Μη με ρωτάτε για τον Μπλατ...

Μη με ρωτάτε για τον Μπλατ...


Με ρωτάτε συνέχεια γιατί δεν γράφω για τον Ντέιβιντ Μπλατ, τις δυσκολίες του στο ξεκίνημα, τις ήττες του από τον Πασκουάλ, τις γεμάτες άγχος νίκες του στην Ευρωλίγκα κτλ. Πρώτα πρώτα για πολλά από αυτά γράφω στην εφημερίδα και δεν μπορώ να γράφω παντού τα ίδια. Κι έπειτα, αν δεν γράφω, είναι γιατί έχω καταλάβει πως οτιδήποτε συμβαίνει στην Ευρωλίγκα μέχρι ν αρχίσουν τα play off έχει μικρή σημασία – αρέσει δεν αρέσει αυτό. Οι ομάδες θα κριθούν για το αν θα πιάσουν τους στόχους τους, αλλά ο μεγάλος στόχος του Μπλατ δεν είναι το Final 4: είναι να φτιάξει την ομάδα που θέλει. Και το τι ακριβώς θέλει το ξέρει μόνο αυτός και κανείς άλλος.

Όταν έκανε το θαύμα

Για τον εφετινό Ολυμπιακό δεν χρειάζεται να μιλάς: πρέπει, αν αγαπάς το μπάσκετ, να έχεις τη δύναμη να τον παρακολουθείς και τίποτα άλλο. Λέω να έχεις τη δύναμη γιατί αυτό που φέτος έχεις δει (και θα συνεχίσεις να βλέπεις για καιρό…) δεν έχει καμία σχέση με όσα ως οπαδός έχεις συνηθίσει: ο Ολυμπιακός έρχεται από έξι (τουλάχιστον…) ωραία χρόνια και ο κόσμος του είναι λογικό να έχει συνηθίσει να παρακολουθεί μια ομάδα που διεκδικεί κι όχι μια ομάδα που χτίζεται.

 

Κάποια πράγματα που συμβαίνουν φέτος θυμίζουν λίγο την χρονιά που η ομάδα του Ντούντα Ιβικοβιτς έκανε το θαύμα της Κωνσταντινούπολης, αλλά φέτος θαύματα δεν προβλέπονται. Και τότε ο Ολυμπιακός είχε ξεκινήσει σχεδόν από την αρχή αδειάζοντας πολύ το ρόστερ του και τότε τέτοια εποχή αγκομαχούσε και στην Ευρώπη και στο πρωτάθλημα – στην Ευρωλίγκα στον πρώτο γύρο είχε ήττες εκτός έδρας τεράστιες και στο δεύτερο από την ΤΣΣΚΑ γνώρισε συντριβές. Αλλά τότε υπήρχε κάτι που ως σχέδιο ήταν πολύ πιο ευδιάκριτο: ο Ντούντα ήθελε να φτιάξει ένα Ολυμπιακό που να στηρίζεται πολύ στον Σπανούλη και στον Πρίντεζη και να έχεις ως βάση Ελληνες παίκτες. Ο Ολυμπιακός του Ιβκοβιτς ολοκληρώθηκε όταν βρέθηκαν στην πορεία ο Λο και ο Ντόρσεϊ και ήταν οι δικές τους προσθήκες που τότε τον απογείωσαν, όμως και πριν από τον ερχομό τους το ποιος ήταν ο σκοπός φαινόταν. Τώρα αυτό δεν μπορείς να το πεις κυρίως γιατί ο Σπανούλης και ο Πρίντεζης μεγάλωσαν και δυο νεότεροι με την δική τους κλάση δεν υπάρχουν. Οπότε όλο αυτό που ο Μπλατ προσπαθεί είναι πιο δύσκολο και λιγότερο κατανοητό: το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να το παρακολουθείς σαν ένα μεγάλο μάθημα μπάσκετ - αρκεί το μπάσκετ να σου αρέσει. Αν δεν πρέπει να μιλάς είναι γιατί στα μαθήματα δεν μιλάνε: όποιοι κάτι θέλουν να μάθουν προσέχουν. Εγώ αυτό έχω αποφασίσει να κάνω φέτος. Θα προσέχω και δεν θα μιλάω, παρά μόνο αν σε κάτι μπορεί να είμαι χρήσιμος.

Οι τίτλοι που λείπουν

Τη θέση μου ότι ο Ολυμπιακός είναι ημιτελής και όχι κακός, την είχα εξηγήσει μετά από τις πρώτες νίκες: χαίρομαι που βλέπω ότι σιγά σιγά την ασπάζονται ακόμα κι όσοι νόμιζαν μετά τις νίκες με την Χίμκι και την Λαμποράλ πως  η ομάδα ήταν πλήρης κι απλά χρειαζόταν χρόνο. Σήμερα όλοι περιμένουν τον καλό περιφερειακό που είναι απαραίτητος – αργά ή γρήγορα θα γίνει κατανοητό ότι χρειάζεται κι ένας σκληρός ψηλός, ακόμα κι αν μπει ο Αγραβάνης. Αλλά αυτές οι παρατηρήσεις είναι τελείως απλοϊκές: αυτό που ο Μπλάτ προσπαθεί είναι κάτι πιο σύνθετο. Ο κόουτς προσπαθεί να φτιάξει μια ομάδα από την αρχή, με την πίεση των αποτελεσμάτων και την επίγνωση ότι δουλεύει σε μια χώρα στην οποία υπάρχουν οπαδοί χωρίς μεγάλη υπομονή. Η μάχη του Μπλατ με το χρόνο, που πότε δουλεύει υπέρ του και πότε εναντίον του, είναι κάτι συναρπαστικό. Αλλά δεν το βλέπουν απαραίτητα έτσι όσοι ονειρεύονται νίκες με τα μεγαθήρια, συμμετοχές στα Final 4 και τίτλους που λείπουν.

Ο Μπλάτ πρέπει πρώτα από όλα να βρει τους δικούς του πρωταγωνιστές – θα του πάρει χρόνο. Η φθορά του χρόνου είναι το πιο μεγάλο του πρόβλημα. Ο Σπανούλης δεν  μπορεί πια να παίζει 25 λεπτά και να κάνει τη διαφορά, ο Πρίντεζης εναλλάσσει κι αυτός εντυπωσιακές εμφανίσεις με βραδιές που δεν βάζει ούτε βολές. Ο κόουτς μαθαίνει στον Πρίντεζη να παίζει στο 5 και προσπαθεί να μάθει στην ομάδα να παίζει χωρίς τον Σπανούλη: για να την πείσει ότι μπορεί να το κάνει με τη Φενέρ τον κράτησε έξω στο φινάλε μολονότι δεν είχε και τον Στρέλνιεκς. Η δουλειά του Μπλατ είναι πολυεπίπεδη και σοφιστικέ: ομολογώ ότι ως μπασκετόφιλο με συναρπάζει, αλλά δεν την καταλαβαίνω κιόλας. Χαίρομαι το γεγονός ότι ο τύπος μπορεί να σκαρφιστεί το πλέον απίθανο και ανορθόδοξο σχήμα, αλλά αν πω πως κατανοώ ότι κάνει θα πω ψέματα. Παρακολουθώ όμως. Και προσπαθώ να καταλάβω. Και το ίδιο θα πρότεινα και σε όποιον αγαπάει το μπάσκετ. Οσοι οπαδοί του Ολυμπιακού απλά γουστάρουν νίκες και θριάμβους ας ασχοληθούν φέτος με κάποιο άλλο τμήμα: ο Ερασιτέχνης έχει πολλά που κερδίζουν.

 

Μια ωραία παρέα

Τι καταλαβαίνω; Ότι τα τελευταία χρόνια ο Ολυμπιακός ήταν μια ωραία παρέα. Οι παίκτες που την αποτελούσαν πήραν ωραία μεγάλα συμβόλαια, στήριζαν ξένους που γούσταραν, έπαιζαν για προπονητές που τους έκαναν τα κέφια. Είχαν όλοι ευδιάκριτους ρόλους, ξέραμε τι θα κάνουν και τι μπορούν. Ολο αυτό ήταν ωραίο, αλλά είχε ένα πρόβλημα: δεν έδωσε τα δυο τελευταία χρόνια τα αποτελέσματα που ο κόσμος περίμενε. Ο Ολυμπιακός τελείωνε τις σεζόν του με ένα πλήθος από τραυματίες γιατί έπαιζε όλα τα ματς στα κόκκινα, το παιγνίδι του, όσο ο καιρός περνούσε, γινόταν και χειρότερο, ο ίδιος ο προπονητής του, ο Γιάννης Σφαιρόπουλος έκανε δηλώσεις που έσταζαν ένα αδικαιολόγητο παράπονο: το «δυστυχώς στο μπάσκετ όλα κρίνονται το Μάιο» έχει περάσει στην ιστορία. Ο Ολυμπιακός το περασμένο καλοκαίρι είχε δυο επιλογές. Η μια ήταν να συνεχίσει στην πεπατημένη. Να ξαναπαρουσιάσει μια ομάδα που θα έπαιζε άμυνα με την καρδιά της, που θα αποτελούταν από μαχητές που θα πέθαιναν στο γήπεδο, που θα κέρδιζε μετρώντας τραυματίες μετά από κάθε μάχη. Αν ο Σπανούλης ήταν 33 χρονών κι ο Πρίντεζης 30 νομίζω ότι θα βλέπαμε πάλι το ίδιο έργο ελπίζοντας σε ένα καλύτερο φινάλε – μεταφυσικά. Αλλά οι παίκτες μεγάλωσαν κι ο Ολυμπιακός προτίμησε αντί να μείνει στη σιγουριά του μπάσκετ της αυτοθυσίας (που δυστυχώς δεν οδήγησε τα προηγούμενα χρόνια πουθενά), να κάνει ένα άλμα στο άγνωστο με οδηγό τον Μπλατ. Το άγνωστο είναι πάντα ένα μεγάλο πρόβλημα: σε καλεί να το εξερευνήσεις χωρίς να σου υπόσχεται τίποτα – μπορεί να βρεις θησαυρούς, μπορεί και τέρατα. Αλλά τι νόημα έχει η ζωή αν δεν τολμάς;

Η διαφορά ανάμεσα στο πέρυσι και στο φέτος ήταν ότι πέρυσι ο προορισμός ήταν δεδομένος: μετά από ωραίες περιπέτειες η ομάδα έκανε μια τρύπα στο νερό – στο πρωτάθλημα απέτυχε, όχι με δική της ευθύνη απαραίτητα, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Φέτος κανείς δεν γνωρίζει πως θα ολοκληρωθεί το πράγμα. Η μόνη βεβαιότητα είναι πως το ταξίδι θα ναι πολύ σκληρό: και μόνο για όσους αγαπούν το μπάσκετ κι αντέχουν ήττες…