουν και παίκτες όπως ο Κιέζα, ο Ιμόμπιλε, ο Iνσίνιε, που βοήθησαν τον Ρομπέρτο Μαντσίνι να κερδίσει το Euro2020. Αλλά στην άμυνα το πράγμα είναι εντυπωσιακά ελλειμματικό. Οι τωρινοί Ιταλοί αμυντικοί από τον Νέστα και τον Καναβάρο θα ζητούσαν αυτόγραφα, αλλά αμφιβάλω αν θα τους αναγνώριζαν ποτέ ως συναδέρφους κι ο Κελίνι, ο Μπονούτσι και ο Μπαρτζάλι. Το πρόβλημα τους μεγαλώνει σε καταστάσεις που η προσωπικότητα πρέπει να είναι πιο σημαντική από την φόρμα. Δείτε την Ιντερ πχ. Όταν οι παίκτες αυτοί ήταν σε φόρμα και μπορούσαν να ανταποκριθούν στο αμυντικό σχέδιο του Ιντζάγκι η άμυνα της ήταν αρκετά λειτουργική. Όταν με το πέρασμα των μηνών ήρθε κόπωση και υπήρχε ανάγκη προσφοράς με βάση το mestiere και την προσωπικότητα υπήρξε κατάρρευση: τίποτα στην άμυνα της δεν έμοιαζε ιταλικό, όπως τίποτα δεν μοιάζει ιταλικό στην άμυνα της Εθνικής Ιταλίας. Χωρίς Ιταλούς αμυντικούς δεν μπορεί να υπάρξει Εθνική Ιταλίας.
Δεν υπάρχουν θαύματα
Χθες αρνήθηκε την θέση του ομοσπονδιακού και ο Κλαούντιο Ρανιέρι: προτίμησε μια διοικητική θέση στη Ρόμα. Εχοντας περάσει ένα (κακό) φεγγάρι από τον πάγκο της Εθνικής Ελλάδος ο Ρανιέρι ξέρει πως για κανένα ομοσπονδιακό δεν είναι εύκολα τα θαύματα. Τα οποία ο Σπαλέτι νόμιζε πως μπορεί να κάνει.
Αυτό είναι και το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα των Ιταλών: νομίζουν πως αρκεί ένας καλός προπονητής για να φτιάξει μια Εθνική με τις ιδέες του αξιοποιώντας παιδιά της ιταλικής επαρχίας. Συνέβη μια φορά: το έκανε ο Μαρτσέλο Λίπι το 2006 και κέρδισε το μουντιάλ. Αλλά ενώ δεν συνέβη ποτέ άλλοτε (ο ίδιος ο Λίπι είχε μια θεαματικότατη αποτυχία το 2010) οι Ιταλοί εξακολουθούν να πιστεύουν πως γίνεται και πείθουν και τους ομοσπονδιακούς τους πως μπορεί να γίνουν θαυματοποιοί. Είναι κολακευτικό, αλλά είναι παγίδα. Ο ενθουσιώδης Σπαλέτι δεν την απέφυγε. Ο σοφός Ρανιέρι είπε «άσε καλύτερα»….