Η σταύρωση και η ανάσταση του Τσόρι Ντομίνγκες

Η σταύρωση και η ανάσταση του Τσόρι Ντομίνγκες


Πολλές φορές χαρακτηρίζουμε ενδιαφέρουσα ή ακόμα και συγκλονιστική την συνέντευξη ενός αθλητή μόνο και μόνο γιατί αποφεύγει να πει τις συνηθισμένες κοινοτυπίες. Βρίσκουμε άξιο συγχαρητηρίων το γεγονός ότι κάποιος προχωρά σε μια αποκάλυψη για τα δυσκολίες με τους προπονητές ή τους συμπαίκτες του κι είμαστε έτοιμοι να του δώσουμε και βραβείο ειλικρίνειας αν κάνει την αυτοκριτική του, π.χ για ένα χαμένο ματς. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα το συγκλονιστικό σε όλα αυτά: οι επαγγελματίες αθλητές έχουν πάντα ενδιαφέρουσες ιστορίες να πουν για την καριέρα τους και το κάνουν πάντα εκ του ασφαλούς – μιλάνε όταν σταματήσουν κρατώντας συνήθως για τον εαυτό τους το ρόλο του αδικημένου, που τα κατάφερε κόντρα σε όσους δεν τον πίστευαν ή τον αμφισβητούσαν. Συγκλονιστική συνέντευξη πραγματικά ήταν αυτή που έδωσε πριν λίγες μέρες ο πρώην παίκτης του Ολυμπιακού, ο Αλεχάντρο Τσόρι Ντομίγκες, που αποκάλυψε ότι έπασχε για χρόνια από κρίσεις πανικού και είχε ανάγκη ψυχολογικής υποστήριξης. Συγκλονιστική γιατί μας αποκάλυψε μια πλευρά του εαυτού του, που κανείς δεν γνώριζε και δεν είχε φανταστεί όλα αυτά τα χρόνια που ο Τσόρι αγωνίστηκε στην Ελλάδα κι όχι μόνο.

Χωρίς κανένα παράπονο

Με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο Τσόρι περιέγραψε τις κρίσεις πανικού που πάθαινε μικρός ως ποδοσφαιριστής της Ρίβερ Πλέιτ. Είπε ότι εύχεται κάτι ανάλογο να μην πάθει κανείς. Μίλησε για τον ψυχίατρο που τον βοήθησε, αλλά και για τη θεραπεία του. Αποκάλυψε πως οι παράγοντες και οι προπονητές της ομάδας δυσκολεύτηκαν πολύ να καταλάβουν ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημά του – νόμιζαν ότι οι κρίσεις πανικού είναι αποτέλεσμα του μαλθακού του χαρακτήρα. Όλα αυτά ο Τσόρι τα είπε χωρίς να εκφράσει κανένα απολύτως παράπονο για τον τρόπο που οι άνθρωποι της Ρίβερ του φέρθηκαν, ενώ ήταν ακόμα ένα μικρό παιδί. Ισα ίσα που επανέλαβε ότι αν ποτέ επιστρέψει στην Αργεντινή πάλι στη Ρίβερ και μόνο θα ήθελε να αγωνιστεί.

 

Έχει ενδιαφέρον ότι ο Τσόρι δεν μίλησε ως παλαίμαχος, που κάνει τον απολογισμό της καριέρας του, αλλά ως ποδοσφαιριστής που πιστεύει πως ακόμα μπορεί να είναι χρήσιμος: αποκάλυψε μάλιστα ότι έχει συμφωνήσει να αγωνιστεί από τον Δεκέμβρη και μετά την ισπανική Ράγιο Βαγιεκάνο – είναι 37 χρονών, αλλά το λέει η καρδιά του. Πέρα από τις αποκαλύψεις για τα βαριά ψυχολογικά του προβλήματα έκανε λόγο και για τις δυσκολίες που είχε στη Ρωσία όταν 23 χρονών πήγε να αγωνιστεί στη Ρούμπιν Καζάν. Μίλησε για την μοναξιά του σε μια χώρα που ο ίδιος δεν καταλάβαινε, για το πόσο παράξενα του έμοιαζαν όλα, για τη στρατιωτική οργάνωση της ομάδας, για την αρχική του αδυναμία να προσαρμοστεί στις συνθήκες ζωής στη Ρωσία. Και μίλησε και για τον Ολυμπιακό και το πόσο καλά ένοιωσε εδώ. Διασκεδάζοντας τον κόσμο με σπουδαίες εμφανίσεις και κρατώντας επτασφράγιστα τα μυστικά του, ίσως από φόβο μήπως τον παρεξηγήσουμε: δεν τον κατηγορώ.        

Το χόμπι που γίνεται επάγγελμα

Όλοι θεωρούμε τους αθλητές (και ειδικά τους ποδοσφαιριστές) τυχερούς ανθρώπους που κάνουν το χόμπι τους επάγγελμα. Φανταζόμαστε ότι η ζωή τους είναι εύκολη, ότι ζουν μέσα στη δόξα και στα πλούτη, ότι δεν έχουν καθημερινές σκοτούρες και προβλήματα σαν αυτά των κοινών ανθρώπων. Πιθανότατα όντως δεν έχουν. Αλλά έρχονται κατά καιρούς κάποιοι άνθρωποι σαν τον Τσόρι και με τη δύναμη της ειλικρίνειάς τους μας θυμίζουν ότι έχουν άλλα προβλήματα, αρκετά μεγαλύτερα.

Σκεφτείτε λίγο τη ζωή ενός Τσόρι Ντομίνγκες. Ανακαλύπτει γρήγορα πως αγαπάει το ποδόσφαιρο – αλλά πόσα παιδάκια δεν το αγαπούν; Οι συγγενείς του και οι προπονητές του λένε πως έχει ταλέντο – αλλά πόσα παιδάκια δεν έχουν; Για να γίνει ποδοσφαιριστής έχει μια μεγάλη υποχρέωση: να μεγαλώσει γρήγορα  – δεν μπορείς να κάνεις αυτή την καριέρα, όταν σε νταντεύουν και σε προσέχουν οι άλλοι. Βρίσκεται στα 17 του στη Ρίβερ, σε μια τεράστια ομάδα, με την υποχρέωση να ξεχωρίσει ποιος ξέρει από πόσα άλλα παιδιά, που έχουν τα δικά του χαρίσματα. Αλλά δεν αρκεί να είναι απλά καλύτερος από τους συνομήλικους του, πρέπει να σταθεί σαν ίσος προς ίσο απέναντι και στους μεγάλους, πριν καλά καλά σταματήσει να νοιώθει παιδί. Πρέπει να ανεχθεί τα πειράγματα τους, να δεχτεί συγκρίσεις που του τρώνε τα σωθικά γιατί τις βρίσκει άδικες, να ματώσει χωρίς κανείς να τον ρωτήσει αν πονάει. Πρέπει να αποδείξει την αξία του, ενώ ακόμα δεν έχει καταλάβει αν όσα περνάει αξίζουν αληθινά. Όλα αυτά τα κάνει με αντίπαλο το χρόνο που τρέχει και είναι αδυσώπητος: πρέπει να αποδεικνύει κάθε μέρα ότι είναι καλύτερος, δεν έχει καμία πιθανότητα να επιστρέψει πίσω (που;) για να κάνει ένα νέο ξεκίνημα και του χουν ξεκαθαρίσει πως δεν υπάρχουν δεύτερες ευκαιρίες. Μια είναι η ευκαιρία του και πρέπει να την εκμεταλλευτεί γνωρίζοντας μάλιστα πως δεν είναι εύκολη.

Ποιος ξέρει πόσες φορές

Στα  19 χρόνια του τα πρέπει τον έχουν πιάσει από το λαιμό: πρέπει να γίνει αθλητής, πρέπει να γίνει πρωταθλητής, πρέπει να δείξει το ταλέντο του, πρέπει να δυναμώσει, πρέπει να μάθει να φέρεται, πρέπει να κάνει τη διαφορά, πρέπει να ξεχωρίσει, πρέπει να είναι ο καλύτερος. Είναι παράξενο ότι υπέφερε από κρίσεις πανικού κι ότι είχε ανάγκη ψυχολογικής υποστήριξης; Όχι δα.

 

Ποιος ξέρει άραγε πόσοι άλλοι Τσόρι υπάρχουν. Ποιος ξέρει πόσα παιδιά λύγισαν από τις απαιτήσεις των γονιών τους, των προπονητών τους, όλων όσων ποντάρουν πάνω τους, χωρίς ποτέ να σκέφτονται τις αντοχές τους και τις ανάγκες τους. Το ποδόσφαιρο, ως λαϊκό σπορ, έχει μια απερίγραπτη σκληρότητα: το μαλθακό παιδί είναι ανίκανο, όσο χαρισματικό κι αν είναι. Για να επιβιώσεις στο χώρο δεν αρκεί να είσαι ταλαντούχος ή δουλευτεράς, αλλά πρέπει να μπορείς να κρύβεις τους πανικούς και τους φόβους σου, γιατί, αν δεν το κάνεις, αποβάλλεσαι. Είναι εντυπωσιακό ότι ο Τσόρι τα κατάφερε χωρίς να κρυφτεί. Με το τέρος μιας ψυχικής ασθένειας απέναντί του, έτοιμο να τον κατασπαράξει.  

Τον είχα γνωρίσει τον Τσόρι, όταν ήταν στην Ελλάδα. Είχα μιλήσει μερικές φορές μαζί του. Είναι άνθρωπος περήφανος για την οικογένεια και τα παιδιά του, δήλωνε χαρούμενος που ήταν εδώ, ήταν πάντα χαμογελαστός. Μου ήταν αδύνατο (και να το φανταστώ έστω) πως πίσω από την ηρεμία του κρυβόταν ένα παιδί που χε περάσει θύελλες. Δεν τον ρώτησα ποτέ αν είχε δυσκολίες στο ξεκίνημά του, πως τα πέρασε στη Ρωσία, πως κατάφερε να γίνει ο σπουδαίος παίκτης που έγινε. Θεωρούσα κι εγώ πως χάρη στο ταλέντο του τα βρήκε όλα εύκολα. Πίστευα πως οι Αργεντίνοι που τον ανακάλυψαν επένδυσαν πάνω του, όπως σε τόσα και τόσα χαρισματικά παιδιά, διακρίνοντας τις σπάνιες ικανότητές του. Όταν διάβασα την συνέντευξή του διαπίστωσα πως κανείς δεν επένδυσε στον Τσόρι: ανέβηκε ένα Γολγοθά μόνος του, σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Και ποιος ξέρει πόσες φορές…