Ο Νόλαν έσωσε τα Οσκαρ...

Ο Νόλαν έσωσε τα Οσκαρ...


Θα το πω όσο απλά γίνεται: ο Κρίστοφερ Νόλαν δεν έσωσε μόνο το σινεμά με τις δυο τελευταίες του ταινίες, αλλά έσωσε και τα Οσκαρ. Ο θρίαμβος του Αγγλου με το «Οπενχάιμερ» επανάφερε στο θεσμό μια κάποια κανονικότητα: φέτος  βραβεύτηκε μια ταινία που πολύς κόσμος είδε, μια ταινία που πολύς κόσμος συζήτησε, μια ταινία που θα μείνει κλασσική – και θα έμενε είτε κέρδιζε τα βραβεία της, είτε όχι. Στην πραγματικότητα τα Οσκαρ είχαν μεγαλύτερη ανάγκη του Νόλαν από όσο ο Νόλαν αυτά: ήταν έτσι κι αλλιώς ο μεγάλος κερδισμένος της χρονιάς.

Ηταν και σαν ανταμοιβή το βραβείο του κι όχι απλά γιατί το Οσκαρ σκηνοθεσίας τουλάχιστον έπρεπε να το έχει πάρει χρόνια πριν. Ο Νόλαν έβγαλε στις αίθουσες το 2020 το Tenet. Δεν ήταν η καλύτερη ταινία του, παρόλο που ήταν γεμάτη με τις εμμονές του: ήταν δυσθεώρητα επιβλητική, το θέμα της ήταν πάντα ο χρόνος, το σενάριο της σου έκαιγε το μυαλό. Αλλά είχε βγει σε μια στιγμή που τα lockdown σκότωναν τις κινηματογραφικές αίθουσες, που τα στούντιο έπαιζαν άμυνα λέγοντας όχι σε κάθε ακριβή πρόταση, που το σινεμά φαινόταν να περνά στις πλατφόρμες και να γίνεται σχεδόν αποκλειστικά οικιακή διασκέδαση. Το Tenet πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα έκοψε εισιτήρια, έσπρωξε ξανά ένα κάποιο κόσμο να πάει στις αίθουσες, έφερε ένα άνεμο αισιοδοξίας σε μια στιγμή καταχνιάς. Κάτι ανάλογο συνέβη και με το Οπενχάιμερ και τα Οσκαρ. Ένας θεσμός που έμοιαζε να χάνεται βρήκε χάρη στην σπουδαία ταινία του Βρετανού την χαμένη του λάμψη. Ο Νόλαν κέρδισε τα πρώτα του Οσκαρ σε μια χρονιά που καλές ταινίες υπήρχαν αρκετές, αλλά μόνο η δική του είχε το βάρος μιας αληθινά οσκαρικής. Νομίζω πως καμία άλλη δεν θα προκαλούσε αυτή την αίσθηση δικαιοσύνης που τα αμερικανικά βραβεία είχαν ανάγκη. Καμία δεν θα έστελνε το μήνυμα πως το μεγάλο σινεμά εξακολουθεί να υπάρχει.         

https://i1.prth.gr/images/1168x656/files/2023-04-25/oscar1.jpg

Λίγο πριν την εξαφάνιση

Το 2022 είχα πιστέψει πως τα Οσκαρ οδηγούνται στην εξαφάνιση – όχι γιατί είχαν χάσει την λαμπρότητα της τελετής τους, αλλά για ένα λόγο πιο απλό: σε λίγο δεν θα υπήρχαν ταινίες ικανές να βραβευτούν και να σταθούν δίπλα σε όσες κερδίζοντας Οσκαρ μας θύμιζαν την ίδια την ιστορία του αμερικάνικου κινηματογράφου. Είχε κερδίσει το CODA και θυμάμαι πως τότε δεν το είχα καν δει – νομίζω στην Ελλάδα κανείς δεν το είχε δει γιατί δεν είχε βγει στις αίθουσες. Όταν το είδα, επιβεβαιώθηκαν στο μυαλό μου όσα είχα σκεφτεί και το βράδυ που ανακοινώθηκε η νίκη του: η βράβευσή του ήταν η μεγάλη απόδειξη του προβλήματος των Αμερικάνων, που είχαν υποχρεωθεί να δώσουν το βραβείο της καλύτερης ταινίας της χρονιάς σε ένα ριμέικ μιας γαλλικής ταινίας που πούλαγε ευαισθησία, (ούτε καν σε συσκευασία πολυτελείας), απλά γιατί δεν υπήρχαν ταινίες! Εκείνη την χρονιά ήταν υποψήφιο για το Οσκαρ καλύτερης ταινίας και ένα άλλο ριμέικ, αυτό του West Side Story. Ο καλός Στίβεν Σπίλμπεργκ είχε υπογράψει την διασκευή του χωρίς να καταλάβει κανείς γιατί. Φυσικά ακόμα κι αυτές οι χωρίς καμία δημιουργική έμπνευση ταινίες ήταν καλύτερες από την μετριότητα που λέγεται «Power of the dog» και πρόβαλε τότε ως η σπουδαία ταινίας της χρονιάς. Το είχαν πει γουέστερν κι ένας Θεός ξέρει πως δεν σηκώθηκαν από τον τάφο ο Τζον Γουέιν κι ο Κερκ Ντάγκλας. Το είχαν πει «ηθογραφία» και αναρωτιόσουν αν αυτό ως έκφραση είναι συνώνυμο της βαρεμάρας. Ηταν το φαβορί των Οσκαρ και για κάποιους κι «αριστούργημα»: εμένα μου είχε φανεί κι αυτό ριμέικ αλλά του «Μικρού σπιτιού στο λιβάδι» - είχα γράψει ότι προτιμώ τις ιστορίες της Μαίρης και της Λώρας από τα gay μυστικά ενός άνευ λόγου και αιτίας κακότροπου αγρότη. Μια χρονιά μετά στα Οσκαρ θριάμβευσε μια άλλη ταινία που δεν είχε δει σχεδόν κανείς: στην Ελλάδα κυκλοφόρησε τρεις φορές (!) για να κόψει 5 χιλιάδες εισιτήρια, είχε τον τίτλο τα «Πάντα Όλα» που θύμιζε Αλέφαντο κι αυτό ήταν το μόνο που θυμόσουν από το αντάμωμα μαζί της. Είχε βέβαια πλάκα, αλλά πολύς κόσμος από τον πολύ σουρεαλισμό έπαθε πονοκέφαλο. Δεν είχε τίποτα το οσκαρικό, αλλά και τίποτα αληθινά καινούργιο: έβλεπες την αμηχανία των Αμερικάνων για το που πάει το σινεμά του και τους λυπόσουν. Και μετά ήρθε ο Νόλαν. Και το Οπενχάιμερ.

https://www.marieclaire.gr/wp-content/uploads/2024/03/GettyImages-2066795044.jpg

Σημείο αναφοράς στη συνέχεια

Γιατί μου άρεσε το Οπενχάιμερ το έγραψα αναλυτικά όταν βγήκε (Η Θεϊκή έμπνευση του Κρίσοφερ Νόλαν, https://www.karpetshow.gr/blog/i-theiki-empneysi-toy-kristofer-nolan ). Αλλά θα σας πω και γιατί μου άρεσε που σάρωσε και στα σημαντικά βραβεία: ο βασικός λόγος είναι γιατί πιστεύω πως θα γίνει αφορμή και για άλλες σπουδαίες ανάλογες ταινίες. Το Οπενχάιμερ είναι μια νέα προσέγγιση σε αυτό που λέμε «ταινίες που βασίζονται σε αληθινά περιστατικά». Δεν είναι οι πιο πολλές, αλλά είναι σχεδόν πάντα αυτές που απαιτούν την πιο καλή κινηματογραφική προσέγγιση, δηλαδή την πιο ενδιαφέρουσα αφήγηση. Ο Νόλαν έδειξε πως δεν αρκεί ένας πολυσυζητημένος και αινιγματικός ήρωας, αλλά πως για να κάνεις κάτι σπουδαίο (που θα υποχρεώσει και τον κόσμο να τρέξει να το δει) χρειάζεται να εμβαθύνεις στην ίδια την ιστορία, να συνθέσεις, να πάρεις θέση. Ο Νόλαν με μια ταινία που έχει βρει θέση στην ανθολογία του κλασικού καλού σινεμά (παρότι βαθύτατα προσωπική), ξεπέρασε τον ακαδημαϊσμό που σε αυτές τις βιογραφικές ταινίες πάντα εμφανίζεται ακόμα και απρόσκλητος. Επαιξε με όλα χρησιμοποιώντας το ίδιο το μέσο, δηλαδή το σινεμά. Η μοναδικότητα του ήρωα και η μοναδικότητα του σκηνοθέτη συναντήθηκαν: το πραγματικό και το fiction έγιναν ένα. Αν έλειπε ο Οπενχάιμερ (προφανώς και το υπέροχο βιβλίο των Κάι Μπερντ και Μάρτιν Τζ. Σέργουιν στο οποίο ο Νόλαν στηρίχτηκε) δεν θα υπήρχε φυσικά και η ταινία. Αλλά η ταινία δεν θα υπήρχε κι αν δεν υπήρχε ο Νόλαν κι ο τρόπος του: τα Οσκαρ του φωνάζουν πως όσοι αγαπάμε το σινεμά έχουμε ανάγκη και από ιστορίες, αλλά και από τρόπους. Οι επίγονοι του Νόλαν θα κάνουν κι αυτοί ωραία πράγματα. Όχι ριμέικ.

https://www.espressonews.gr/wp-content/uploads/2024/03/oscar12034_kentriki-696x464.jpg

Ερχεται και το Οσκαρ του Giorgos

Θριαμβευτής των Οσκαρ δικαίως και ο Γιώργος Λάνθιμος και το Poor Things: πήρε όλα τα βραβεία στο μέτρο του δυνατού – τρια τεχνικά και ένα για τον ρόλο της Εμα Στόουν που ξεχώρισε. Δεν ξέρω αν ποτέ του θα πάρει Οσκαρ καλύτερης ταινίας ο Λάνθιμος: είναι μάλλον δύσκολο γιατί τα θέματα του είναι πολύ προσωπικά – συνήθως διχάζουν και οι διχασμοί δεν φέρνουν βραβεία τέτοιου είδους, όπου θυμίζω πως ψηφίζουν πάρα πολλοί κι όχι μια επιτροπή. Αλλά κάποια στιγμή θα πάρει σίγουρα το Οσκαρ σκηνοθεσίας γιατί η αφηγηματική του γραφή είναι υπέροχη: προκλητική, ιδιαίτερη, με στυλ και με προσωπικότητα – όλα αυτά είναι δυσεύρετα όσο και σκηνοθέτες σαν το Λάνθιμο που θέλουν αδιαπραγμάτευτα να έχουν τον τελευταίο λόγο σε ό,τι κάνουν. Στο μεταξύ ο Giorgos χάρισε στην Εμα Στόουν ένα Οσκαρ, που της δίνει μια θέση στις μεγάλες ηθοποιούς (κι όχι απλά της γενιάς της) και δίκαια. Γελούσα όταν διάβαζα ότι ήταν φαβορί για να την κερδίσει η Λίλη Γκλάντστοουν: καλή κι άγια, αλλά στους «Δολοφόνους του Ανθισμένου Φεγγαριού» έπαιζε μια Ινδιάνα ενώ είναι Ινδιάνα και η ίδια – θα ήταν σαν να βράβευαν μια Γιαπωνέζα γιατί είναι Γιαπωνέζα. Η Εμα Στόουν, ως Μπέλα Μπάξτερ, έκανε δουλειά – και η δουλειά πρέπει να ανταμείβεται: σε τελική ανάλυση για Αμερικάνους μιλάμε.

Δεν έχω καμία ένσταση για όλα τα υπόλοιπα. Θα ήθελα να βραβευτεί ο Πολ Τζιαμάτι για τα «Παιδιά του χειμώνα», αλλά θα στερούσε ένα βραβείο από το Οπενχάιμερ που έπρεπε να πάρει πολλά: ο Κίλιαν Μέρφι ξεπέρασε τις δυνατότητές του. Μου άρεσε που μια ευρωπαϊκή ταινία, η «Ανατομία μιας Πτώσης» κέρδισε το Οσκαρ σεναριού. Θέλω να δω το American Fiction. Και ξαφνικά θέλω να ξαναδώ και τα Οσκαρ του χρόνου. Επέστρεψαν…