Το Παρίσι θα αντέξει...

Το Παρίσι θα αντέξει...


Το Παρίσι περιμένει ένα ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό τελικό που αμφιβάλω πολύ αν έχει κάποια διάθεση να διοργανώσει – μέχρι σήμερα το πρωί που έφτασαν οι ορδές των Ισπανών και κυρίως των Αγγλων ουδείς φαινόταν να ασχολείται με τον τελικό. Το Παρίσι είναι τόσο μεγάλο και τόσο μοναδικά μοναδικό που δεν έχει ανάγκη από επιπλέον γιορτές για να αισθανθεί για κάτι σημαντικό. Πιστεύω ότι οι πιο πολλοί που ζουν εδώ πιστεύουν πως ο τελικός χρειάζεται την πόλη για να πάρει κάτι από την λάμψη της – η πόλη δεν θα είχε κανένα πρόβλημα αν το ματς γινόταν κάπου αλλού. Θα θελα πραγματικά να ξαναρθώ τον καιρό των Ολυμπιακών Αγώνων να δω αν κι αυτούς θα τους αντιμετωπίσουν έτσι: είναι το πιθανότερο. Και δεν είναι θέμα σωβινισμού, όπως νομίζουμε: απλά η πόλη έχει το «γνώθι σε αυτόν». Ξέρει ότι είναι μοναδική: όχι τώρα, αλλά από το 1850 (τουλάχιστον…) κι έπειτα. Για να καταλάβει κανείς το Παρίσι πρέπει να σκεφτεί ότι είναι μια συγκλονιστικά όμορφη γυναίκα που έχει συγχρόνως τρομερό γούστο στο ντύσιμο, έχει πανάκριβα κοσμήματα, έχει κληρονομήσει μια σοβαρότατη περιουσία, πολιορκείται συνεχώς από πολλούς που στο τέλος τους κομπλάρει και δεν έχει κανένα σκοπό να παντρευτεί γιατί ξέρει πως η γοητεία της δεν είναι η διαφορετικότητα της αλλά η ανεξαρτησία της. Το Παρίσι το κατέκτησαν οι Γερμανοί χωρίς να το βομβαρδίσουν, το άφησαν χωρίς να το λεηλατήσουν όσο άλλες πόλεις και δεν το ανατίναξαν φεύγοντας παρά τη σχετική χιτλερική εντολή, διότι δεν είχαν τα κότσια να το κάνουν παραδομένη στη γοητεία του – μας το θυμίζει και η ωραία σχετική ταινία. Αυτή την απίστευτη πόλη δεν μπορεί να την έχει κανείς: νομίζω και οι Ολυμπιακοί αγώνες δεν θα είναι παρά κάτι σαν δώρο από αυτά που οι γυναίκες που έχουν τα πάντα ξεχνάνε γρήγορα και ποιος τους το χει κάνει.

Με πολλές καρδιές

Ακριβώς επειδή το Παρίσι είναι μια εντυπωσιακή «πόλη – γυναίκα» έχω αποκτήσει μαζί του μια σχέση περίπου αρσενικής υποταγής: έχω περάσει όλα τα στάδια εκτός από αυτό του γάμου και του χωρισμού και πάλι καλά γιατί δεν το άντεχα. Το γνώρισα πρώτη φορά το 1997 και δεν το συμπάθησα καθόλου: το βρήκα υπερβολικό σε όλα, αδιανόητα ακριβό, χαοτικό, ακατάλληλο για σχέση, πόσο μάλλον για μόνιμη. Επειτα κάθε φορά που εδώ επέστρεφα κάτι άλλαζε κι όχι γιατί χανόμουν στα μουσεία του ή γιατί περπατούσα μανιωδώς το ατελείωτο κέντρο του: αυτά τα κάνω παντού. Αυτό που άλλαζε (και πάντα αλλάζει) είναι τα αισθήματα. Όταν αρχίζει και προκύπτει η συνειδητοποίηση της μοναδικότητας του όποιος τη νιώθει βλέπει την ιστορία και τη γοητεία της Ευρώπης. Ισως και την παρακμή της που κι αυτή όμως «γράφει». Επίσης είναι αδύνατο να το δεις όλο ακόμα κι αν το ζήσεις. Ετσι μπορείς να επιστρέφεις και κάθε φορά να είσαι αλλού. Κάθε φορά, πρώτη φορά, που λένε.

 https://i0.wp.com/tiqets-cdn.s3.eu-west-1.amazonaws.com/wordpress/blog/wp-content/uploads/2017/03/23103859/bisout_paris_birds.jpg?fit=1000%2C600&ssl=1

Το Παρίσι το σημερινό, είναι εξέλιξη της πόλης που ο Ναπολέον o Γ' ζήτησε το 1850 από τον αρχιτέκτονα και πολεοδόμο Ζορζ Εζέν Οσμάν να του σχεδιάσει. Ο Οσμάν είχε μεγαλώσει σε ένα Παρίσι δαιδαλώδες, αληθινή εστία μολύνσεων, άναρχο και εκφοβιστικό – έλεγε ότι όταν παιδάκι πήγαινε στο σχολείο ο τρόμος ήταν ο συνοδός της καθημερινής διαδρομής του. Ετσι θέλησε μια πόλη με μεγάλους δρόμους σαν αρτηρίες, σαν αυτές που έχει το ανθρώπινο σώμα. Αλλα ταυτόχρονα σχεδίασε και μια πόλη με πολλές καρδιές.

Γκρέμισε τα πάντα

Το Παρίσι απέκτησε σχέδιο πόλης όταν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις δεν ήξεραν πως κάτι τέτοιο μπορεί να υπάρξει. Ο Οσμάν αφού γκρέμισε το μεσαιωνικό, χαώδες κι άθλιο Παρίσι υποχρεώνοντας χιλιάδες ανθρώπους να μεταφερθούν από το κέντρο του στην περιφέρεια, σχεδίασε μια πόλη ακτινωτή με σημεία αναφοράς τα νέα πάρκα και τα γεφύρια του Σηκουάνα καθώς και ό,τι κατά τη γνώμη του έπρεπε να διασωθεί από αυτό που προηγουμένως υπήρχε λόγω της ιστορικής του αξίας πχ η Βαστίλη, η Παναγία των Παρισιών κτλ. Ηθελημένα ή άθελα (δεν το κατάλαβα ποτέ…) ο Οσμάν έφτιαξε την πρώτη τουριστική πόλη του κόσμου σε μια εποχή που δεν υπήρχαν τουρίστες – τουλάχιστον όπως τώρα τους ξέρουμε. Υπηρετώντας τη θέληση του νεαρού Ναπολέοντα (μην τον μπερδευετε με τον Βοναπάρτη) εξήντα χρόνια μετά την Γαλλική Επανάσταση ο Οσμάν έφτιαξε ένα Παρίσι που πήρε διαζύγιο από το παρελθόν του στο όνομα της αισθητικής: ίσως την πρώτη ευρωπαϊκή πόλη που όφειλες ως κάτοικός της να την περπατάς έχοντας την αίσθηση πως αυτή η καθημερινή περιήγηση αποτελεί ένα είδος ανταμοιβής σου για το γεγονός ότι την ζεις. Δεν είναι τυχαίο ότι το Παρίσι υπήρξε η μεγαλύτερη έμπνευση ζωγράφων: ο Μανέ το διέσχιζε κι όταν κουραζόταν σχεδίαζε κάτι το οποίο του τραβούσε την προσοχή – ένα σπίτι, ένα δρόμο, ένα κήπο κτλ. Το θέμα ήταν απλά να βλέπεις. Και να καταλαβαίνεις.

https://www.developtravel.gr/wp-content/uploads/20_paris.jpg

Χωρίς να πάθει τίποτα

Όταν ξέσπασε η βιομηχανική επανάσταση το Παρίσι ήταν πολεοδομικά έτοιμο για να τη ζήσει χωρίς να υποστεί την παραμικρή αλλοίωση της φυσιογνωμίας του. Ενώ σε άλλες πόλεις τα εργοστάσια με τον γκρίζο όγκο τους δημιουργούσαν συνθήκες βιομηχανικής μαυρίλας, γκριζάροντας ό,τι όμορφο υπήρχε (αγγλικές πόλεις όπως το Μάντσεστερ πχ αισθητικά σχεδόν καταστράφηκαν) το Παρίσι είχε χώρο για οτιδήποτε αλλά μακριά από το γιγάντιο κέντρο του, που ο Οσμάν που έφυγε από τη ζωή δεν πρόλαβε να το δει να αποκτά μουσεία, εκκλησίες, ξενοδοχεία, νυχτερινή ζωή, το διασημότερο πύργο του κόσμου στην έναρξη του νέου αιώνα κι ακόμα κι ένα ομοίωμα του αγάλματος της Ελευθερίας μέσα στο Σηκουάνα, ώστε να ξέρουν όλοι ποιος στους Νεοϋορκέζους το δώρισε. Παράλληλα συνέβη κάτι άλλο θαυμαστό: η πόλη απέκτησε ένα παράξενο μαγνητικό πεδίο τραβώντας με τη γοητεία της όσους ήθελαν απλά να κάνουν στη ζωή τους μια νέα αρχή ή απλά να ζήσουν μια αληθινή μεγαλούπολη. Ετσι το μπαρόκ του σκηνικού της γέμισε όλο τον εικοστό αιώνα με ανήσυχα πνεύματα και στα πέριξ του Αίφελ ή στα δρομάκια του Νοτρ Νταμ ή στα καφέ του Μον Μαρτ ή στα στενάκια του Μαρέ άρχισαν να περπατάνε οι Χεμινγιουέι, οι Πικάσο, οι Μποντλέρ, οι Μάρξ, ο Μπόγκαρντ πριν πάει στην Καζαμπλάνκα, οι πάντες.  Οταν πολλά χρόνια αργότερα ήρθε εδώ ο Γούντι Αλεν για να κάνει μια ταινία οραματίστηκε το Παρίσι ως μια πόλη διάσημων φαντασμάτων – ως Αμερικάνος (δηλαδή ως αναζητητής μιας ιστορίας που τόσο του λείπει) ήταν δύσκολο να καταλάβει πως αυτοί δεν στοίχειωσαν το Παρίσι, αλλά απλά μαγνητίστηκαν από αυτό- δεν είναι φαντάσματα, είναι μέρος της μνήμης της πόλης. Αυτός ο μαγνητισμός (αποτέλεσμα μιας γοητείας που παραμένει συνταρακτική) ξεκίνησε ήδη από την περίοδο της οσμανικής μετατροπής του: το 1870 καταγράφονται 951 χιλιάδες Αγγλοι που περνάνε τη Μάγχη δηλώνοντας ότι θέλουν να επισκεφτούν αυτή τη νέα Εδέμ. Το εμβληματικό Gran Hotel, το πρώτο μεγάλο ευρωπαϊκό ξενοδοχείο χτίζεται τότε. Τριάντα μόλις χρόνια αργότερα τα θέατρα, οι αίθουσες συναυλιών, τα καφέ που δεν κλίνουν ποτέ, τα ειδικά διαμορφωμένα βραδινά εστιατόρια μπορούν να φιλοξενήσουν πάνω από 50 χιλιάδες ανθρώπους κάθε βράδυ. Η Πρεσβεία της  Ιαπωνίας είχε εκδώσει ένα ειδικό φυλλάδιο για το πώς οι πρώτοι Γιαπωνέζοι τουρίστες μπορούν να επισκεφτούν την πόλη χωρίς να πάθουν (πολιτισμικό) σοκ από την ομορφιά της.

 Θα περάσει κι αυτό

Και μετά; Μετά συνέβη κάτι που ήταν δύσκολο κανείς να προβλέψει. Το Παρίσι άρχισε να πληρώνει αργά αλλά σταθερά τη γαλλική αποικιοκρατία κι άρχισε να γίνεται πόλος έλξης για όλες τις φυλές του κόσμου που το έβλεπαν σαν πόρτα εξόδου από τις φρίκες των χωρών τους. Εγινε και λίγο καταφύγιο – το μεγαλύτερο του κόσμου. Σήμερα μοιάζει να μην έχει παριζιάνους: μετανάστες, τουρίστες και διάφοροι μυστήριοι δημιουργούν στο κέντρο του μια μοναδική ανθρωπογραφία, σχεδόν ισοπεδωτική – η ομορφιά του παραμένει υπέροχη, αλλά νομίζεις ότι τελεί συνεχώς υπό κατάληψη: σήμερα θα το καταλάβουν οι Αγγλοι της Λίβερπουλ και οι Ισπανοί της Ρεάλ Μαδρίτης. Αλλά θα περάσει κι αυτό, που λένε…