Ακούω μόνο γουόκμαν

Ακούω μόνο γουόκμαν


Όταν έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου του Δήμου Μούτση εντυπωσιάστηκα μαθαίνοντας ότι έφυγε ενώ έφτασε στην ηλικία των 86 ετών - για μένα ο Μούτσης ήταν ένας από τους ανθρώπους που θα διένυε για πάντα, και με την βοήθεια της μουσικής του, ένα είδος παρατεταμένης νεότητας, δεν θα γερνούσε ποτέ. Στα μάτια μου τον έχω πάντα νέο και κομμάτι ξεχωριστό, περίπου όπως ως ακροατής του τον γνώρισα. Ηταν τα μέσα της δεκαετίας του 80. Εγώ ήμουν αυτό που λέμε «μεγάλο παιδί», δηλαδή ούτε παιδί, ούτε μεγάλος. Σκάλιζα τα μονοπάτια των δημιουργών της ελληνικής μουσικής ψάχνοντας να ανακαλύψω όσα δεν ήξεραν όσοι ανήκαν σε γενιές άλλες και είχαν τα λαϊκά τους, τα έντεχνά τους, τα ροκ και τις μπαλάντες τους: η θέληση να οικειοποιηθώ και τα δικά τους ακούσματα μου προέκυψε αργότερα. Τότε, πάνω στην εφηβική μου ανησυχία, έπεσε στα χέρια μου μια κασέτα με τον παράξενο τίτλο «Ενέχυρο». Το ίδιο το εξώφυλλό της δεν έμοιαζε με κανένα: δεν υπήρχε καν η συνηθισμένη φωτογραφία του δημιουργού, που τότε ήταν περίπου υποχρεωτική, ώστε να ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις. Δεν υπήρχε καν τραγούδι με τον τίτλο «Ενέχυρο». Αλλά υπήρχαν κι άλλες εκπλήξεις.

Παρασυνθηματική εξομολόγηση

Η φωνή του Μούτση πχ. Ήταν παράξενη όπως και τα τραγούδια εκείνου του δίσκου – μουρμουρητά με στιχάκια, που έπρεπε να προσέξεις για να τα καταλάβεις. Και οι μελωδίες, όμως κολυμπούσαν λίγο στην κολυμβήθρα μιας δημιουργικής παραξενιάς. Ούτε ακριβώς ηλεκτρικές ήταν, όπως απαιτούσε το ελληνικό ροκ της εποχής, ούτε όμως και παρέπεμπαν στο έντεχνο. Τίποτα εντελώς εύκολο, τίποτα τρομερά περίπλοκο. Ολο το άλμπουμ ήταν απλά αφηγηματικό. Διηγηματικό. Αυτοβιογραφικό, αλλά ως παρατήρηση, ως εξήγηση, ως περιγραφή της εποχής – ένα είδος εξομολόγησης. Πριν καλά καλά ωστόσο καταλάβεις με τι είχες μπλέξει, στιχάκια και μελωδίες σου τρυπούσαν κομμάτι το μυαλό. Τρία τραγούδια του τα άκουγα συνεχώς, σαν να είχα πάθει ψύχωση. Την «Απολογία», όπου καλούσε την κούκλα του να τα βλέπει όλα ήρεμα κι απλά, τις «Γκόμενες», που είτε πρώην είτε επόμενες φταίνε για όλα και φυσικά το «Γουόκμαν»: την υπόγεια - σχεδόν παρασυνθηματική - cool εξομολόγηση που υπάρχει στον στίχο «Και ως πότε τούτη η άμυνα και ως που θα μας βγάλει, ακούω μόνο γουόκμαν» ομολογώ ότι την ξανασυνάντησα μόνο μετά από πολλά χρόνια στα τραγούδια του Φοίβου Δεληβοριά. Όταν το 1987 κυκλοφόρησε η συνέχεια, το «Να», έτρεξα να το πάρω την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του. Γιατί στο μεταξύ είχα ανακαλύψει την προηγούμενη διαδρομή του Μούτση και είχα καταλάβει κομμάτι καλύτερα την περίπτωσή του – όσο δηλαδή μπορούσε να την καταλάβει κάποιος όπως εγώ που τότε δεν ήμουν ούτε είκοσι χρονών.

https://www.ert.gr/wp-content/uploads/2024/03/%CE%94%CE%97%CE%9C%CE%9F%CE%A3_%CE%9C%CE%9F%CE%A5%CE%A4%CE%A3%CE%97%CE%A3_2024_03.jpg

Πριν το Ενέχυρο

Θυμάμαι ότι όταν είπα ότι ανακάλυψα ένα νέο τραγουδοποιό οι μεγάλοι γελάσανε. Είχαν δίκιο. Η μουσική και τα τραγούδια του Μούτση ήταν στην ζωή μου πριν εγώ ανακαλύψω τον ίδιο τον Μούτση. Την «Ασημίνα» την τραγουδούσαν όλοι στα κυριακάτικα τραπέζια όπου ο Μανώλης Μητσιάς είχε την τιμητική του. Το «Αύριο πάλι», που το έγραψε για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση όταν ήταν μόλις 31 χρονών, ήταν εθιστικό όσο και το «Ένα παράπονο»: μπορούσες να τα ακούς πέντε φορές στη σειρά και κάτι καινούργιο θα έβρισκες. Θυμάμαι ακόμα πόσο εντύπωση μου έκανε πως ο τραγουδοποιός «του κυρίου Τζαφόλια» και του «Αντώνη Β» που αυτοπυρπολήθηκε, κι έγινε «αρχαίο φλεγόμενο άγαλμα στων χριστιανών τα χέρια» ήταν ο ίδιος που είχε γράψει την «Πειραιώτισσα», του «Προφήτη Ηλία τα σοκάκια», το «Μη μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα» που είχε πει υπέροχα ο Σταμάτης Κόκοτας. Και φυσικά μου ήταν δύσκολο να πιστέψω πως ως σούπερ ταλέντο της ελληνικής μουσικής, πολύ πριν μας παρουσιάσει αυτό το ροκ-φολκ εαυτό του που με είχε γοητεύσει στο «Ενέχυρο», είχε γράψει τραγούδια για την Γαλάνη, τον Νταλάρα, την Βίκυ Μοσχολιού, την Αλκη Πρωτοψάλτη, τραγούδια δηλαδή που όλοι τραγουδούσαν χωρίς απαραίτητα και όλοι να γνωρίζουν τον καιρό της μεγάλης τους επιτυχίας πως ήταν δικά του. Οι συνθέτες όπως ο Μούτσης δεν διεκδικούσαν την δεκαετία του ‘70 την επιτυχία των λαϊκών τους τραγουδιών: απλά χρησιμοποιούσαν την επιτυχία αυτή για να πάνε παρακάτω, ορίζοντας την καριέρα τους μόνοι τους.

Από το τέλος στην αρχή

Ανακαλύπτοντας τον Μούτση αντίστροφα, δηλαδή από το τέλος προς την αρχή, ανακάλυψα ένα πολύ παραγωγικό συνθέτη που είχε το χάρισμα να εκπλήσσει με ικανότητες απρόβλεπτες. Στην «Τετραλογία» γίνεται ένας από τους πρώτους που μελοποιεί ποίηση – και μάλιστα ποίηση χωρίς βολικές ομοιοκαταληξίες και εύκολα ρεφρέν. Το καβαφικό «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» πχ δεν κουβαλούσε μια κρυμμένη μελωδία που ο συνθέτης έπρεπε να ανακαλύψει, όπως ας πούμε το «Περιγιάλι το κρυφό» του Σεφέρη: ο Μούτσης έπρεπε να σκάψει κι αυτό νομίζω πως πάντα του άρεσε. Εχοντας, όπως έχει πει, την τύχη να τελειώσει το Ωδείο σε χρόνια που αυτό ήταν τεράστια πολυτέλεια, είχε την κατάρτιση να δουλέψει πάνω σε οτιδήποτε με την ευκολία του συνθέτη που δεν φοβόταν να αναμετρηθεί με τίποτα. Ετσι εξηγείται και πως πολύ μικρός συνεργάστηκε με γίγαντες της στιχουργικής όπως ο Νίκος Γκάτσος και ο Μάνος Ελευθερίου αλλά και με τραγουδιστές που δεν έλεγαν εύκολα το ναι στις προτάσεις ταλαντούχων τριαντάρηδων: ο Μούτσης ήταν τόσο ικανός που έπεισε τον Μπιθικώτση και την Μοσχολιού να συνεργαστούν μαζί του ενώ είχαν στα πόδια τους όλη την Ελλάδα. Πριν βγάλει τους εντελώς προσωπικούς του δίσκους όπου τραγουδούσε κι ο ίδιος μας είχε δώσει και το «Φράγμα» εκεί όπου πρωτοτραγούδησε μετά από πίεση του στιχουργού και φίλου του Κώστα Τριπολίτη που του είχε πει ότι είχε γράψει τους στίχους του με την φωνή του στο μυαλό του. Η συνεργασία του με την Σωτηρία Μπέλου, εξόχως περιπετειώδης αφού αυτή μετάνιωσε για αυτή όταν άκουσε το τελικό αποτέλεσμα πριν τελικά δώσει την συγκατάθεσή της μας άφησε το «Δεν λες κουβέντα», ένα τραγούδι αχρονικό, που δεν γερνάει ποτέ. Όπως νόμιζα πως θα συμβεί με τον δημιουργό του.

https://i0.wp.com/inin.gr/wp-content/uploads/2024/03/060324_moutsis_mesa.jpeg?fit=782%2C440&ssl=1

Ο Αγιος Φεβρουάριος κι εγώ

Όταν βγήκε το «Να» πίστευα πως ο Μούτσης θα μας δώσει κι άλλους μεγάλους δίσκους προσωπικούς – η εποχή που έτρεχε έμοιαζε να είναι έμπνευση για το τραγούδια- σχόλια του. Το «βίζιτα η κόρη μου, θα είστε τρελός(!), το καημένο επιστήμων τελειώνει» υπήρξε για χρόνια το αγαπημένο μου δίστιχο – θα μπορούσε να είναι χάι κου, ή ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Το «Ονειρο» και το ο «Ερωτας είναι πάντα μελαγχολικός» ήταν τραγούδια μπροστά από την εποχή τους – ίσως μάλιστα αυτή η εποχή να μην ήρθε και ποτέ γιατί αμέσως μετά ξεκίνησε η δεκαετία του ’90 που υπήρξε ένας παραμορφωτικός καθρέφτης της αθεράπευτης ελαφρότητας μας στην οποία ο Μούτσης δεν χωρούσε. Εβγαλε ένα δίσκο με την Νανά Μούσχουρη – καλή δουλειά αλλά όχι σαν τα δυο προσωπικά του άλμπουμ. Δεν θέλησε να κάνει κάτι άλλο και με άφησε με την απορία για το τι τελικά του άρεσε. Κάπου εκεί άκουσα τον «Άγιο Φεβρουάριο». Ηξερα κάποια από τα τραγούδια, είχα εντρυφήσει στην μυθολογία του, είχα ακούσει τον ίδιο τον Δημήτρη Μητροπάνο στο καμαρίνι του να λέει πως πήρε με μέσο άδεια από το στρατό για να ολοκληρωθεί ο δίσκος, αλλά δεν τον είχα ακούσει όλο το δίσκο. Όταν άκουσα την σχεδόν ψυχεδελική εισαγωγή του κατάλαβα πως ο Μούτσης ήθελε απλά να περιπλανηθεί στην μουσική αποφεύγοντας ταμπέλες. Δεν ήθελε να είναι πατριάρχης του έντεχνου ή παραγωγός μεγάλων λαϊκών σουξέ ή νεοροκάς ή οτιδήποτε: ήθελε να είναι ο Μούτσης. Ένας παρεμβατικός συνθέτης ικανός να κάνει τα δικά του ζικ ζακ κι αυτά ήταν που μας έδωσαν τραγούδια που άντεξαν. Ας διαλέξει ο καθένας ό,τι αγαπάει.

Παρεμβατικός προσπάθησε να είναι και ως άνθρωπος. Τα τελευταία χρόνια έζησε μεγάλους θυμούς, υπήρξε οργισμένος, απογοητευμένος,  συχνά καταγγελτικός. Έπεσε θύμα καταγγελιών και ο ίδιος: λίγοι του στάθηκαν. Πολιτικά κόμματα τον διέγραψαν, φίλοι του πήραν αποστάσεις, υπήρξε στο κέντρο συζητήσεων αφόρητα ενοχλητικών για όσους αγάπησαν τα τραγούδια του. Ηταν, όπως λέει κι ένα τραγούδι του, σαν να βρέθηκε σε κύκλο σκοτεινό στο όνειρο που είδε ένα βράδυ. Στο τέλος, περισσότερο και από τα όνειρα, μένουν απλά τα τραγούδια…