Το Champions League μας κατεστρεψε

Το Champions League μας κατεστρεψε


Λείπω από την Αθήνα για τριήμερο κι έχοντας την τύχη να παρακολουθήσω κάποια από τα τελευταία ματς με κόσμο που με γνωρίζει χωρίς να τον γνωρίζω γίνομαι δέκτης παραπόνων για την ποιότητα των παιγνιδιών και τη μπάλα που βλέπουμε στη διοργάνωση: συμβαίνει συχνά άνθρωποι που δεν γνωρίζω να μου λένε τον ποδοσφαιρικό πόνο τους – καμιά φορά και άλλα πολλά, αφού προκαλώ μια οικειότητα. Προσπαθώ όλους να τους παρηγορήσω και τους λέω ότι θα δούμε περισσότερο δραματικά ματς στη συνέχεια. Όμως δεν μπορώ να πω ότι θα δούμε και καλύτερη μπάλα.

Εχει συνηθίσει αλλιώς

Μέχρι τώρα το τουρνουά είχε κάμποσα ανοιχτά ματς που κρίθηκαν στο τέλος, είχε κάμποσα μοιρασμένα παιγνίδια που κρίθηκαν στις λεπτομέρειες, είχε ισοπαλίες στρατηγικής, είχε ανατροπές, είχε παραστάσεις για ένα ρόλο όπως αυτή που έδωσαν οι Ισπανοί κόντρα στους Τούρκους. Δεν είχε καμία μεγάλη έκπληξη, είχε κάποιες θεαματικές αποτυχίες και προσεχώς θα έχει και παιγνίδια μεταξύ μεγάλων ομάδων, αφού θα περάσουν από τους ομίλους όλα τα φαβορί καθώς φαίνεται – στο τέλος θα τα καταφέρουν και οι Βέλγοι και οι Πορτογάλοι. Τότε γιατί γκρινιάζει ο κόσμος; Γκρινιάζει κατά τη γνώμη μου γιατί λόγω του Τσάμπιονς λιγκ έχει συνηθίσει να βλέπει ένα άλλου είδους διεθνές ποδόσφαιρο. Εχει συνηθίσει να βλέπει ποδόσφαιρο με πολύ πρέσινγκ, πολλά σπριντ, πολύ κίνηση των παικτών χωρίς τη μπάλα, πολλούς παίκτες να βγαίνουν στην επίθεση, πολλά γκολ: όλα όσα σε αυτό το τουρνουά λείπουν. Το ότι πολλές ομάδες χωρίς παρουσίες σε τελικές φάσεις στέκονται καλά δεν συγκινεί ιδιαίτερα: στην Ελλάδα προτιμούμε να βλέπουμε διασυρμούς παρά ηρωϊκές εμφανίσεις ομάδων που, έτσι κι αλλιώς, δεν μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα. Για αυτό πχ πολύς κόσμος χαίρεται να βλέπει στο Κόπα Αμέρικα του Αργεντίνους να συντρίβουν διάφορους ανύπαρκτους, από τη Βενεζουέλα και τον Παναμά. 

Μιλάμε συχνά και πολύ για την κούραση των παικτών – συχνά χρησιμοποιούμε την κούραση ως εξήγηση για όλα τα στραβά, συχνά όταν μιλάμε για κούραση δεν ξέρουμε γιατί ακριβώς μιλάμε. Οι γυμναστές ισχυρίζονται ότι ένα δεκαήμερο ανάπαυσης και προσεχτικής δουλειάς επιτρέπει σε κάθε σοβαρό επαγγελματία αθλητή να επανέρθει σε καλή κατάσταση, όμως στον καιρό μας το περίφημο δεκαήμερο απλά δεν υπάρχει. Ο τελικός του Τσάμπιονς λιγκ, που συνήθως σηματοδοτεί το τέλος της χρονιάς, κάποτε γίνονταν στις 15 Μαϊου το αργότερο: πέρυσι έγινε αρχές Ιουνίου! Κάποτε για να υπάρξει χρόνος προετοιμασίας για τα μεγάλα τουρνουά τα πρωταθλήματα και τα κύπελλα ολοκληρώνονταν στα μέσα Μαϊου – φέτος όλοι οι τελικοί κυπέλλων στα μεγάλα πρωταθλημάτα έγιναν την τελευταία εβδομάδα του Μαϊου. Η κούραση, για την οποία τόσος λόγος γίνεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει να κάνει με την παράταση της σεζόν και όχι μόνο με τα πολλά ματς που προηγήθηκαν.

Ο φαύλος κύκλος

Υπάρχει ο εξής φαύλος κύκλος. Ενας ποδοσφαιριστής τελειώνει τη χρονιά έχοντας παίξει από 40 μέχρι και 60 ματς συνήθως. Τον αναλαμβάνουν αμέσως οι γυμναστές της Εθνικής και προσπαθούν να τον ξεκουράσουν αρχικά και να τον ξαναβάλουν σε λογικούς ρυθμούς προπονήσεων στη συνέχεια. Χρόνος για αποφόρτιση όμως δεν υπάρχει. Για να μην κλατάρουν οι παίκτες, αλλάζουν οι προπονήσεις: είναι όλες χαμηλής έντασης και δεν έχουν σχέση με αυτές που ο παίκτης έχει συνηθίσει. Η διαφορετική εκγύμναση δεν επιτρέπει φορμάρισμα. Συνήθως στις προπονήσεις γίνεται τακτική, δηλαδή διτέρματα στα οποία οι παίκτες καλύπτουν χώρους και κάνουν ασκήσεις επίθεσης απέναντι σε οργανωμένες άμυνες – στο πρόγραμμα υπάρχουν πάντα οι απαραίτητες στημένες φάσεις. Επειδή το παιγνίδι είναι αποτέλεσμα μιας χαλαρής προπόνησης βλέπουμε πολύ συχνά την επανάληψη του ίδιου παιγνιδιού: ομάδες που τακτοποιούνται πίσω από τη μπάλα, αντιμετωπίζουν ομάδες που γυρνάνε τη μπάλα ψάχνοντας μια καλή πάσα ή μια στημένη φάση όλες περιμένοντας μια ατομική ενέργεια του πιο χαρισματικού τους παίκτη. Γκολ από στημένες φάσεις είδαμε πολλά, γκολ από ωραίες μακρινές πάσες επίσης, γκολ από ατομικές ενέργειες έκριναν παιγνίδια, όμως όλα αυτά γίνονται με το σταγονόμετρο – ένα δυο από όλα σε κάθε ματς. Ολες σχεδόν οι ομάδες παίζουν σε δυο διαφορετικές φάσεις: υπάρχει μια φάση άμυνας, που μάλιστα είναι αρκετά παθητική αφού όλοι σχεδόν περιμένουν και ψηλά πιέζουν ελάχιστα και μια φάση επίθεσης, που ξεκινά από τη στιγμή που η ομάδα (ή κάθε ομάδα) κερδίζει τη μπάλα. Επειδή υπάρχουν ελάχιστα σπριντ, ελάχιστο πρέσινγκ και εν τέλει όχι και πολύ δύναμη στα πόδια, οι επιθέσεις γίνονται λίγο αργά και είναι κατά κανόνα προβλέψιμες. Και ομάδες όπως η Ισπανία πχ που έχει παίκτες που ξέρουν τι να κάνουν με τη μπάλα (έστω κι αν αυτό είναι ένα αργόσυρτο τίκα – τάκα – φούτμπολ) έχουν αβαντάζ.

Ελάχιστο ρίσκο

Αντίθετα με αυτό που πιστεύει ο κόσμος οι κουρασμένοι (ή για να το πω πιο σωστά οι άσχημα προετοιμασμένοι παίκτες) δυσκολεύονται πιο πολύ να αμυνθούν σωστά παρά να παίξουν στην επίθεση με τον τρόπο που αυτή την εποχή αυτό είναι εφικτό. Κανονικά θα έπρεπε να βλέπουμε πιο πολλά γκολ, όμως εδώ επέρχεται ένα άλλο πρόβλημα: ο φόβος της ήττας. Σε αυτά τα τουρνουά ένα λάθος μπορεί να στοιχίσει και κατά συνέπεια το ρίσκο απαγορεύεται. Φέτος στους ημιτελικούς και τον τελικό του Τσάμπιονς λιγκ είχαμε ελάχιστα γκολ: το Euro έχει πολλούς ημιτελικούς και τελικούς του Τσάμπιονς λιγκ – τέτοιου τύπου ματς. Όταν μπούμε στα νοκ άουτ παιγνίδια ο ρυθμός θα πέσει κι άλλο, το ρίσκο θα μειωθεί πιο πολύ και το τρόπαιο θα το κερδίσει όποιος κάποια στιγμή είναι καλός στα πέναλτι – μακάρι να κάνω λάθος.

Είναι πρόβλημα η αύξηση των ομάδων; Δεν μπορώ να το αξιολογήσω. Θεωρώ όμως βέβαιο ότι αν το Euro κρίνονταν σε ένα Final 4 θα βλέπαμε τρία, ιστορικά και μεγάλα ματς, που θα ήταν όμως σχεδόν ανυπόφορα.