Τρέξε, παίξε Κωστάκη...

Τρέξε, παίξε Κωστάκη...


Μερικές φορές σκέφτομαι ότι η κατρακύλα του ελληνικού ποδοσφαίρου στον πίνακα της UEFA (κι όχι μόνο) εξηγείται, όχι μόνο με την παράθεση των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι υπεύθυνοι των ΠΑΕ μας για να φτιάξουν ομάδες της προκοπής, αλλά και με μικρά παραδείγματα, που μαρτυρούν πόσο συνολικά δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε την αλλαγή του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Δυο τέτοια παραδείγματα είναι οι περιπτώσεις του Κώστα Τσιμίκα και του Δημήτρη Γιαννούλη για τους οποίους γράφτηκαν ένα σωρό πράγματα το Σαββατοκύριακο μετά τις εμφανίσεις του πρώτου στο ματς της Λίβερπουλ με τη Μπέρνλι και του δεύτερου στο ματς της Νόριτς με την Μάντσεστερ Σίτυ.  

Η προσαρμογή είναι δύσκολη

Ομολογώ ότι βρήκα κομμάτι αστείο ότι πολλοί στην Ελλάδα θυμήθηκαν πόσο καλός παίκτης είναι ο Τσιμίκας. Το να φτάνεις να κάνεις μεταγραφή στη Λίβερπουλ θα πρεπε να είναι από μόνο του απόδειξη των ικανοτήτων του: μετά τη μεταγραφή του η σωστή ερώτηση θα πρεπε να είναι πότε θα αποδειχτεί έτοιμος για να αγωνιστεί στην ομάδα του Γιούργκεν Κλοπ βασικός κι όχι αν είναι καλός παίκτης – αυτό το τελευταίο είναι δεδομένο. Γιατί άργησε να δείξει τα προσόντα του; Για διάφορους λόγους. Εχει μπροστά του ένα σπουδαίο παίκτη και κάτοχο της θέσης του, τον Ρόμπερτσον. Η περσινή σεζόν ήταν δύσκολη για όλους τους προπονητές: έπρεπε να βρουν μέρες για να κάνουν προετοιμασία, ήταν υποχρεωτικό να στηριχτούν στους παλιότερους, η αναστάτωση των προγραμμάτων δημιουργούσε συνθήκες ιδιαίτερες. Το πιο σπουδαίο όμως είναι ότι ο Τσιμίκας έπρεπε να προσαρμοστεί σε μια καινούργια προπόνηση και να συνηθίσει την ένταση των αγώνων της Λίβερπουλ. Την προσαρμογή την πλήρωσε και με μικροτραυματισμούς που τον πήγαν πίσω, αλλά την μπάλα δεν την ξέχασε.

Τσιμίκας - Λίβερπουλ: Ανοικτό για βασικός και κόντρα στην Τσέλσι | Gazzetta

Τι άλλαξε τα δεκαπέντε τελευταία χρόνια

Η ένταση του παιγνιδιού είναι η μεγάλη διαφορά στο ποδόσφαιρο τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια – αλλά στην Ελλάδα υπάρχει ένα πολύ μεγάλο μέρος του κόσμου που αυτό δεν μπορεί να το καταλάβει διότι έχει μείνει στο ποδόσφαιρο της παιδικής του ηλικίας: δεν είναι παράξενο γιατί συνήθως αγαπάμε κάτι όπως το γνωρίζουμε κι αυτό ισχύει πολύ και για τους ανθρώπους της ζωής μας. Τα τελευταία χρόνια προσπαθώ να το εξηγήσω αλλά μου είναι δύσκολο και γιατί νιώθω κομμάτι «φωνή βοώντας εν τη ερήμω». Τι προσπαθώ να εξηγήσω; Ότι κάθε συζήτηση για διατάξεις και συστήματα, αλλά και για τις δεξιότητες των ποδοσφαιριστών, είναι δευτερεύουσα μπροστά στο πιο βασικό, δηλαδή στην αγωνιστική ένταση που έχει μια ομάδα, αλλά και κάθε ποδοσφαιριστής μεμονωμένα στο παιγνίδι του. Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο στο ποδόσφαιρο μετά το 2000. Κατοχή μπάλας π.χ έκαναν και οι Ολλανδοί το 1974 και οι Βραζιλιάνοι το 1970. Αλλά παίζοντας με άλλη ένταση.

Ο κόσμος ακόμα νομίζει ότι βρισκόμαστε κάπου μεταξύ 1980 και 2000, όταν το να παίζει μια ομάδα με τρία στόπερ ή με ζώνη στην άμυνα ήταν κάτι άξιο συζήτησης: σήμερα είναι δευτερεύον. Διότι όποια κι αν είναι η διάταξη ή το σύστημα ή οι αλλαγές ή δεν-ξέρω-τι-άλλο, το βασικό είναι το πόσο τρέχεις, το πόσο γρήγορα δημιουργείς με τη μπάλα και το πόσο συνολικά η ομάδα παράγει. Στην Ελλάδα αυτά δεν τα καταλαβαίνουμε: νομίζουμε πως υπάρχει μια μαγική διάταξη που μπορεί να κάνει κάθε παίκτη αποδοτικό ακόμα κι αν αντί να τρέχει, περπατάει στο γήπεδο. Νομίζουμε ακόμα πως ο αριθμός των αμυντικών ή των κυνηγών καθορίζει το αν μια ομάδα είναι επιθετική ή όχι.  Όχι τυχαία στο ελληνικό πρωτάθλημα μπορεί να βλέπεις αργούς (με και χωρίς τη μπάλα) παίκτες να παίζουν ως εξτρέμ π.χ (ή ως κόφτες ή ως ακραία μπακ) και να αντιμετωπίζονται με θαυμασμό γιατί μπορεί να κάνουν μια ντρίπλα ή να βάλουν ένα γκολ ή να κόψουν ένα αντίπαλο που απλώς καταλήγει πάνω τους.

Ο κόσμος μιλά με δέος για παίκτες που κάνουν τρεις ενέργειες στο ματς, αναρωτιέται αν οι προπονητές τους αδικούν, θαυμάζει την τεχνική γιατί την καταλαβαίνει. Αν πχ ρωτήσεις κάποιον γιατί ο Τσιμίκας είναι καλός θα σου πει γιατί έχει ωραία σέντρα. Το ότι πρέπει να κάνει σε σταθερό και γρήγορο τέμπο πενήντα φορές τα εξήντα μέτρα του γηπέδου πάνω κάτω του φαίνεται μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Ενώ αυτό είναι που πρέπει να κάνει για να παίξει στη Λίβερπουλ.

Άλλο υπογράφω, άλλο παίζω

Το να κάνεις μεταγραφή στην Αγγλία και να κάνεις καριέρα στην Αγγλία δεν είναι το ίδιο πράγμα: οι Αγγλοι δίνουν ευκαιρίες σε ταλαντούχα παιδιά κι έχουν αποκτήσει πολλούς από το ελληνικό πρωτάθλημα, αλλά λίγοι κατάφεραν να γίνουν αληθινά σημαντικοί παίκτες στην Πρέμιερ λιγκ. Ο Τσιμίκας είναι στο σωστό δρόμο. Το ότι του χρειάστηκε χρόνο να προσαρμοστεί έχει να κάνει με το πρωτάθλημα από το οποίο έρχεται: οι Αγγλοι είδαν την καλή του τεχνική και την τακτική του παιδεία και περιμένουν να ανταποκριθεί στο ρυθμό των παιγνιδιών βγάζοντας περισσότερη ένταση. Δεν είναι ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος που στην πρώτη του σεζόν δυσκολεύτηκε: εδώ ο Μάρκο Βαν Μπάστεν την πρώτη του χρονιά στη Μίλαν είναι ζήτημα να έπαιξε δέκα ματς.  

Γιαννούλης πέρυσι και φέτος

Από τη στάση του Τσιμίκα πρέπει να παραδειγματιστεί κι ο Δημήτρης Γιαννούλης που δεν έχει το καλύτερο ξεκίνημα. Γιατί συνέβη αυτό; Ξέχασε τη μπάλα; Όχι φυσικά. Απλά η Νόριτς ανέβηκε κατηγορία. Με τον πρώην παίκτη του ΠΑΟΚ συμβαίνει κάτι απλό: πήγε πέρυσι και έγινε βασικός στη Νόριτς, αλλά όχι στην Πρέμιερ λιγκ. Η πρώτη με τη δεύτερη κατηγορία στην Αγγλία έχουν διαφορά τεράστια: φέτος ο Ελληνας άσσος το διαπιστώνει. Πέρυσι ο Γιαννούλης έπαιζε στην καλύτερη ομάδα της Τσάμπιονσιπ, ενός πρωταθλήματος ίσως πιο σκληρού από την Πρέμιερ λιγκ, αλλά με ματς διαφορετικής έντασης. Φέτος βρίσκεται, όχι στην καλύτερη ομάδα του πρωταθλήματος στο οποίο παίρνει μέρος, αλλά σε μια που αγωνίζεται για να αποφύγει τον υποβιβασμό. Τα δυο πρώτα ματς, με την Λίβερπουλ και τη Μάντσεστερ Σιτυ, ήταν κομμάτι εφιαλτικά, όχι μόνο γιατί βρήκε αντιπάλους που τον δυσκόλεψαν, αλλά και γιατί δεν μπορούσε να κάνει το συνηθισμένο του επιθετικό παιγνίδι. Η δήλωση του προπονητή του ότι ήθελε να τον αντικαταστήσει στο εικοσάλεπτο αλλά τον κράτησε μέχρι το ημίχρονο για να μην του καταστρέψει την καριέρα, είναι σκληρή: ο κόουτς Φάρκε θα μπορούσε και να την αποφύγει. Αλλά όποιος δεν περάσει τέτοιες δοκιμασίες δεν μαθαίνει. Ο Γιαννούλης είναι ταλαντούχο παιδί. Απλά θα πρέπει να δείξει ότι είναι και σκληρός και στο μυαλό και στην καρδιά κι όχι μόνο στο γήπεδο. Δεν ξέχασε τη μπάλα, όπως νομίζεις διαβάζοντας όσα γράφονται στην Ελλάδα: απλά βρέθηκε φέτος μπροστά σε μια δυσκολία που ακόμα δεν γνωρίζει.

Η δυσκολία των δικών μας

Θα πρότεινα να χρησιμοποιήσουμε τις περιπτώσεις των δυο για να δούμε τη μεγάλη εικόνα και να καταλάβουμε καλύτερα το ποδόσφαιρο του καιρού μας. Το ενδιαφέρον στην ιστορία είναι ότι ο Τσιμίκας και ο Γιάννουλης αγωνίζονται σε δυο ομάδες της Πρέμιερ λιγκ στην ίδια θέση: αυτή του ακραίου αριστερού μπακ. Τι μαρτυρά αυτό; Οτι είναι αληθινά δύσκολο, ακόμα και για ομάδες πάμπλουτες, να βρουν ποδοσφαιριστές που να καλύπτουν τη θέση αυτή. Η αντικειμενική δυσκολία τις οδήγησε στο να ψάξουν παίκτες στο ελληνικό πρωτάθλημα – πριν χρόνια δύσκολα θα το έκαναν γιατί η προσφορά παικτών που έπαιζαν σε αυτή τη θέση ήταν μεγαλύτερη στο διεθνές μεταγραφικό παζάρι.

Το επισημαίνω για ένα απλό λόγο: διότι φέτος το καλοκαίρι κι ο Ολυμπιακός και η ΑΕΚ και ο ΠΑΟΚ ψάχνουν ποδοσφαιριστές που να αγωνίζονται σε αυτή τη θέση. Και οι τρεις ομάδες δυσκολεύονται να βρουν. Το ότι ο Τσιμίκας και ο Γιαννούλης έφτασαν να παίζουν βασικοί σε ματς της ακριβής Πρέμιερ λιγκ μαρτυρά και τη δυσκολία του εγχειρήματος. Όταν οι πάμπλουτοι Αγγλοι αγοράζουν από την Ελλάδα, φανταστείτε πόσο δύσκολο γίνεται για τις ελληνικές ομάδες να βρουν παίκτες σε αυτές τις θέσεις. Δεν περισσεύουν πουθενά. Διότι παντού, όποιος στη θέση αυτή αγωνίζεται πρέπει να έχει τεχνική, πνευμόνια και τέμπο και να μπορεί στο ενενηντάλεπτο να ανεβάζει την ένταση του παιγνιδιού του. Παντού. Εκτός από την Ελλάδα. Οπου το βασικό είναι αν η ομάδα παίζει  με πέντε ή τέσσερις στην άμυνα. Κι όχι αν ο παίκτης ξέρει να αμυνθεί, αν είναι γρήγορος με τη μπάλα, αν πασάρει ενώ είναι σε φουλ κίνηση, να ξέρει τις διαγώνιες καλύψεις κτλ…