Διάβασα χθες στον διεθνή Τύπο πολλές και εύστοχες επισημάνσεις για το πως προέκυψε η νίκη της Παρί Σεν Ζερμέν με 5-0 στον τελικό του Τσάμπιονς λίγκ κόντρα στην Ίντερ: το θεαματικό αυτό τελικό σκορ συζητιέται παντού και το ματς αναλύεται. Αλλά μία τόσο θεαματική επικράτηση σε έναν τελικό δεν μπορεί να έχει να κάνει μόνο με την σωστή εφαρμογή του πρέσινγκ, την φρεσκάδα των επιθετικών της Παρί, τον Λουίς Ενρίκε και τις επιλογές του ή την κόπωση της Ιντερ. Φυσικά και παίζουν ρόλο κι αυτά αλλά για να φτάσει μια ομάδα σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα πρέπει να έχει κάνει σωστά πολλά περισσότερα. Η Παρί φέτος τα έκανε. Και θα σας το εξηγήσω.
Καλώς την πρωταθλήτρια Ευρώπης Παρί
Ας τα πάρουμε με την σειρά. Το κομβικό σημείο στην ιστορία το ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου είναι η αναβάθμιση της Πρέμιερ λιγκ. Εχει ιδρυθεί το 1994, αλλά ως κερδοφόρος συνεταιρισμός που μεγαλώνει τα έσοδα όλων των μελών της αλλάζει το στάτους των αγγλικών ομάδων μετά το 1999 όταν αναλαμβάνει ο σημερινός πρόεδρος ο Σερ Ντέιβ Ρίτσαρντς με CEO τον Ρίτσαρντ Σκιούντμορ: αυτοί υπογράφουν το πρώτο τηλεοπτικό συμβόλαιο που φέρνει στους αγγλικούς συλλόγους πάνω από 1 δισεκατομμύριο ευρώ. Το γεγονός έχει επίπτωση και στο Τσάμπιονς λιγκ. Από το 2000 και έπειτα οι ομάδες που το κερδίζουν ανήκουν σε δυο διαφορετικές κατηγορίες. Στην μία κατηγορία είναι οι αγγλικές ομάδες. Πρόκειται για ομάδες που έχουν υπερέσοδα και ενίοτε μπορούν να κερδίζουν το Τσάμπιονς λιγκ ακριβώς γιατί αυτό τους μοιάζει ευκολότερο από το αγγλικό πρωτάθλημα: το κατορθώνουν τα 25 τελευταία χρόνια η Τσέλσι, η Λίβερπουλ, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και η Μάντσεστερ Σίτυ: οι τρεις πρώτες από δυο φορές. Παίζουν όλες διαφορετικό ποδόσφαιρο, άλλα έχουν το αβαντάζ ότι συμμετέχουν σε πρωτάθλημα με τρομερά έσοδα και μεγάλο ανταγωνισμό: δεν είναι τυχαίο ότι δυο ακόμα ομάδες από το νησί (η Αρσεναλ και η Τότεναμ) φτάνουν σε τελικούς. Στην άλλη κατηγορία ανήκουν οι εκτός Αγγλίας ομάδες που για να κερδίσουν το Τσάμπιονς λιγκ πρέπει να έχουν ακολουθήσει πιστά ένα δικό τους αγωνιστικό μοντέλο, δηλαδή να έχουν βρει τον τρόπο τους για να δημιουργήσουν ομάδες ικανές να προσαρμοστούν στις ανάγκες της διοργάνωσης. Δεν συμμετέχουν σε ένα πρωτάθλημα όπως η Πρέμιερ λιγκ, που σε υποχρεώνει να γίνεις καλύτερος αλλά σε πρωταθλήματα (στην Γαλλία, στην Ισπανία, στην Ιταλία κτλ) στα οποία τα έσοδα από το Τσάμπιονς λιγκ κάνουν μάλλον κακό στο εσωτερικό ανταγωνισμό.
Αυτοί που ξέρουν
Θα το κάνω πιο σαφές. Το δικό της δρόμο έχει βρει σε αυτά τα τελευταία 25 χρόνια σίγουρα η Μπαρτσελόνα. Ποντάρει σ’ ένα συγκεκριμένο στυλ ποδοσφαίρου, στο οποίο η κατοχή μπάλας είναι κάτι βασικότατο. Το ποδόσφαιρό της αυτό το υπηρετούν σχεδόν πάντα παίκτες που προέρχονται από τις ακαδημίες της και το μαθαίνουν καλά. Το δικό της τρόπο έχει η Μπάγερν Μονάχου. Η ηγεμονία της στην Μπουντεσλίγκα είναι αδιαμφισβήτητη, την διοικούν παλιοί παίκτες, και στην εσωτερική της ιεραρχία οι προπονητές είναι λιγότερο σημαντικοί από τους σταρ: ακόμα και ο Πεπ Γκουαρντιόλα εκεί δεν έμεινε πολύ. Το δικό τους δρόμο είχαν και η Μίλαν, αλλά και η Ιντερ που είναι η τελευταία ιταλική ομάδα που κέρδισε το Τσάμπιονς λιγκ: το έκανε το 2011 με έναν συγκεντρωτικό προπονητή όπως είναι ο Μουρίνιο που στην ακμή του, έχοντας τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για όλα, κέρδισε το Τσάμπιονς λιγκ και με την Πόρτο. Η Μίλαν έτρεχε στην αρχή του νέου αιώνα με την κεκτημένη ταχύτητα της δεκαετίας 1990-2000, αλλά μετά το αντίο του Σίλβιο Μπερλουσκόνι μπερδεύεται και χάνεται. Αντίθετα γιγαντώνεται στο διάστημα αυτό η Ρεάλ Μαδρίτης που μετά την επιστροφή στις επιτυχίες το 1998, έχει σηκώσει το τρόπαιο πιο πολλές φορές από όλους με την ίδια περίπου συνταγή: ψάχνει και συχνά βρίσκει παίκτες με μεγάλη προσωπικότητα και προπονητές που γνωρίζουν κυρίως από διαχείριση αποδυτηρίων. Το Τσάμπιονς λιγκ στο οποίο στραβοπατήματα συγχωρούνται μέχρι τα νοκ άουτ ματς μοιάζει η διοργάνωσή της. Συνήθως χρειάζεται απλά να βρουν ομοιογένεια οι παίκτες της: φέτος δεν την βρήκαν – αλλά δεν είναι αυτό το θέμα.
Ηθελε να μιμηθεί την Ρεάλ Μαδρίτης
Η Παρί προσπάθησε για χρόνια να μιμηθεί το μοντέλο της Βασίλισσας γιατί αυτή είναι που κερδίζει. Οι Καταριανοί ιδιοκτήτες της είναι πρακτικοί άνθρωποι. Έχουν πολλά λεφτά και τα σκορπούσαν από το 2011 που ανέλαβαν την Παρί κυρίως για φίρμες. Αλλά η Ρεάλ Μαδρίτης δεν φτιάχνει μόνο «Γκαλακτικός». Βγάζει και η ίδια παίκτες από τις ακαδημίες της (έχει λιγότερους από την Μπαρτσελόνα, αλλά πάντα έχει…), πουλάει παίκτες πολύ ακριβά, ασχολείται πάρα πολύ με την διαιτησία (και την ισπανική και την ευρωπαΐκή) και το σπουδαιότερο έχει κατακτήσει τόσες φορές στο Τσάμπιονς λιγκ που το πράγμα της μοιάζει εύκολο. Ενώ την Ρεάλ Μαδρίτης η πίεση συνήθως την δυναμώνει, την Παρί για πολλά χρόνια η απαίτηση για κατάκτηση του Τσάμπιονς λιγκ την λύγιζε. Και γιατί η ίδια αγωνίζεται σε ένα πρωτάθλημα όπως το γαλλικό, στο οποίο τα ντέρμπι που δίνει είναι λίγα, τα παιχνίδια δεν χρειάζονται από τη μεριά της υψηλού επιπέδου στρατηγική προσέγγιση και σε πολλές περιπτώσεις ούτε καν μεγάλη κατάθεση αγωνιστικής έντασης από τους παίκτες της. Η Παρί από το 2011 που ανήκει στο Κατάρ δεν έχει κερδίσει το πρωτάθλημα μόλις τρεις φορές. Αλλά το Τσάμπιονς λιγκ θέλει τρόπο.
Κάτι πολύ απλό φέτος
Τι συνέβη φέτος στο Παρίσι; Κάτι πολύ απλό. Μετά την αποχώρηση του ΕμΠαπέ αλλά και την παραμονή του Λουίς Ενρίκε (που ενώ μιλούσε με την Τσέλσι άλλαξε γνώμη και δέχτηκε την πρόκληση των Καταριανών αφεντικών του να φτιάξει μια ομάδα χωρίς τον Γάλλο άσο), η Παρί βρήκε τον δρόμο της, δηλαδή υποχρεώθηκε να βρει ένα τρόπο. Η προσπάθεια δημιουργίας μιας ομάδας γύρω από τον ΕμΠαπέ πήγε στην άκρη. Η Παρί δεν επιχείρησε να αγοράσει ένα παίκτη με αντίστοιχο μεγάλο όνομα, όπως θα έκανε η Ρεάλ Μαδρίτης αν έχανε τον ΕμΠαπέ πχ, και ξόδεψε πανέξυπνα τα πολλά χρήματα της αγοράζοντας μικρούς σε ηλικία παίκτες από την Ευρώπη και το πρωτάθλημα που συμμετέχει - πράγμα που σπάνια κάνει όχι μόνο η Βασίλισσα, αλλά ούτε και η Μπάγερν Μονάχου, μολονότι το γερμανικό πρωτάθλημα της δίνει αυτή την δυνατότητα.
Η εφετινή Παρί δεν μοιάζει με καμιά από τις προηγούμενες που βλέπαμε να φτάνουν κοντά στην κατάκτηση του Τσάμπιονς λιγκ και να αποτυγχάνουν γιατί είναι διαφορετική. Η διοίκηση της δεν εμπιστεύτηκε έναν προπονητή ελπίζοντας ότι αυτός θα διαχειριστεί σωστά μεγάλες φίρμες, αλλά άφησε τον Λουίς Ενρίκε να χτίσει μια ομάδα με ακριβούς και σπάνιους πιτσιρικάδες που όμως δεν βγήκαν από ακαδημίες της, αλλά αποκτήθηκαν πολύ προσεκτικά. Το αποκορύφωμα αυτής της στοχευμένης προσπάθειας υπήρξε σαφώς η απόκτηση του Κβαρασκέλια τον περασμένο Ιανουάριο από την Νάπολι. Όλοι στη Γαλλία έλεγαν ότι η Παρί χρειάζεται ένα σέντερ φορ μετά τις δυσκολίες της στο ξεκίνημα της League Phase. Ο Ενρίκε διαφωνούσε. Αυτός όχι μόνο δεν πήρε φορ αλλά έστειλε και τον Κόλο Μουανί δανεικό στην Γιουβέντους. Το παζλ που είχε στο μυαλό του το ολοκλήρωσε με τον Γεωργιανό, έναν παίκτη που θα έκανε ακόμα περισσότερο λειτουργική μία επιθετική γραμμή που αποτελείται από παίκτες που συνεργάζονται και πιέζουν. Ο Ντεμπέλε πχ πίεζε το Σάββατο το βράδυ τον τερματοφύλακα της Ιντερ Ζόμερ όσο κάνεις ποτέ και αυτό προφανώς ήταν οδηγία. Αλλά οι οδηγίες είναι εύκολη υπόθεση όταν υπάρχουν οι κατάλληλοι παίκτες. Ο Ενρίκε βρήκε αυτούς που θέλει: παίκτες που τον ακούν και μαθαίνουν.
Η δική της πρόταση
Η Παρί επενδύει τα τρια τελευταία χρόνια σε παίκτες μικρής ηλικίας: όχι ένα δυο Βινίσιους, αλλά πολλούς. Είναι η ομάδα με τον μικρότερο όρο ηλικίας που βρέθηκε στο Τσάμπιονς λιγκ, αλλά για να φτιάξει αυτή την ομάδα που δεν θυμίζει κατασκευαστικά καμιά άλλη από τις μεγάλες του καιρού μας, επένδυσε πολλά. Ο τρόπος της έχει πολλά που κάνουν κι άλλοι, στο σύνολό του όμως είναι ιδιαίτερος και δικός της: νομίζω πως για πρώτη φορά αξιοποίησε την άνεση που της παρέχει το γαλλικό πρωτάθλημα για να χτίσει μια νεανική ομάδα που έπειτα έδειξε και την ευρωπαϊκή της πρόοδο. Την υποδεχόμαστε όχι ως απλά μια νέα πρωταθλήτρια Ευρώπης, αλλά σαν για μεγάλη ομάδα που κατέθεσε με το πλέον θεαματικό τρόπο την δική της πρόταση: ταλαντούχοι πιτσιρικάδες, ακριβοπληρωμένοι, εντοπισμένοι πολύ νωρίς και παντού, επιλεγμένοι γιατί μοιάζουν έτοιμοι να υπηρετήσουν ένα ποδόσφαιρο με κύριο χαρακτηριστικό την μεγάλη κατάθεση ενέργειας και την επιθετική πρωτοβουλία.
Καλώς την PSG. Και τώρα θα δούμε πόσοι τώρα θα καταφέρουν να την μιμηθούν ή πως θα την ξεπεράσουν…