Ο αθέατος κόσμος

Ο αθέατος κόσμος


Η μεγάλη συζήτηση για την είσοδο στην Βουλή των ακροδεξιών κομμάτων – κυρίως του κόμματος «οι Σπαρτιάτες» που υποστηρίχθηκε ανοιχτά από τον έγκλειστο Ηλία Κασιδιάρη – είναι μια παλιά συζήτηση. Η πραγματική ερώτηση δεν είναι πως οι Σπαρτιάτες τα κατάφεραν, αλλά πως και γιατί αντέχει η ελληνική ακροδεξιά. Και η απάντηση είναι απλή: αντέχει γιατί υπάρχει ένας κόσμος που δια μέσου αυτής εκφράζεται. Ενας αθέατος, αλλά υπαρκτός κόσμος. Είναι να δύσκολο να συναναστρέφεσαι κοινωνικά με κάποιον που έχει ψηφίσει Νίκη ή Σπαρτιάτες, αλλά δεν σημαίνει πως όσοι τους ψήφισαν δεν υπάρχουν.   

Όλα έχουν ξανασυμβεί

Μου κάνει εντύπωση ότι πολλοί αναλυτές στάθηκαν με έκπληξη απέναντι στο εκλογικό ποσοστό των Σπαρτιατών: αν ρίξει κανείς μια ματιά στις πρόσφατες προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις θα διαπιστώσει πως πρόκειται για κάτι φυσιολογικό. Στις ευρωεκλογές του Μαϊου του 2019, με τους ηγέτες της Χρυσής Αυγής προφυλακισμένους, η Χρυσή Αυγή πήρε 275 χιλιάδες ψήφους και 4,9%. Ένα μήνα αργότερα, στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου, η Χρυσή Αυγή δεν μπήκε στη Βουλή για ελάχιστους ψήφους, μένοντας στο 2,93%. Οι Σπαρτιάτες δεν προέκυψαν από το πουθενά, είναι ένα μόρφωμα που έρχεται να εκφράσει το κενό που δημιουργήθηκε στα δεξιά της ΝΔ μετά την πολιτική εξαφάνιση της Χρυσής Αυγής και την στροφή της ΝΔ προς το κέντρο. Πολλοί απορούν και με το γεγονός ότι τα τρία κόμματα που εκφράζουν την ελληνική ακροδεξιά (οι Σπαρτιάτες, η Νίκη και το κόμμα του Βελόπουλου) έφτασαν το 13%. Ούτε αυτό είναι παράδοξο όταν μιλάμε για την ελληνική ακροδεξιά: στις ευρωεκλογές του 2019 η Χρυσή Αυγή και ο Βελόπουλος είχαν πάρει μαζί πάνω από 9%. Στις δε ευρωεκλογές του 2015 η Χρυσή Αυγή, οι Ανεξάρτητοι Ελληνες και το ΛΑΟΣ είχαν συγκεντρώσει περίπου 15%! Χρησιμοποιώ τα παραδείγματα των ευρωεκλογών γιατί αυτές μοιάζουν με τις εκλογές της Κυριακής: υπήρχε μεγάλη αποχή και χαλαρή ψήφος.

https://www.dikastikoreportaz.gr/wp-content/uploads/2022/06/xa-02.jpg

Η ικανότητα να δημιουργείς εχθρούς

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες οι ακροδεξιοί έχουν αντιμετωπισθεί λανθασμένα ως απολιθώματα ενός κόσμου, που δεν υπάρχει, κυρίως εξαιτίας της αγάπης τους για τον φασισμό και τον ναζισμό – με τους οποίους η Ευρώπη κακώς θεωρούσε πως ξεμπέρδεψε. Το πρόβλημα είναι ότι πολλά από αυτά που οι ακροδεξιοί διεθνώς πρεσβεύουν είτε αρέσουν σε μια παράξενη νεολαία (που αυτή ειδικά δεν είναι αθέατη), είτε αγκαλιάζονται μαζικά από κοινωνικές ομάδες που νιώθουν αποκλεισμένες από ένα μεγάλο πάρτι, που γίνεται από οικονομικές ελίτ που για αυτές δεν ενδιαφέρονται. Οι Σπαρτιάτες πήραν το πιο μεγάλο ποσοστό τους στις ηλικίες 17-24, όπως και η Χρυσή Αυγή στις δόξες της. Υπάρχει μια νεολαία, (και στα γήπεδα που σχεδόν σε όλη την Ευρώπη γίνονται εκκολαπτήρια μιας περίεργης παραβατικότητας που βασίζεται στην άρνηση του Κράτους και των νόμων του) που  συχνά γοητεύεται από της βία, και χαίρεται με το να δείχνει μια κάποια ριζοσπαστική διαφορετικότητα. Πρόκειται για νέους ανθρώπους που γουστάρουν να κυκλοφορούν σε αγέλες βρίσκοντας πολλά κοινά σημεία – κυρίως εχθρούς.

Η ακροδεξιά έχει μια καταπληκτική ικανότητα στην δημιουργία εχθρών – κάποτε εχθροί υπήρξαν οι Εβραίοι, αργότερα οι κομμουνιστές, σήμερα μπορεί να είναι ιδεολογικοί αντίπαλοι όπως οι αναρχικοί πχ (ειδικά αν έχουν όρεξη να παίξουν και ξύλο), οι εθνομηδενιστές, οι μετανάστες, οι ΛΟΑΤΚΙ κι όσοι μοιάζουν διαφορετικοί. Όταν η ακροδεξιά βρίσκει τρόπο να πείσει τον πολίτη ειδικά της μεγάλης πόλης ότι έχει εχθρούς απέναντι στους οποίους πρέπει να αντιδράσει ανεβαίνει πάντα εκλογικά και παντού. Και γιατί έχει ένα ευθύ κι απλοϊκό πολιτικά λόγο που αρέσει στους ελάχιστα προβληματισμένους: οι υποτιθέμενες λύσεις που προτείνονται είναι σχεδόν συνθηματολογικές – πολιτικές δήθεν προτάσεις για μυαλά που δεν θέλουν να κουράζονται. Αυτό συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη. Αν συνέβαινε μόνο αυτό και στην Ελλάδα, η συνολική δύναμη της ακροδεξιάς δεν θα ξεπερνούσε το 2%. Όμως όπως πολλά στην Ελλάδα εδώ υπάρχουν και πολλά περισσότερο δικά μας. Υπάρχει δηλαδή μια διαφορά ανάμεσα στην ακροδεξιά και στην ελληνική ακροδεξιά. Που είναι άλλου είδους φαινόμενο.    

https://www.tovima.gr/wp-content/uploads/2023/06/25/PAN_2275.jpg

Η κόλα που λέγεται αντισυστημισμός

Για να καταλάβει κανείς την ελληνική ακροδεξιά δεν πρέπει να μπερδεύεται με ό,τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου η ακροδεξιά τα τελευταία χρόνια ανεβαίνει. Εδώ υπάρχει κάτι διαφορετικό από αυτό που παρατηρείται στην Ιταλία ή στην Γερμανία ή στην Ισπανία ή στην Αυστρία, δηλαδή σε χώρες με φασιστικές παραδόσεις που γεννήθηκαν τον καιρό που ακροδεξιά κόμματα κυβέρνησαν. Εδώ έχουμε να κάνουμε κυρίως με ένα αθέατο κόσμο. Οι κατά καιρούς ηγήτορες της ελληνικής ακροδεξιάς επικαλούνται ιδεολογίες και πολιτικές θεωρίες: ο κόσμος που τους ψηφίζει όμως, στην συντριπτική του πλειοψηφία, δεν έχει ιδέα από αυτά. Δεν επιλέγει ακροδεξιούς ιδεολογικά. Το κάνει από τότε που στην Ελλάδα άρχισε να βρίσκει οπαδούς ο αντισυστημισμός.

Υπάρχουν τριών λογιών διαφορετικοί Ελληνες ψηφοφόροι αυτών των κομμάτων: οι ιδεοληπτικοί δεξιοί, που θεωρούν τους εαυτούς τους μόνους εκφραστές ενός κάποιου εθνικιστικού πατριωτισμού, οι φοβισμένοι από την εξέλιξη του κόσμου γενικά, που νοσταλγούν ένα παρελθόν όπου όλα ήταν – στο μυαλό τους – καλύτερα και όσοι αρνούνται ότι η Ελλάδα είναι μέλος του δυτικού κόσμου, υποστηρίζοντας ένα είδος ελληνικής διαφορετικότητας – το υποστηρίζουν μάλιστα τόσο, ώστε όλοι οι άλλοι τους μοιάζουν προδότες της Ελλάδας, της θρησκείας της, του ελληνικού τρόπου ζωής κτλ. Δεν είναι όλοι ίδιοι. Τους ενώνει συνήθως ο φόβος για το αύριο και ένα είδος μίσους για τον κόσμο όπως είναι σήμερα: θα ήθελαν να είναι κάτι άλλο. Στην δική μας ελληνική περίπτωση ο αντισυστημισμός είναι άρνηση. Για αυτό και η πολιτική ενσωμάτωση σε άλλα πολιτικά κόμματα όλων αυτών που ψηφίζουν ακροδεξιά μορφώματα και δεν είναι πλέον πιτσιρικάδες είναι δύσκολη – σχεδόν αδύνατη. Οι άνθρωποι αυτοί είναι στην πλειοψηφία τους συνειδητοποιημένοι αρνητές. Των πάντων.

https://www.in.gr/wp-content/uploads/2021/07/e13.jpg

Οι ατελείωτες «προδοσίες»

Στην περίπτωση της ελληνικής ακροδεξιάς υπάρχουν τρεις ακόμα παράμετροι που βοηθάνε την παρουσία της: η εθνική μας λατρεία για ένα παρελθόν που ήταν κάτι απερίγραπτα σπουδαίο και προδόθηκε από κάποιους κακούς, ο συνθηματολογικός λόγος των παραδοσιακών κομμάτων που σχηματοποιούν ελαφρά τη καρδία τα πάντα κολλώντας συνήθως ανόητες ετικέτες στους πολιτικούς αντιπάλους τους και φυσικά ο ρόλος των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων. Ο μέσος Έλληνας με κάποιο τρόπο εκπαιδεύεται να νιώθει σπουδαίος και ξεχωριστός για το παρελθόν του, το οποίο συγκρίνει με ένα παρόν που δεν είναι εξίσου λαμπερό και εξίσταται: οι Ελληνες ακροδεξιοί διεκδικούν ένα είδος υπεράσπισης του αρχαίου ελληνικού μεγαλείου, εξηγούν την επανάσταση του ’21 ως ένα είδος ελληνικής νίκης στην οποία καμία σχέση δεν είχαν οι ξένες μεγάλες δυνάμεις, μπορεί να υπερασπίζονται την βασιλεία ή να μιλούν για βασιλιάδες ξενόδουλους, μιλάνε για αλύτρωτες πατρίδες, για προδότες της Κύπρου, της Μακεδονίας κτλ.      

Το θέμα των προδοτών θα έπρεπε να το κοιτάξουμε βέβαια καθώς η Ελλάδα βγάζει περισσότερους δήθεν «προδότες» από κάθε άλλη χώρα: εδώ «προδότες» έχουν κατά καιρούς υπάρξει οι πάντες με βάση τις κατηγορίες των αντιπάλων τους: από το 1920 και μετά δεν υπάρχει πολιτικός χώρος που να μην έχει κατηγορήσει πολιτικό του αντίπαλο για προδοσία – όλοι οι διχασμοί σε αυτή την κατηγορία στηρίχτηκαν. Τις κουταμάρες περί προδοτών κτλ στις οποίες η ελληνική ακροδεξιά «πατάει» τις έχουν πει σχεδόν όλα τα κόμματα χωρίς να καταλαβαίνουν (;) ότι η ρητορική του μίσους όποτε εμφανίζεται φουσκώνει τα πανιά της ακροδεξιάς. Εχει ενδιαφέρον πως ενώ ένα κομμάτι της ελληνικής κεντροδεξιάς μιλούσε για προδοσία αναφερόμενο στη Συμφωνία των Πρεσπών,  ένα κομμάτι της ελληνικής Αριστεράς τα τελευταία χρόνια θεωρούσε «ακροδεξιούς» όποιους απλά δεν συμφωνουν μαζί του: το πράγμα θυμίζει πολύ το βοσκό που φωνάζει συνεχώς ότι έρχεται ο λύκος – στο τέλος ο λύκος έρχεται και κανείς δεν αντιδρά.  Οσο για την δύναμη των εκκλησιαστικών οργανώσεων, ας θυμηθεί απλά κάποιος τους μομαχούς στις πορείες εναντίον των εμβολίων, αλλά και τα από εκκλησιαστικούς άμβωνες αντιεμβολιαστικά κηρύγματα που έπεισαν κυρίως μεγάλους στην ηλικία ανθρώπους να πιστέψουν στην θεραπευτική ικανότητα εικόνων και δοξολογιών αλλά και σε παγκόσμιες συνομωσίες με στόχο το ελληνικό DNA.

Η ακροδεξιά έχει στοιχεία φανατικής πίστης. Ο κόσμος που την ενισχύει εκλογικά αθροίζεται πλέον εύκολα χάρη στα Social Media κι όταν η ψήφος γίνεται χαλαρή σταματά να είναι αθέατος. Το μόνο καλό στην περίπτωση της ελληνικής ακροδεξιάς είναι ότι το στρατόπεδό της είναι πολυδιασπασμένο. Από μια άποψη δεν είναι κακό που μπήκαν στη Βουλή οι Σπαρτιάτες, η Νίκη κι ο Βελόπουλος: το πιθανότερο είναι πως θα τσακώνονται συνεχώς μεταξύ τους…