Ούτε Μόμπι Ντικ, ούτε κάπτεν Αχαμπ

Ούτε Μόμπι Ντικ, ούτε κάπτεν Αχαμπ


Είδες τη «Φάλαινα»; Εδώ και μέρες η ερώτηση κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα και είναι ό,τι καλύτερο για την εισπρακτική επιτυχία της ταινίας του Ντάρεν Αρονόφσκι που αποδεικνύει για μια ακόμα φορά πως ξέρει την τέχνη του να μην περνά απαρατήρητος. Είχε να κάνει ταινία από το 2017 και το «Mother», που είχε διχάσει τους κριτικούς και είχε τρομάξει τον κόσμο με τις αλληγορικές του υπερβολές. Επέστρεψε τώρα. Πάλι διχάζοντας. Αλλά και επενδύοντας αυτή τη φορά στο συναίσθημα – όποιος το έκανε δεν βγήκε χαμένος ποτέ. Τουλάχιστον σε ό,τι έχει να κάνει με τις εισπράξεις και το ταμείο.

Θεατρικό και σινεμά

Είναι δύσκολο να μιλήσεις για την «Φάλαινα» χωρίς να αποκαλύψεις τα μυστικά της, αλλά θα επιχειρήσω να το κάνω από σεβασμό σε όσους δεν είδαν την ταινία και θέλουν να την δουν. Περιορίζομαι σε αποκαλύψεις που υπάρχουν στο τρέιλερ. Ο Τσάρλι είναι καθηγητής δημιουργικής γραφής και κάνει μαθήματα δια μέσου του υπολογιστή του διότι είναι υπέρβαρος – σχεδόν αποκρουστικός. Η ταινία παρακολουθεί τις κατά κάποιο τρόπο τελευταίες του μέρες. Το σενάριο βασίζεται σε ένα θεατρικό του Σάμουελ Χάντερ, που ο Αρονόφσκι έχει αγαπήσει σε σημείο που σκηνοθετικά το πειράζει ελάχιστα, μολονότι βάζει και την υπογραφή του. Καθώς όλα εξελίσσονται στο 99% της ταινίας σε ένα δωμάτιο, ο Αρονόφσκι περιορίζεται στο να σκηνοθετεί διαλόγους, βλέμματα και συμπεριφορές, αλλά είναι τόσο μάστορας που σε πείθει πως χωρίς τον ίδιο στη σκηνοθεσία δεν θα έβλεπες το ίδιο έργο. Όπως πάντα στις ταινίες του το δεύτερο επίπεδο είναι σημαντικότερο από την ιστορία που αφηγείται – και η οποία είναι απλά προσχηματική.

https://media.interactive.netuse.gr/filesystem/images/20210112/low/darren-aronofsky-xlarge_1581_107743670.JPG

Τιμωρία κι όχι μόνο

Ο Τσάρλι είναι παχύσαρκος, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένας άνθρωπος που τιμωρεί τον εαυτό του. Δεν τον τιμωρεί γιατί αμάρτησε, αλλά γιατί η ζωή του η ίδια στάθηκε λόγος να πονέσει όποιος τον αγάπησε. Θα μπορούσε να είναι καταθλιπτικός, ναρκομανής, ηθελημένα άστεγος: η παχυσαρκία του βοηθά απλά στην αποτύπωση της φιγούρας του, αλλά και της τιμωρίας στην οποία υποβάλει τον εαυτό του χωρίς μάλιστα να αναζητεί έλεος. Δεν πιστεύει στη φιλευσπλαχνία ή πόσο μάλλον στου Θεού τη χάρη. Επειδή αγαπά τον Μόμπυ Ντικ, το κλασικό αριστούργημα του Χέρμαν Μελβιλ, νιώθει λίγο Μόμπυ Ντικ και λίγο Καπτεν Αχαμπ: η αποστροφή που προκαλεί νομίζει πως βοηθά τους πάντες να νιώσουν καλύτερα γιατί δεν είναι σαν αυτόν, ενώ από την άλλη η τιμωρία του είναι ο σκοπός της ζωής του.

Ολο αυτό είναι κομμάτι απλοϊκό, μέχρι που σύντομα διαπιστώνεις ότι δεν είναι ακριβώς το θέμα της ταινίας. Διότι στη ζωή του Τσάρλι μπαίνουν ξαφνικά πολλοί. Και όλοι έχουν ένα κοινό πρόβλημα: νιώθουν την ανάγκη να δείξουν ότι ξέρουν να κατανοούν και να αγαπούν – ο καθένας με τον τρόπο του. Κι όλοι μα όλοι μπερδεύουν την συμπόνοια και τον οίκτο με την αγάπη που είναι κάτι άλλο.

Μελό, αλλά με αφήγηση

Αν αυτό το βρίσκετε μελό, πρέπει να πω ότι είναι. Μόνο που ο Αρονόφσκι έχει τον τρόπο αυτό το μελό να του δώσει λογιών λόγιών διαστάσεις – να το μεγαλώσει και το κάνει ανθρώπινο, αλλά και να το μετατρέψει σε οργή, αμφιβολία, πόνο – αν όχι και σε λύτρωση. Ο Αρονόφσκι διηγείται την ιστορία χρησιμοποιώντας μιας κλειστοφοβική τετράγωνη οθόνη, που κάνει το σπίτι του Τσάρλι ένα είδος φυλακής στο οποίο οι πάντες εισβάλουν παραδόξως όμως προς ευχαρίστησή του: σαν να τους έχει παραγγείλει. Ο Τσάρλι δεν θέλει να είναι απομονωμένος: θέλει με τον τρόπο του να είναι διδακτικός. Αυτό που διδάσκει είναι κατανόηση κι αυτοεκτίμηση – την απαιτεί από τους διαδικτυακούς μαθητές του από τους οποίους ζητά να του γράψουν μια και μόνη αλήθεια χωρίς φτιασιδώματα. Την απαιτεί από την πρώην γυναίκα του, που ποτέ δεν τον ξεπέρασε παραμένοντας συναισθηματικά τραυματισμένη. Την απαιτεί από τη μόνη φίλη του που τον φροντίζει, αφού έχει λόγους να τον θεωρεί δικό του άνθρωπο. Την απαιτεί από ένα πιτσιρικά που εμφανίζεται ξαφνικά στο σπίτι του βλέποντας τον ως αξιοθαύμαστο περιστατικό. Την απαιτεί και απο την κόρη του που διανύοντας την εφηβεία της αποδομεί τον κόσμο της. Πόσο οι άλλοι σέβονται αυτή του την απαίτηση; Κατά τον Αρανόφσκι όχι και πολύ. Αυτό μοιάζει να είναι κι ένα από τα προβλήματα του κόσμου μας, φαίνεται να λέει: μοιάζουμε να θέλουμε να δώσουμε, χωρίς ακριβώς να προσέχουμε ποια είναι η ανάγκη του άλλου. Προτιμούμε να δείχνουμε καλοί ακόμα και στις περιπτώσεις που θα ήταν προτιμότερο να είμαστε δυσάρεστοι. Ακόμα και η προσφορά μας, είναι τελικά αποτέλεσμα μιας συμπεριφοράς που έχει να κάνει με το politically correct – όχι με την αποδοχή της διαφορετικότητας. Θέλουμε να προσφέρουμε και να είμαστε καλοί γιατί είναι της μόδας. Ως παρατήρηση είναι ενδιαφέρουσα. Αν, παραδόξως, δεν έκανε κι ο ίδιος το ίδιο λάθος.

https://www.rockrooster.gr/wp-content/uploads/2023/01/%CE%97-%CE%A6%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%BD%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-Darren-Aronofsky-Sadie-Sink.webp

Και μάλιστα τον καλύτερο

Παρα τον ασυνήθιστο πρωταγωνιστή της η ταινία βουλιάζει στην κορεκτίλα πρώτα από όλα γιατί ο Αρονόφσκι θέλει να κάνει τον ήρωα του ένα από μας – και μάλιστα ένα καλό από μας, τον καλύτερο. Παρά τα προβλήματα του ο Τσάρλι νουθετεί, βλέπει παντού το καλό, απολογείται και ζητά διαρκώς συγνώμη. Ο Αρονόφσκι κάνει κάτι που από αυτόν δεν περίμενα: εκβιάζει τον συναισθηματισμό μας – μάλιστα επικαλείται και τον Θεό σχεδόν σαν ιεροκήρυκας. Το πράγμα λειτουργεί υπέρ της επιτυχίας της ταινίας βέβαια, αν επιτυχία είναι τα συναισθήματα του κόσμου: ο Τσάρλι γίνεται αξιαγάπητος – ίσως κάποιοι να δακρύσουν και για το δράμα του, που δεν είναι φυσικά τα κιλά του, αλλά η εγκατάλειψη, πρώτα από όλα η εγκατάλειψη του ίδιου στη ζωή την ίδια – ο Τσάρλι έχει πάει χαμένος. Αλλά όλος αυτός ο συναισθηματισμός είναι εύκολος και προβλεπόμενος και κομμάτι άχρηστος: δύσκολα μια ταινία θα μας κάνει καλύτερους ανθρώπους γιατί αντιμετωπίζουμε τους ήρωες της ως βαθιά αξιολύπητους.

Τι μένει; Η σπουδαία σκηνοθεσία του Αρονόφσκι, η τρομερή ερμηνεία του Μπρένταν Φρέιζερ (που κάποτε έπαιζε στη «Μούμια», αν είναι δυνατόν…), η ωραία μουσική. Και η ανάμνηση ενός εξώκοσμου ανθρώπου που δεν είναι ούτε Μόμπι Ντκικ, αλλά ούτε κι ο κάπτεν Αχαμπ…