Σπάνιος αρχηγός, ιδανικός συμπαίκτης

Σπάνιος αρχηγός, ιδανικός συμπαίκτης


Ενώ στην Ευρώπη έφτασε η εποχή που ομάδες γιορτάζουν τις κατακτήσεις πρωταθλημάτων, ένας πρωταθλητής, ο μεγάλος Τσαβιέρ Ερνάντεθ ι Κρέους πιο γνωστός σε όλους ως «Τσάβι». ανακοίνωσε στο Κατάρ, όπου τα τελευταία χρόνια αγωνίστηκε, πως κρεμάει τα παπούτσια του. Στην πραγματικότητα από το 2015, που ο Τσάβι έφυγε από την Μπαρτσελόνα για να πάει στην Αλ Σαντ ζει μια διαδικασία παρατεταμένου φινάλε καριέρας: υπήρχε στα γήπεδα, όχι όμως και στην επικαιρότητά μας. Αποδείχτηκε μέχρι τη μέρα του οριστικού του αντίο ότι ο καταπληκτικός αυτός τύπος ανήκε στην κατηγορία των χαρισματικών ποδοσφαιριστών, που για μυστήριους δικούς τους λόγους δεν ήθελαν να τραβάνε την προσοχή για τίποτα πέρα από τα όσα έκαναν με την μπάλα. Δεν γύρισε στο μεγάλο παλκοσένικο ούτε καν για το τελευταίο χειροκρότημα: το αντίο του είναι διακριτικό – σαν να αφορά μόνο τον ίδιο. Παράξενο αν σκεφτείς ότι υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές της τελευταίας δεκαπενταετίας: δεν το λέω εγώ το λένε οι τίτλοι που κέρδισε και οι ατομικές του διακρίσεις.

Αληθινά σπάνιο παλμαρέ

Σήμερα που φεύγει ο Τσάβι παραμένει ο Καταλανός με το εντυπωσιακότερο βιογραφικό. Με τη Μπαρτσελόνα έχει κατακτήσει οκτώ φορές το πρωτάθλημα Ισπανίας, τρείς φορές το Κύπελλο, τέσσερεις φορές το Τσάμπιονς Λιγκ, έξι φορές το Σουπερ Καπ Ισπανίας, ενώ έχει και δύο Ευρωπαϊκά Σούπερ Καπ, και δύο Παγκόσμια Κύπελλα Συλλόγων. Στις 29 Ιουνίου 2008 έγινε πρωταθλητής Ευρώπης με την Εθνική Ισπανίας και στις 11 Ιουλίου του 2010 παγκόσμιος πρωταθλητής στη Νότια Αφρικής, ενώ τον Ιούλιο του 2012 κέρδισε ξανά το Πρωτάθλημα Ευρώπης. Εχει επίσης στο παλμαρέ του ένα παγκόσμιο κύπελλο Νέων (το 1999) κι ένα αργυρό Ολυμπιακό μετάλλιο (που κέρδισε το 2000).

 

Συνολικά οι τίτλοι αυτοί συγκρίνονται μόνο με όσους έχει ο «Διόσκουρος του» Αντρές Ινιέστα, που στη Μπαρτσελόνα αγωνίστηκε πιο πολύ, αλλά ο Τσάβι, εκτός από το κατά δικό του Παγκόσμιο κύπελλο Νέων και τη διάκριση στο Ολυμπιακό τουρνουά με την Εθνική, έχει και περισσότερες ατομικές διακρίσεις. Το 2009, το 2010 και το 2011 ήταν τρίτος στις ψηφοφορίες για τη Χρυσή Μπάλα της χρονιάς και το 2008 ανακηρύχτηκε καλύτερος παίκτης του Euro. Για τουλάχιστον μια τετραετία ήταν ο καλύτερος παίκτης του κόσμου πίσω από δυο «τέρατα» που λέγονται Μέσι και Ρονάλντο, χωρίς ποτέ του να απασχολεί τη γη γιατί δεν τα καταφέρνει στην Εθνική του, όπως ο πρώτος, και χωρίς ποτέ του να τραβά τους προβολείς της δημοσιότητας όπως ο δεύτερος: απλά παραμένοντας ένας χαρισματικός ποδοσφαιριστής – ένας παράξενος αιώνος νικητής του «Οσκαρ του δεύτερου ρόλου». Το Μάρτιο του 2011 σε μια ψηφοφορία στην Ισπανία ο Τσάβι έχει βγει ο καλύτερος Ισπανός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών μπροστά από σπουδαίους παίκτες όπως ο Λουιζίτο Σουάρεζ και ο Ραούλ Γκονζάλες: ο τότε αρχηγός της Μπάρτσα απόλαυσε τη νίκη του γιατί την ψηφοφορία είχε διοργανώσει η μαδριλένικη εφημερίδα Marca. Αλλά δεν ξέρω αν τώρα που κρεμάει τα παπούτσια του θα επισημάνει κανείς αυτό το χαρακτηριστικό του – δηλαδή την καθολική αναγνώριση. Ισως να το ξεχνάμε όλοι γιατί ο Τσάβι δεν έκανε ποτέ του μεγάλη  φασαρία. Και ίσως για αυτό και να μην τον βάζουμε ποτέ στις ενδεκάδες των καλύτερων έστω της δεκαπενταετίας. Που μάλλον θα πρεπε μ αυτόν να ξεκινάνε.

Σπάνια ράτσα Τσάβι  

Σε όλες τις μεγάλες ομάδες υπήρξαν παίκτες σαν τον Τσάβι – αλλά ο Τσάβι ήταν ο καλύτερος όλων, αυτής της παράξενης κατηγορίας. Σαν τον Τσάβι ήταν κάποτε ο Αλεν Ζιρές: έτρεχε πίσω από τον Μισέλ Πλατινί που μάζευε τα μπράβο και τα χειροκροτήματα. Σαν τον Τσάβι ήταν Χέσλερ στην Εθνική Γερμανίας: μικρός στο δέμας, αλλά τρομερά επικίνδυνος – έπαιζε εξτρέμ και δεν κρυβόταν ποτέ, αλλά ο κόσμος είχε πάντα τα μάτια του στους Ματέους και στους Κλίνσμαν. Σαν τον Τσάβι ήταν ο Ζορκαέφ, πιστός στρατιώτης του Ζιντάν με σπάνια ποιότητα, πάντα όμως στη σκιά του μεγάλου Ζιζού. «Ράτσα Τσάβι» ήταν ο Αρον Βίντερ, ακούραστος και δημιουργικός πίσω από τον Μπέργκαμπ, αλλά και ο τεράστιος Πάβελ Νέντβεντ, που ήξερε να κάνει τα πάντα κι ευτυχώς που βρέθηκε στη Γιουβέντους για να του το αναγνωρίσουν. «Τσάβι» δηλαδή τρομερά επιδραστικοί χωρίς να φτάνουν συχνά στο γκολ, ήταν φυσικά ο Ανδρέα Πίρλο και ο Λούκα Μόντρις: ο κόσμος κατάλαβε τη συμμετοχή τους στις επιτυχίες των ομάδων τους πιο πολύ από το σπάνιο παιγνίδι του Καταλανού, που σίγουρα θα χάρηκε όταν τους είδε να εισπράττουν αναγνώριση.

 

Ολοι αυτοί οι παίκτες (κι άλλοι πολλοί και πιο σπάνιοι...) δεν αγωνίζονταν φυσικά στη θέση του Τσάβι, ούτε είχαν τα δικά του αγωνιστικά χαρακτηριστικά: είχαν, όμως, μια κοινή αντίληψη για το ποδόσφαιρο – είναι σαν απόφοιτοι της ίδιας σχολής, ίσως και της ίδιας τάξης. Το σημαντικότερο μάθημα που διδάχτηκαν ήταν ο αλτρουισμός, η χαρά δηλαδή να παίζεις για τον συμπαίκτη. Όχι τυχαία από τις λίγες δηλώσεις που έγιναν για το αντίο του Τσάβι, την καλύτερη την έκανε αυτός που ακολούθησε κατά γράμμα το βιβλίο με τις οδηγίες του για το τι είναι το ποδόσφαιρο, δηλαδή ο υπέροχος Αντρές Ινιέστα. «Ησουν πάντα ο καλύτερος συμπαίκτης. Ήταν προνόμιο για μένα να μεγαλώσω δίπλα σου και να σε έχω δίπλα μου σε όλη τη διάρκεια της καριέρας μου ζώντας τόσες καλές στιγμές. Ήσουν υπόδειγμα επαγγελματία. Σε ευχαριστώ για όλα όσα δίδαξες στον κόσμο του ποδοσφαίρου» είπε συνθέτοντας σε λίγες γραμμές μια καριέρα τεράστια που είναι αληθινά δύσκολο κάποιος να αφηγηθεί.

Δίδαξε ποδόσφαιρο

Ο Τσάβι δεν έπαιξε απλά ποδόσφαιρο – έκανε κάτι σπουδαιότερο: δίδαξε. Δίδαξε εντός αγωνιστικού χώρου κάνοντας την Μπαρτσελόνα να λειτουργεί τόσο υπέροχα όσο ποτέ χωρίς αυτόν, και δίδαξε και εκτός αγωνιστικού χώρου, παραμένοντας σεμνός, ταπεινός και κύριος: κανείς δεν θυμάται μια αντίδρασή του, μια πονηριά του, μια μπαμπεσιά του. Είναι συμβολικό ότι κρέμασε τα παπούτσια του μακριά από το ευρωπαϊκό παλκοσένικο: είναι σαν να προτίμησε να αυτοεξοριστεί από ένα ποδόσφαιρο στο οποίο γίνεται πολύ εξωαγωνιστική φασαρία – ένα ποδόσφαιρο όχι ακριβώς δικό του.

Ισως για αυτό δεν τον βάζουμε στις ενδεκάδες των καλύτερων: υπήρξε παράταιρος. Ο Ινιέστα έχει δίκιο: ήταν ένας ιδανικός συμπαίκτης. Αλλά που να βρεις πια παίκτες να παίξουν μαζί του…