Μέσα στο γενικότερο χαμό είχαμε και την πρόσληψη του νέου ομοσπονδιακού προπονητή. Ο Γκουστάβο Πογέτ θα είναι ο προπονητής της Εθνικής ομάδας κι αυτός που θα προσπαθήσει να σταματήσει την κατρακύλα της: καλώς τον κι ας άργησε! Το ΔΣ της ΕΠΟ έκανε δεκτή την εισήγηση του Τάκη Φύσσα και του Κώστα Κωνσταντινίδη που χρεώνονται την πρόσληψή του – και πάλι καλά. Καλύτερα που έφεραν αυτοί ένα προπονητή, που θα τον ζουν καθημερινά και θα προσπαθήσουν να τον βοηθήσουν, παρά να τον έφερνε κάποιος σύμβουλος που θα τον άφηνε μετά στο έλεος του Θεού περικυκλωμένο από «περίεργους» και θα τον θυμόταν μόνο όταν η ομάδα κέρδιζε, όπως πχ τον Τζόνι Φαν τ’ Σκιπ. Το ότι ο ερχομός του Πογέτ δεν αντιμετωπίστηκε με τα γνωστά «ωσανά» είναι μάλλον καλό σημάδι. Η Εθνική δεν έχει ανάγκη από επίπλαστους επικοινωνιακούς ενθουσιασμούς αλλά από αποτελέσματα. Θα σας πω την γνώμη μου για τον νεοφερμένο.
Όπως στην περίπτωση κάθε προπονητή το μπιλιετάκι του είναι το βιογραφικό του. Το βιογραφικό του Γουστάβου του Α΄του Πογέτ δεν είναι ούτε τόσο καλό, ούτε τόσο κακό. Όπως σε όλα τα βιογραφικά, αν ξέρεις να τα διαβάζεις, υπάρχουν σε αυτό καλές και κακές ειδήσεις. Θα σας τις εξηγήσω, αφού πρώτα σας το θυμίσω.
Καριέρα γυρολόγου
Ο Πογέτ, αφού ολοκλήρωσε μια υπέροχη καριέρα ως ποδοσφαιριστής τιμώντας μεταξύ άλλων τις φανέλες της Ρεάλ Σαραγόσα, της Τσέλσι και της Τότεναμ, άρχισε να δουλεύει ως προπονητής τον Νοέμβριο του 2009 αναλαμβάνοντας την Μπράιτον, στην οποία έμεινε έως τον Ιούνιο του 2013. Ακολούθησε σχεδόν μία διετία στη Σάντερλαντ, για την οποία υπέγραψε τον Οκτώβριο του 2013 και έμεινε εκεί έως τον Μάρτιο του 2015. Στις 29 Οκτώβρη του ίδιου έτους ήρθε στην Ελλάδα για την ΑΕΚ, όπου έμεινε έως τον Απρίλιο του 2016: κέρδισε 18 ματς, έχασε 5 και έφερε και 5 ισοπαλίες. Φεύγοντας δεν έμεινε ούτε μήνα χωρίς δουλειά αλλά και δεν έμεινε πουθενά μια σεζόν ολόκληρη. Πήγε αμέσως στην Μπέτις, όπου έμεινε από τον Μάιο του 2016 έως τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Αντίθετα από τα όσα πρόσφερε στην Μπράιτον και στη Σάντερλαντ, στην ΑΕΚ και στην Μπέτις έδωσε λίγα. Κι έτσι άρχισε να κάνει το γύρο του κόσμου.
Βρέθηκε με ένα μεγάλο συμβόλαιο στην Κίνα και στην Σανγκάη Σενχούα, επέστρεψε στη Μπορντό όπου δεν κατάφερε κάτι αξιόλογο και στη συνέχεια μετά από δεκαετίες ξαναβρέθηκε και στη Λατινική Αμερική: δούλεψε στην Ουνιβερσιτάντ Κατόλικα της Χιλής, στην οποία πέρασε όλο σχεδόν το 2021. Την ανέλαβε τον Φεβρουάριο κι αποχώρησε τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Η πρώην ομάδα του όταν έφυγε έκανε ένα σερί από νίκες τρομερό: σαν όλοι να απελευθερώθηκαν από την παρουσία του. Ο ίδιος φυσικά μπορεί να λέει ότι απλά άργησε να βγει η δουλειά του. Όπως και να χει μετά κατάλαβε ότι ίσως μια Εθνική ομάδα να του ταιριάζει πιο πολύ. Κι έτσι ο επόμενος σταθμός του είναι η Εθνική Ελλάδος.
Βιογραφικό κι απορίες
Και τώρα ας το αποκωδικοποιήσουμε το βιογραφικό. Τι μαρτυρά; Πρώτα από όλα ότι στην Εθνική μας έρχεται ένας άνθρωπος με μεγάλη πείρα – σε αυτό διαφέρει πολύ από τον Φαν τ’ Σιπ πχ. Ούτε ο Ρεχάγκελ, ούτε ο Σάντος, ούτε καν ο Ρανιέρι κι ο Σκίμπε δεν είχαν δουλέψει σε τόσες χώρες πριν έρθουν εδώ: Ο Πογέτ είναι ένας κοσμοπολίτης γυρολόγος. Τι άλλο λέει αυτό το βιογραφικό; Ότι έχει δουλέψει πολύ στην Ευρώπη – δηλαδή στην Αγγλία, στην Ισπανία και στη Γαλλία κι αυτό είναι καλό: έχει δει τα ίσια ανάποδα. Στα ερωτηματικά που τον συνοδεύουν είναι το γεγονός ότι τα κατάφερε καλά μόνο στην Αγγλία στην αρχή της καριέρα του δουλεύοντας σε μικρές ομάδες που είναι όμως σοβαρές ποδοσφαιρικές εταιρίες: εδώ η σοβαρότητα σπανίζει. Πολλά θα κριθούν από την προσαρμογή του σε συνθήκες που δυσκολεύομαι να φανταστώ πως θα τις βρει του γούστου του. Το ότι επτά χρόνια τώρα δεν έχει βγάλει σεζόν σε μια ομάδα κάτι σημαίνει βέβαια, αλλά τα ματς της Εθνικής είναι λίγα και η δουλειά στους συλλόγους είναι διαφορετική. Ισως δεν αντέχει τις καθημερινές εντάσεις: στην Εθνική αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να αποδειχτεί ένας καλός προπαρασκευαστής αγώνων.
Τι με κάνει αισιόδοξο; Η απόφασή του να γυρίσει στην Ελλάδα που γνωρίζει. Και που κατά πως φαίνεται συμπαθεί κι αρκετά. Δυο φορές έχει μιλήσει μέχρι τώρα (στον Κώστα Κοφινά στα «Νέα» και στην ΕΠΟ στην παρουσίαση του) κι αυτό που επισήμανε είναι ότι η επιλογή του έγινε γιατί η Ελλάδα του αρέσει.
Το δύσκολο αντίο με την ΑΕΚ
Ο Πογέτ δεν έφυγε από την ΑΕΚ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τουλάχιστον αν πιστέψω φήμες και πληροφορίες που τότε δημοσιεύτηκαν. Το αντίο με την ΑΕΚ δεν ήταν ακριβώς βελούδινο, οι διαφωνίες σε θέματα που είχαν να κάνουν με το μπάτζετ και την εταιρική οργάνωση δεν έλειψαν. Ωστόσο για να επιστρέφει πάει να πει πως οι αναμνήσεις του από την Αθήνα ήταν καλές. Κι αυτό για μένα πάντα μετράει: ξέρει που ήρθε και ξέρει και τι στραβό μπορεί να βρει. Σε αυτό διαφέρει από τους πρόσφατους ξένους ομοσπονδιακούς και πολύ. Ο Ρεχάγκελ, ο Ρανιέρι, ο Σκίμπε, ο Φαν τ’ Σιπ δεν ήξεραν που βρέθηκαν – σε κάποιους αυτό έκανε καλό σε κάποιους όχι. Ο Σάντος πήρε απλά προαγωγή στην Εθνική μας: ήταν εδώ χρόνια. Η περίπτωσή του Πογέτ θυμίζει λίγο την περίπτωση του Μαρκαριάν. Αλλά αυτός έμεινε πολύ λίγο: καλά καλά η παρουσία του δεν αποτελεί προηγούμενο.
Να μη βρει το δρόμο για τη Γλυφάδα
Ο Πογέτ δεν είναι δογματικός. Η διάταξη που προτιμά να χρησιμοποιεί στις ομάδες του είναι το 4-3-3, αλλά δεν έχω δει καμία ομάδα του να παίζει σούπερ επιθετικά και να αγνοεί την αξία της άμυνας. Πέρυσι με την Ουνιβερσιδάδ Κατόλικα έπαιζε μου λένε 4-3-3 στο πρωτάθλημα, ενώ στο Κόπα Λιμπερταδόρες χρησιμοποιούσε το 3-5-2. Τα παραθέτω αυτά χωρίς να τα θεωρώ λόγο μιας πιθανής επιτυχίας ή αιτία μια πιθανής αποτυχίας. Η ιστορία έχει αποδείξει πως δεν έχουν και πολύ νόημα: μόνο ο Σάντος μας έδειξε και στην Εθνική ό,τι βλέπαμε και στις ομάδες του. Ο Ρεχάγκελ στη Βέρντερ έπαιζε επιθετικά, εδώ όχι και τόσο. Όταν ανέλαβε ο Ρανιέρι πίστευαν όλοι ότι θα διατηρούσε την άμυνα που βρήκε: δεν συνέβη. Όταν ήρθε ο Φαν τ’ Σκιπ εγώ τουλάχιστον περίμενα πως θα βλέπαμε μια Εθνική κομμάτι επιθετική: το προσπάθησε στην αρχή και στο τέλος έπαιζε με εννέα παίκτες πίσω από τη μπάλα για να κρατήσει το αβαντάζ με το Κόσσοβο.
Το αν ένας ομοσπονδιακός θα τα καταφέρει σχετίζεται πιο πολύ με το χαρακτήρα του και τη γνώση της ελληνικής πραγματικότητας: κυρίως πρέπει να ξέρει ποιους οφείλει να αποφύγει. Ο Ολλανδός πχ χάθηκε στο δρόμο για τη Γλυφάδα – πήγαινε να πιεί καφέ και γυρνούσε με υποδείξεις για διεθνείς. Τι ελπίζω; Να αποδειχτεί όσο απλησίαστος, σκληρός και ξεροκέφαλος ήταν όσο δούλευε στην ΑΕΚ, όταν, όχι μόνο δεν άκουγε κανένα, αλλά δεν έκανε και καμία απολύτως έκπτωση στα θέλω του - γεγονός που στάθηκε και λόγος να φύγει. Στην Ελλάδα το ποδόσφαιρό μας το έχουν βοηθήσει μόνο οι ξεροκέφαλοι και οι απλησίαστοι. Ο Ρεχάγκελ πχ. Κι ό,τι κι αν λέγεται κι ο Μαρκ Κλάτενμπεργκ.