Η ΑΕΚ ανακοίνωσε την απόκτηση του Λούκα Γιόβιτς για τον οποίο θα γράψω κάτι αύριο όταν σταματήσει κομμάτι ο λογικός θόρυβος για την απόκτησή του - λογικός γιατί ως όνομα ο Σέρβος είναι το μεγαλύτερο που έχει έρθει στην Ελλάδα για την ώρα. Πιο ενδιαφέρουσα ωστόσο μου μοιάζει σήμεαρ η ιστορία του Ερικ Λαμέλα που η ΑΕΚ ετοιμάζεται να αποχαιρετίσει: ο Αργεντινός, μαζί με τον Μαρσιάλ, ήταν οι μεγάλες της μεταγραφές το περσινό καλοκαίρι. Ο Λαμέλα και οι άνθρωποι που τον εκπροσωπούν είναι κομμάτι δύσκολοι διαπραγματευτές, αλλιώς το διαζύγιο θα είχε ήδη βγει. Όπως ωστόσο και αν τελειώσει η ιστορία αυτή θα πρέπει να δημιουργήσει ένα χρήσιμο σε όλους προβληματισμό. Που δεν αφορά τον Λαμέλα. Αλλά το κατά πόσο βετεράνοι με μεγάλα συμβόλαια και μεγάλα βιογραφικά μπορούν πλέον να κάνουν την διαφορά έστω στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Το περασμένο καλοκαίρι
Θυμάμαι πέρσι το καλοκαίρι όταν ο Λαμέλα ήρθε στην ΑΕΚ, τυχγάνοντας μιας εντυπωσιακής υποδοχής απο τους οπαδούς της ομάδας, κάθε φορά που κάποιος τολμούσε να εκφράσει μια κάποια αμφιβολία για τις όποιες δυνατότητες της προσφοράς του θυμίζοντας τι (δεν) έκανε στη Σεβίλλη άκουγε ότι «είναι άλλες οι δυσκολίες του ισπανικού πρωταθλήματος κι άλλες αυτές του ελληνικού». Αυτό το «για την Ελλάδα πρέπει να είναι καλός» είναι μια φράση που αν απαγορευόταν δια νόμου θα γλύτωνε τις ελληνικές ομάδες από πολλά βάσανα.
Θα έπρεπε να απαγορευτεί γιατί δεν ισχύει: δεν υπάρχει τίποτα που να δικαιολογεί πλέον την εκτίμηση ότι για ένα ποδοσφαιριστή είναι εύκολο να κάνει την διαφορά στο ελληνικό πρωτάθλημα χάρη στο βιογραφικό του. Όχι γιατί η Σουπερλίγκα μας έχει την γκλαμουριά της Πρέμιερ λιγκ ή την ποιοτική ανομοιομορφία που υπάρχει στην Ιταλία ή γιατί απαιτεί από τους παίκτες για να σταθούν να έχουν σπουδαία τεχνική όπως συμβαίνει στην ισπανική λίγκα. Αλλά γιατί είναι ένα πρωτάθλημα σκληρό στο γήπεδο. Κι ένα πρωτάθλημα στο οποίο η πίεση των παικτών, σχεδόν παντού αλλά κυρίως στις ομάδες που διεκδικούν το πρωτάθλημα, είναι αρκετά μεγάλη.
Βιογραφικά υπέροχα, αλλά…
Υπήρξε ένα χρονικό διάστημα (μικρό σχετικά) όπου η Ελλάδα έμοιαζε ο παράδεισος των over 30 ποδοσφαιριστών που είχαν κομμάτι ταλαιπωρηθεί κι έψαχναν διαφορετικές συνθήκες – έψαχναν να παίξουν δηλαδή κάπου που θα τους είναι πιο εύκολο. Ηρθαν εδώ κι έκαναν πολλά ή λίγα αλλά σίγουρα ωραία παίκτες όπως ο Ριβάλντο, ο Καρεμπέ, ο Ζιλμπέρτο Σίλβα, ο Ιμπαγάσα, ο Κοντρέρας, ο Κάρλος Γκαμάρα, ο Ρεκόμπα κι αρκετοί άλλοι που αγαπήθηκαν και μας αγάπησαν. Με τον καιρό όμως οι περιπτώσεις των μεγαλούτσικων παικτών που έρχονται εδώ και μπορούν για ένα δυο χρόνια έστω να κάνουν την διαφορά είναι ολοένα και πιο λίγες. Ο Μπερμπάτοφ ήρθε στον ΠΑΟΚ αλλά θυμόμαστε μόνο την υποδοχή του. Μεγαλύτερη υπήρξε μόνο του Μαρσέλο στον Ολυμπιακό που επίσης πέρασε και δεν ακούμπησε. Χαμός έγινε και για τον Εσιέν: βούλιαξε το αεροδρόμιο από οπαδούς του ΠΑΟ. Τουλάχιστον αυτούς τους θυμόμαστε. Δεν ξέρω ποιος θυμάται τον Καγκάβα στον ΠΑΟΚ, τον Λέσκοτ στην ΑΕΚ, τον Μάρσιο Αμορόζο στον Αρη.
Ονόματα και δυσκολίες
Οσο ο καιρός περνά η Ελλάδα γίνεται όλο και πιο δύσκολη για αυτού του τύπου τα «ονόματα». Ο Γιάγια Τουρέ στο δεύτερο πέρασμά του από τον Ολυμπιακό έμοιαζε να θέλει να παίζει ακίνητος. Ο Βαλντέζ έκανε την έλλειψη του Ιντέγιε να μοιάζει πιο μεγάλη από όσο ήταν. Ο Καρντόζο σημάδευε τα δοκάρια με εντυπωσιακό τρόπο. Ο Καμπιάσο είχε τον τρόπο να σε κάνει να πιστεύεις ότι τον αδικούσαν: στην πραγματικότητα ένα χρόνο στην Ελλάδα έτρεξε λιγότερο από όσο έτρεχε ο Μιλιβόγεβιτς σε ένα ημίχρονο. Πέρυσι η αποτυχία των «ονομάτων», δηλαδή παικτών πάνω από τα 30 με μεγάλα βιογραφικά, ήταν σχεδόν απόλυτη. Ο Ολιβέιρα και ο Γουίλαν έφυγαν από τον Ολυμπιακό τον Δεκέμβρη. Ο Μπακαγιόκο και ο Λόβρεν στον ΠΑΟΚ σε έκαναν να αναρωτιέσαι αν είναι όντως οι ίδιοι που αγωνίστηκαν ο πρώτος στην Τσέλσι και στην Μίλαν και ο δεύτερος στην Λίβερπουλ. Ο Μαρσιάλ, που δεν τον πήραν τα χρόνια, αλλά ήταν αυτός με το πιο μεγάλο όνομα που ήρθε πέρσι το καλοκαίρι, δεν έκανε καμία διαφορά στην ΑΕΚ: καταλάβαμε γιατί ήταν χωρίς ομάδα τέλη Αυγούστου. Ο Λαμέλα ήταν σαφώς καλύτερος. Αλλά για όσα έδωσε πάρα πάρα πολύ ακριβός.
Ο Λαμέλα δεν ήταν ένα κακό στοίχημα. Οι τελευταίοι βετεράνοι που στην Ελλάδα τα πήγαν καλά τα κατάφεραν για συγκεκριμένους λόγους. Ο Μπερνάρ, διεθνής με την Εθνική Βραζιλίας κάποτε, ήθελε να ρθει εδώ να κάνει μια νέα αρχή και βρήκε στον ΠΑΟ στήριξη: στήριξη είχε στην ΑΕΚ και ο Λαμέλα. Ο Τάισον είχε προσωπικότητα και στον ΠΑΟΚ την έδειξε και με το παραπάνω: δεν έλειπε από τον Λαμέλα αυτό το στοιχείο – ίσα ίσα. Ο Βαλμπουενά ήθελε να λογίζεται ως ηγέτης: κι ο Λαμέλα το ίδιο. Ο Ιμπόρα βρήκε στο πρόσωπο του Μεντιλίμπαρ κάποιον που τον γνώριζε κι έδειξε γιατί έχει παίξει του κόσμου τους ευρωπαϊκούς τελικούς: και ο Λαμέλα βρήκε τον Ματίας Αλμέιδα που τον γνώριζε. Η δε ΑΕΚ δεν είναι ότι δεν ξέρει να αξιοποιεί μεγαλούτσικους παίκτες: ο Βίντα πχ της έδωσε πολλά. Κι όμως ενώ όλες οι προϋποθέσεις υπήρξαν ο Αργεντινός δεν τα κατάφερε.
Δεν υπάρχουν μυστικά
Υπάρχει κάτι που εξηγεί την ιστορία και είναι καλό να το καταλάβουμε. Στην εποχή της υπερπληροφόρησης κανένας παίκτης δεν κουβαλάει μυστικά. Οσο μάλιστα πιο μεγάλο όνομα είναι ένας παίκτης, τόσο πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι κάθε πληροφορία που τον ακολουθεί. Καλοκαιριάτικα μας αρέσει να ακούμε μόνο τα καλά. Ο Λαμέλα πχ δεν ήρθε ως κάποιος μισθοφόρος που άλλαζε ομάδα κάθε χρόνο: με τις τέσσερις όλες κι όλες που είχε αγωνιστεί πριν έρθει εδώ (την Ρίβερ Πλέιτ, την Ρόμα, την Τότεναμ κυρίως και την Σεβίλλη) δέθηκε. Κουβαλούσε επίσης την ετικέτα του καλού τεχνίτη και του παίκτη που μπορεί να αγωνιστεί σε διάφορες θέσεις στην επίθεση. Και η παρουσία στην ΑΕΚ του Ματίας Αλμέιδα δημιουργούσε την βεβαιότητα πως θα έβρισκε κάποιον να τιθασεύσει τον δύσκολο χαρακτήρα του.
Αλλά υπήρχαν κι άλλα σε αυτό το βιογραφικό, που τα βλέπαμε, αλλά προφανώς στην ΑΕΚ δεν ήθελαν να τα πιστέψουν. Ο καλός Λαμέλα ήταν σε φθίνουσα πορεία πριν έρθει εδώ: την προηγούμενη σεζόν εξαιτίας τραυματισμών και καυγάδων είχε παρουσία σε όλα κι όλα 13 ματς της Σεβίλλης στο πρωτάθλημα το οποίο ολοκλήρωσε μένοντας σταθερά εκτός ομάδας. Εκανε συλλογή από κάρτες αφού έχει θεματάκια με τα νεύρα του και είχε προφανώς σταματήσει να κάνει την διαφορά. Επίσης είναι δύσκολη η χρησιμοποίησή του. Δεν ήταν ποτέ «δεκάρι» όπως πολλοί νόμιζαν αλλά και εξτρέμ στο σύγχρονο ποδόσφαιρο δύσκολα μπορεί να παίξει γιατί δεν έχει επιστροφές. Αυτά κυρίως έδειξε στο πέρασμά του από την ΑΕΚ. Γιατί αυτά έκανε και στην Σεβίλλη. Θέλω να πω πως αυτός είναι ο σημερινός Λαμέλα: μια πολύ ακριβή πολυτέλεια. Αλλά αυτός ακριβώς ήταν και πέρυσι.
Αρτίστας αλλά…
Φεύγει πιθανότατα. Θα μας αφήσει ως ανάμνηση ένα καταπληκτικό γκολ κόντρα στον ΠΑΟΚ – το ωραιότερο του περσινού πρωταθλήματος. Ένα γκολ που δείχνει ότι παραμένει αρτίστας. Αλλά για περιορισμένο αριθμό εμφανίσεων. Σε μια εποχή μάλιστα που όλοι χρειάζονται στο γήπεδο πολεμιστές. Για να κερδίζουν μπάλες, όχι για να μαζεύουν κίτρινες κάρτες….