Ο Ολυμπιακός θα αγωνιστεί για μια ακόμα χρονιά στην Ευρώπη σε νοκ άουτ ματς ευρωπαϊκής διοργάνωσης μετά από φάση ομίλων: θα δούμε αν θα αγωνιστεί τον Φεβρουάριο, κόντρα σε μια πολύ δυνατή ομάδα που έχει τερματίσει τρίτη σε όμιλο του Τσάμπιονς λιγκ, ή αν θα το κάνει το Μάρτιο, έχοντας καταφέρει να πάρει στο νήμα την πρωτιά στον όμιλο. Η επί της ουσίας ολοκλήρωση της αποστολής του στον όμιλο του Europa League βοηθά στο να απαντήσουμε σε μια σειρά από απορίες που προέκυψαν το καλοκαίρι. Όπως αποδεικνύεται από την πλευρά του Πέδρο Μαρτίνς υπήρχε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο. Αυτό για μένα μετρά όσο και η πρόκριση της ομάδας.
Μετά τη δύσκολη μεταγραφική περίοδο του καλοκαιριού υπήρξαν μια σειρά από απορίες. Που ευτυχώς λύθηκαν.
Εμπιστοσύνη στους ακραίους μπακ
Η πρώτη απορία είχε να κάνει με το γιατί δεν αποκτήθηκαν ακραία μπακ όπως όλοι περιμέναμε: το λόγο νομίζω τον βλέπουμε αυτό τον καιρό. Ο Μαρτίνς είχε εμπιστοσύνη στους παίκτες που έχει στα χέρια του, μολονότι κάποιοι δεν είναι δικές του υποδείξεις. Ο Πορτογάλος πίστεψε και πιστεύει στον Ρέαμπτσουκ – πιστεύει στην εξέλιξή του και δικαιώνεται. Ο Ρέαμπτσουκ αποκτήθηκε περίπου 2,5 εκατ ευρώ. Τα χρήματα είναι αρκετά για την Ελλάδα (πάρα πολλά σε σχέση με όσα πληρώνουν οι ανταγωνιστές του Ολυμπιακού), αλλά όχι πολλά για το ευρωπαϊκό μεταγραφικό παζάρι: με αυτά παίρνεις ένα ποδοσφαιριστή με προοπτική, ο οποίος προφανώς και χρειαζόταν στήριξη. Ο κόουτς του την έδωσε απλόχερα.
Με το Λαλά το πράγμα είναι κομμάτι διαφορετικό. Ο Μαρτίνς δεν τον ήξερε. Πέρυσι στο δεύτερο μισό της σεζόν, παρά τον ερχομό του, ο κόουτς κάλυψε τη θέση του δεξιού μπακ πιο πολύ με τον Ανδρούτσο, για το χατίρι του οποίου ο Ολυμπιακός έπαιξε με τρεις κεντρικούς αμυντικούς. Φέτος δοκίμασε τον Καρμπόβνικ (ο οποίος είναι μια περίπτωση Ρέαμπτσουκ, όμως δεν ανήκει στον Ολυμπιακό, ώστε να του δοθεί ανάλογα μεγάλος χρόνος προσαρμογής), και κατέληξε στο Λαλά. όταν στην Πόλη τον είδε να κάνει αυτό που του ζητά, δηλαδή ένα στιβαρό αμυντικό παιγνίδι. Η δύσκολη ωστόσο προσαρμογή του Λαλά έχει να κάνει με το ότι μέχρι να ρθει στην Ελλάδα δεν είχε ποτέ του βγει από τη Γαλλία. Αυτή είναι και μια μεγάλη διαφορά με τον Ελαμπντελαούί π.χ: αυτός πριν έρθει στον Ολυμπιακό είχε αγωνιστεί σε δυο πρωταθλήματα. Η σεζόν έδειξε ότι στο μυαλό του Μαρτίνς λύσεις για τα άκρα ήταν και ο Σισέ, αλλά και ο Μπα. Οπότε άλλος δεν χρειαζόταν.
Η δύσκολη μεσαία γραμμή
Πάμε παρακάτω. Ολη η δυσκολία στην εκτίμηση του Ολυμπιακού φέτος έχει να κάνει με την μεσαία γραμμή. Πολλοί νομίζουν ότι ο Μαρτίνς θέλει πάντα να παίζει πιέζοντας με τους χαφ ψηλά (όπως πρόπερσι όταν ο Μαντί Καμαρά έπαιζε κάτι σαν «δεκάρι» κι ο Γκιγιέρμε ανέβαινε στο γήπεδο δίπλα του) ή να βλέπει τον Ολυμπιακό να κρατά τη μπάλα, πράγμα που έκανε τον καιρό της συνύπαρξης του Βαλμπουενά με τον Ποντένσε ή τον Φορτούνη. Στην πραγματικότητα ο Μαρτίνς θέλει φέτος ένα Ολυμπιακό καλύτερα καλυμμένο στα μετόπισθεν για αυτό και οι δυο αμυντικοί χαφ (όποιοι κι αν είναι) οφείλουν να γυρνάνε περισσότερο από άλλες σεζόν για να προστατεύσουν τα στόπερ, αλλά και για να γεμίσουν το χώρο πίσω από τον Αγκιμπού Καμαρά που λογικά, αν και όταν ξεκινά, πρέπει να περιμένει κανείς ότι θα παίζει και πιο άναρχα λόγω έλλειψης εμπειρίας (αν όχι και τακτικής παιδείας).
Ο Μαρτίνς μετά από τρία γεμάτα χρόνια στην Ελλάδα πιστεύει πως στα πιο πολλά ματς του ελληνικού πρωταθλήματος ο Ολυμπιακός θα κρατήσει τη μπάλα έτσι κι αλλιώς διότι όλοι οι αντίπαλοί του τον περιμένουν. Προφανώς εκτιμά ότι απέναντι σε ομάδες που κλίνονται και δεν παίζουν ο Ολυμπιακός θα βρίσκει πάντα λύσεις: για αυτό ήθελε και τον Τικίνιο (ένα καθαρό παίκτη περιοχής που μοιάζει καλύτερος από τον Χασάν), αλλά και τον Γκάρι Ροντρίγκες, ακραίο με ικανότητα στο ένας εναντίον ενός. Προφανώς ο βασικός καλοκαιρινός προβληματισμός του ήταν το πώς θα εμφανίσει μια ομάδα με καλύτερη αμυντική κάλυψη σε σχέση με ένα χρόνο πριν: δείχνει μάλιστα ότι αυτή την κάλυψη θέλει να την έχει χωρίς να παίζει 3-4-3, πράγμα που θα έκανε τη δική του ζωή πιο εύκολη, αλλά την ομάδα λιγότερο δημιουργική. Το 3-4-3 μοιάζει να εγκαταλείφθηκε και γιατί ο Μαρτίνς (ίσως κι ο Ολυμπιακός ως εταιρία) ποντάρει στο να βγει ο μικρός Καμαρά. Μην ξεχνάμε πως μιλάμε για εταιρία που χτίζει υπεραξίες. Το κόστος της παρουσίας του χαρισματικού μικρού στην ενδεκάδα το πληρώνουν οι δυο που αγωνίζονται στις πλάτες του. Ο Ολυμπιακός πέρυσι πριν την θιοθέτηση του 3-4-3 έπαιζε πιο 4-1-4-1. Φέτος παίζει πιο πολύ από 4-2-3-1 παίζει 4-2-1-3. Ο Μαρτίνς πίστευε και πιστεύει πως ο Μαντί Καμαρά και ο Εμβιλά έχουν πείρα και δυνατότητες για να ανταποκριθούν στο νέο τους ρόλο. Αλλά δεν είναι τόσο απλό. Ιδιες δυσκολίες έχει π.χ κι ο Κούντε. Κι αυτός αντί να γυρνά και να καλύπτει προτιμά να παίζει ψηλά και να κυνηγάει τη μπάλα.
Οι επιλογές στα εξτρέμ
Σήμερα φαίνεται και το γιατί έγιναν οι συγκεκριμένες επιλογές στα εξτρέμ. Προετοιμάζοντας μια ομάδα που στα αμφίρροπα ματς θα πρέπει να περιμένει τον αντίπαλο λίγο πιο πολύ σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια (και γιατί δεν έχει τον Σεμέδο…), ο Μαρτίνς ήθελε ένα εξτρέμ επικίνδυνο στις αντεπιθέσεις, αλλά και με την καλή συνήθεια να γυρνά να βοηθήσει τον ακραίο μπακ: αυτός είναι ο λόγος που ήθελε τον Ονιεκούρου. Γνωρίζοντας ωστόσο ότι θα βρεθεί στην ανάγκη να παίξει συχνά κι έχοντας μπροστά του αντιπάλους που παίζουν κλειστά (ακόμα και στα ελληνικά ντέρμπι) ζήτησε κι ένα παίκτη με τα χαρακτηριστικά του Ρόνι Λόπεζ - αν όχι και τον Ρόνι Λόπεζ απαραίτητα. Ηθελε κάποιον ικανό να παίξει ως «δεκάρι» ή ως συνδημιουργός πλάι σε ένα «δεκάρι», όπως έκανε ο Βαλμπουενά δίπλα στον Φορτούνη π.χ. Όταν σχεδίαζε την ομάδα ο Μαρτίνς δεν περίμενε ότι ο Αγκιμπού Καμαρά θα γινόταν ο βασικός του: στο μυαλό του σίγουρα υπήρχε και η πιθανότητα συνύπαρξης του Λόπεζ με τον Ονιεκούρου. Όταν είδε τα προβλήματα και των δυο ζήτησε και τον Ροντρίγκεζ – και του τον έφεραν.
Οσοι τονίζουν πως αυτό έγινε κάπως αργά θα πρέπει να σκεφτούν ότι αρχικά ο Μαρτίνς είχε τέσσερις παίκτες για τις δυο θέσεις των εξτρέμ (Ονιεκούρου, Λόπεζ, Μασούρα και Βρουσάι) συν τον Βαλμπουενά – προφανώς πίστευε πως οι νεοφερμένοι θα ξεκινούσαν καλύτερα. Στην πορεία γίνεται κατανοητό και το γιατί της παραμονής του Βαλμπουενά: κανείς από τους νεοφερμένους δεν έχει τα χαρακτηριστικά του (θα πρεπε να τα έχει ο Λόπεζ) κι ο Γάλλος εξακολουθεί να είναι χρήσιμος απέναντι σε κλειστές άμυνες.
Λογική και εξωγενείς παράγοντες
Ό,τι το καλοκαίρι αποφασίστηκε κουβαλούσε μια λογική την οποία αργήσαμε να τη δούμε για λόγους που δεν έχουν να κάνουν με το σχεδιασμό. Προέκυψαν αρκετοί εξωγενείς παράγοντες που ο κόουτς δεν μπορούσε τον Ιούλιο που σχεδίαζε την νέα ομάδα να προβλέψει. Ο τραυματισμός του Τικίνιο μετά από αυτόν του Φορτούνη. Οι τρέλες του Σεμέδο. Τα προβλήματα με τον Covid 19 που φρέναραν την προετοιμασία της ομάδας. Οι λογικές δυσκολίες προσαρμογής παικτών όπως ο Λόπεζ, ο Ονιεκούρου, ο Καρμπόβνικ, ο Κουντε. Ακόμα και ο Τικίνιο ζορίστηκε: μην ξεχνάτε ότι ο πολύ πιο έμπειρος Μπρούμα χρειάστηκε πέρυσι τέσσερις μήνες για να βρει λίγη σταθερότητα. Ενας προπονητής είναι πολύ δύσκολο όλα αυτά να τα περιμένει. Είναι παράξενη η δυσκολία προσαρμογής; Όχι. Στον Ολυμπιακό είχαν ανάλογες δυσκολίες κι άλλοι παλιότερα που κόστισαν πολλά περισσότερα – Ριέρα, Σαβιόλα, Αφελάι κτλ.
Ισως και ναι
Θα παίξει ο Ολυμπιακός καλύτερο ποδόσφαιρο στη συνέχεια; Πιθανόν. Αλλά για να συμβεί αυτό πρέπει να υπάρξει καλύτερη απόδοση των παικτών, μεγαλύτερη γνώση και πίστη στο σχέδιο, προσαρμογή μερικών σε νέους ρόλους – η περίπτωση του Κούντε και του Μαντί Καμαρά είναι οι πιο ενδεικτικές: από μόνο του ένα σχέδιο δεν λειτουργεί αν όσοι κληθούν να το φέρουν εις πέρας δεν κάνουν την καλύτερη δυνατή δουλειά. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι φαίνεται πως ο Μαρτίνς δεν πήγε ούτε φέτος στα τυφλά ή στα ψαχτά: ήξερε τι ήθελε. Μάλιστα όπως προκύπτει προσπαθούσε και προσπαθεί να φτιάξει όχι ένα Ολυμπιακό αλλά δυο. Αυτός του πρώτου ημιχρόνου με την Φενέρ έδωσε τις νίκες στην Πόλη και στο ντέρμπι με την ΑΕΚ. Αυτός του δευτέρου του έδωσε τη νίκη την Πέμπτη και εν μέρει και τη νίκη με τον ΠΑΟΚ: στον κόσμο αρέσει πιο πολύ. Αλλά ο κόουτς δεν είναι στη εξέδρα, είναι στον πάγκο. Μην το ξεχνάμε.