Μια Υπηρέτρια των αισθήσεων

Μια Υπηρέτρια των αισθήσεων


 

Η «Υπηρέτρια» του Παρκ Τσαν Γουκ που αναστάτωσε τις Κάννες πέρυσι και βγήκε σε λίγες αλλά αγαπημένες αίθουσες αυτή την εβδομάδα, ξαναθυμίζει οι Ασιάτες κινηματογραφιστές τα καταφέρνουν καλύτερα από τους Ευρωπαίους και τους Αμερικάνους όταν διηγούνται ερωτικές ιστορίες με πρωταγωνίστριες γυναίκες.

 Η εικονολατρία της γυναίκας

Δεν είναι τυχαίο και νομίζω συμβαίνει για δυο λόγους. Ο πρώτος γιατί οι πιο πολλοί μεγάλοι Ασιάτες σκηνοθέτες είναι εικονολάτρες – ακόμα κι αν προέρχονται από διαφορετικές χώρες και κουβαλάνε διαφορετικές κουλτούρες η εικονολατρία  τους ενώνει – ο Κουροσάβα, ο Οσιμα, αλλά και ο Ανγκ Λι κι ο Γιόν Καρ Βάι δεν σκηνοθετούν, ζωγραφίζουν. Μια ιστορία με πρωταγωνίστρια μια γυναίκα, πόσο μάλλον δυο όπως συμβαίνει στην «Υπηρέτρια» του Παρκ Τσαν Γουκ, δίνει τη δυνατότητα για υπέροχα πλάνα. Το γυναικείο πρόσωπο και το γυναικείο κορμί τραβά πιο εύκολα το μάτι, το σινεμά είναι ένα μεγάλο παιγνίδι βλεμμάτων και για τον καλό κινηματογραφιστή είναι πάντα προτεραιότητα το να αιχμαλωτίσει το βλέμμα του θεατή, σε σημείο που αυτός να μην μπορεί να πάρει τα μάτια του από την οθόνη. Στο ευρωπαϊκό σινεμά συχνά εισβάλει από την πίσω πόρτα το θέατρο, θέλω να πω πως ο λόγος (κι όχι απλά το σενάριο) γίνεται συχνά αφόρητα σημαντικός. Το αμερικάνικο σινεμά από τη μεριά του, παραδομένο συνήθως στην τεχνική, γίνεται συχνά ψεύτικο: οι Αμερικάνοι ανέκαθεν κατασκεύαζαν εικόνες άψογες - τεχνικά άψογες, δηλαδή δημιουργημένες σε στούντιο: οι Ασιάτες προτιμούν τη σύνθεση και την ομορφιά της πραγματικότητας. Στο ασιατικό σινεμά η αισθητική είναι ανώτερη της τεχνικής: το κάδρο δεν  είναι απαραίτητα τεχνικά άψογο, πρέπει όμως να είναι κομψό και διαλεγμένο – ο χώρος που η ιστορία διαδραματίζεται πρέπει να είναι φυσικός ή έστω να μοιάζει τέτοιος. Η κατασκευή του χώρου και η επιλογή του χώρου δεν είναι το ίδιο: οι Αμερικάνοι κατασκευάζουν (και το κάνουν καλά), οι Ασιάτες επιλέγουν και για να πετύχουν πρέπει να ξέρουν να παίζουν το παιγνίδι της επιλογής – το σινεμά τους είναι δυσκολότερο, αλλά σχεδόν πάντα είναι αισθητικά υψηλού επιπέδου: χάνουν το παιγνίδι, όταν στο όνομα της αισθητικής γίνονται υπερβολικά λιτοί ή υπερβολικά πομπώδεις. Η επιλογή των χώρων απογειώνει τις γυναικείες ιστορίες: όλα τριγυρνούν γύρω από την πρωταγωνίστρια, όπως κάθε γυναίκα ονειρεύεται πως θα της συμβεί στην πραγματική ζωή. Οι Ασιάτες κινηματογραφούν την γυναικεία ιδιοσυγκρασία γιατί τοποθετούν τη γυναίκα σε ένα θερμοκήπιο φτιαγμένο για χάρη της: αν αυτή είναι λουλούδι θα ανθίσει.

Θαυμάζουν χωρίς να λένε ότι ξέρουν

Ο δεύτερος λόγος που οι Ασιάτες τα καταφέρνουν τόσο καλά με τις γυναικείες ιστορίες είναι γιατί έλκονται από αυτές: τις ζωντανεύουν τις ιστορίες και φανερά τις αγαπάνε, δεν τις διεκπεραιώνουν απλά. Οι Ασιάτες δεν προσποιούνται ότι ξέρουν τις γυναίκες – δηλώνουν ότι δεν τις ξέρουν, ώστε να μπορούν να κάνουν κατανοητό στον θεατή το θαυμασμό τους. Η γυναίκα στις ταινίες αυτές είναι πάντα λίγο γκέισα: προσφέρει υπηρεσίες, αλλά δέχεται κιόλας και σε χαροποιεί δείχνοντας σου ότι τις απολαμβάνει – ακόμα κι αν για αυτές δεν ενδιαφέρεται. Στο ευρωπαϊκό σινεμά η γυναίκα είναι χειραφετημένη, επιθετική, μάνα ή ερωμένη ή σύζυγος. Στο αμερικάνικο σινεμά η γυναίκα είναι συνήθως ωραία και μοιραία. Στο ασιατικό σινεμά η γυναίκα είναι πολλά που δεν πρέπει να σ ενδιαφέρουν: το να τα μάθεις έχει κόστος – άστο καλύτερα.

Μόνο αναπνοές

Η «Υπηρέτρια» έχει στη βάση της ένα λεσβιακό έρωτα, περίπου όπως και η Ζωή της Αντέλ: η διαφορά στη διαπραγμάτευση του θέματος είναι χαώδης γιατί ο μεν Παρκ Τσαν Γουκ στοχεύει εξ αρχής να κινηματογραφίσει αυτό το πάθος, ο δε Αμπντελατίφ Κασίς θέλει να σκανδαλίσει με λεπτομέρειες, σαν να λύνει απορίες. Το τελικό αποτέλεσμα δείχνει τη διαφορά του ασιατικού από το ευρωπαϊκό σινεμά: ο Κορεάτης καταγράφει ένα έρωτα, με παραδοχή, κλιμάκωση, παράδοση άνευ όρων, ο Γάλλος γυρίζει κανα δυο σκηνές πορνό που σταματάνε μια φλυαρία απερίγραπτη. Οταν είχα δει τη «Ζωή της Αντέλ» στο σινεμά επικρατούσαν συνθήκες γαλαρίας, γιατί το θέμα και το θέαμα προσφέρονταν για κανιβαλισμό από τους πιτσιρικάδες, όταν την Παρασκευή είδα την «Υπηρέτρια» στις λίγες, αλλά εικαστικά απίστευτες ερωτικές σκηνές, άκουγες μόνο αναπνοές. Βλέποντας να φουντώνει αυτό το γυναικείο πάθος, μπορούσες μόνο να ζηλέψεις.

Χρειάστηκε δυο κυρίες

Ο Παρκ Τσαν Γουκ μας έδωσε το «Joint Security Area» το «Oldboy» και την «Εκδίκηση μιας κυρίας» και μετά πήγε στην Αμερική – αλλά ευτυχώς γύρισε στην Κορέα για να ξαναβρεί  πρώτα από όλα την χαμένη αισθητική του: του χρειάστηκε πάλι μια κυρία, για την ακρίβεια δυο. Η «Υπηρέτρια» είναι ένα κολάζ από μαγευτικές εικόνες: είναι δεκάδες τα κάδρα που θα μπορούσαν να είναι πίνακες ζωγραφικής. Εχοντας επιλέξει τους χώρους ο Παρκ Τσαν Γουκ βάζει εύκολα σε τάξη την αφήγηση. Η ιστορία διαδραματίζεται στην υπο γιαπωνέζικη κατοχή Κορέα του 1930 και ο σκηνοθέτης την διηγείται σε τρία μεγάλα κεφάλαια, επιστρέφοντας κάθε φορά προς τα πίσω, ώστε να μας δίνει τη διάσταση της ίδιας ιστορίας μέσα από τα μάτια του αφηγητή που ανά κεφάλαιο αλλάζει: δεν είναι πρωτότυπο, είναι όμως λειτουργικό και επιτρέπει εκπλήξεις που κρατάνε το ενδιαφέρον. Είναι εξαιρετικό ειρωνικό ότι ξαναβλέποντας την ιστορία από διαφορετικές γωνίες άνθρωποι και χώροι αλλάζουν: τίποτα δεν είναι όσο ειδυλλιακό φαίνεται και κανένας χαρακτήρας δεν είναι απλός. Και όλοι τελικά, όσοι ένα σημαντικό ρόλο στην ιστορία έχουν, είναι υπηρέτες, δηλαδή παρέχουν μια υπηρεσία σε ένα αφεντικό – απλά κάποιοι κάπως αργά συνειδητοποιούν τη διαφορά της υπηρεσίας που νομίζουν ότι προσφέρουν από την εκμετάλλευση που θα υποστούν. Οι εναλλαγές των ρόλων είναι σεναριακά ενδιαφέρουσες – σίγουρα περισσότερο από την ίδια την ιστορία που μπάζει. Όπως και σε άλλες ασιατικές ταινίες του Παρκ Τσαν Γουκ πολλά είναι υπερβολικά, η βία είναι μερικές φορές ακατανόητη και οι απορίες δεν λύνονται πάντα, αλλά η απολαυστική ομορφιά των εικόνων σε κάνει να πεις χαλάλι του. Δεν πας απλά σινεμά, πας βραδιάτικα μια βόλτα σε ένα μουσείο με δυο κουκλάρες.         

Δεν σε βλέπουν καν

Δεν είναι αριστούργημα η «Υπηρέτρια» για ένα απλό λόγο: γιατί η ιστορία δεν είναι κορεάτικη. Ο Παρκ Τσαν Γουκ διασκευάζει ένα βιβλίο της Σάρα Γουότερς: έχει γίνει και σειρά του BBC με διαφορετικό τέλος. Στο βιβλίο η ιστορία διαδραματίζεται στη βικτοριανή Αγγλία, στην οποία η καταγωγή των ηρώων και οι αριστοκρατικοί τους τίτλοι έχουν τεράστια σημασία. Στην κορεάτικη μεταφορά του βιβλίου από τον σκηνοθέτη, οι αριστοκράτες που εμφανίζονται είναι καρικατούρες και οι διαστροφές τους σε κάνουν μάλλον να γελάς, ενώ είναι το κλειδί του δράματος. Στην βρετανική εκδοχή του το μυθιστόρημα βγάζει σίγουρα μια σκληρότητα – ο έρωτας των κοριτσιών φουντώνει σε ένα περιβάλλον βρετανικό, μουντό και σχεδόν τρομακτικό: στην κορεάτικη εκδοχή σχεδόν όλα διαδραματίζονται σε ένα υπέροχο σκηνικό φτιαγμένο για να φουντώσει κάθε έρωτας – μένει να δούμε αν είναι αθώος ή επικίνδυνος. Πιστεύω πως ο Παρκ Τσαν Γουκ θα γύριζε την ταινία μόνο για να βάλει τις δυο αυτές κούκλες, την Κιμ Μιν-Χι και την Κιμ Τάε-Ρι, να χαριεντίζονται σε αυτή την πανέμορφη βίλα – ίσως να τον ενδιέφερε το πως ένα φιλί τους ή η στιγμή που η μία βάζει το δάχτυλο στο στόμα της άλλης θα κάνει τον θεατή να αναστενάξει! Το πρόβλημα είναι ότι οι άντρες που στην ιστορία εμφανίζονται, χωρίς τη βρετανική αριστοκρατική στιβαρότητα, είναι μαριονέτες – απλά δεν φαίνονται αμέσως τα σχοινάκια τους. Όχι μην νομίζετε ότι ο υπαινιγμός του Παρκ Τσαν Γουκ είναι ότι οι άντρες είναι παιγνίδια στα χέρια των γυναικών – αυτό δεν τον απασχολεί. Ισα ίσα που είναι σαν να σου λέει ότι θα ήσουν τυχερός αν ήσουν το παιγνιδάκι τους, αλλά έτσι ωραία που περνάνε και τόσο παθιασμένα που ζουν τον έρωτά τους, σιγά μη γυρίσουν να σε κοιτάξουν, καημένε μου…