Ερχεται η ελληνική σχολή

Ερχεται η ελληνική σχολή


Τα τρία παιγνίδια που έδωσαν οι ελληνικές ομάδες εκτός έδρας αυτή την εβδομάδα είχαν ελάχιστες διαφορές και ήταν απολύτως όμοια ως προς την προσέγγιση: ο ΠΑΟΚ, η ΑΕΚ και ο ΠΑΣ έπαιξαν με σκοπό να ακυρώσουν τον αντίπαλό τους, που στα χαρτιά τουλάχιστον ήταν φαβορί. Το έκαναν με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή χωρίς να κάνουν κατοχή μπάλας, με άμυνες που περίμεναν ώστε οι αντίπαλοι κυνηγοί να μην έχουν χώρους – άμυνες προστατευμένες όχι μόνο από δυο (και κατά περίσταση τρία αμυντικά χαφ), αλλά και από ακραίους (στα χαρτιά) κυνηγούς, που έπρεπε να κάνουν δουλειά κυρίως στο ανασταλτικό κομμάτι.

Και ο Ολυμπιακός κι ο ΠΑΟ, που αγωνίστηκαν εντός έδρας, κι αυτοί με τον τρόπο τους, πρόσεξαν κυρίως την άμυνά τους. Ο Στραματσόνι ξεκίνησε το ματς με την ΑΙΚ με τρεις κεντρικούς αμυντικούς, ενώ στο Καραϊσκάκη ο Μιλιβόγεβιτς κι ο Μανιάτης δεν πάτησαν σχεδόν ποτέ την αντίπαλη περιοχή και ήταν πιο κοντά στα στόπερ παρά στον Φορτούνη. Ολη αυτή η εικόνα δημιουργεί μια βάσιμη υποψία πως αρχίζει σιγά σιγά να δημιουργείται μια ελληνική σχολή ποδοσφαίρου καθώς οι ομάδες μας αποκτούν ενιαία χαρακτηριστικά, ίσως γιατί έχουν προπονητές με ίδιες, πάνω κάτω ιδέες. Φυσικά το βασικό και το κύριο αυτής της σχολής είναι η άμυνα ή – για να το πω πιο σωστά η προσέγγιση του παιγνιδιού με βασικό στόχο να μην παίξει καθόλου ο αντίπαλος το ποδόσφαιρο που ξέρει. Επιθετικά, μοιάζει ολοένα και περισσότερο δεδομένο, ότι οι δικές μας ομάδες δεν θα κάνουν και πολλά: δεν μοιάζει ούτε και να τις απασχολεί το πράγμα ιδιαίτερα. Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτή τη συμπεριφορά τη δείχνουν όλοι σχεδόν: είτε πρωτάρηδες στην Ευρώπη είναι, είτε έμπειροι διαφορά δεν υπάρχει.

Ελιές και στόπερ  

Οι ελληνικές ομάδες, πέντε τον αριθμό, πέτυχαν αυτή την εβδομάδα όλες μαζί δυο γκολ. Το ένα το πέτυχε ο ΠΑΟΚ στο Αμστερνταμ Αρένα, όταν ο νεοφερμένος Τζάλμα Κάμπος εκμεταλλεύτηκε την λάθος έξοδο του τερματοφύλακα των γηπεδούχων και σκόραρε σχεδόν από τη γραμμή του άουτ: το γκολ ήταν όμορφο, αλλά δεν το λες και δουλεμένο στην προπόνηση. Το δεύτερο γκολ το σημείωσε στη Λεωφόρο ο Μολέδο, μετά από ένα χτύπημα κόρνερ του ΠΑΟ κι ενώ η σουηδική άμυνα αρχικά έδιωξε άτσαλα και στη συνέχεια μπερδεύτηκε. Ο Μολέδο, ένας εξαιρετικός στόπερ από τη Βραζιλία, βρήκε στην Ελλάδα τον εαυτό του κι αυτό δεν είναι τυχαίο: η Ελλάδα παράγει ελιές, κρόκο Κοζάνης και στόπερ και είναι κι αυτό μια ακόμα απόδειξη ότι δημιουργείται μια σχολή. Εκτός από την επανάληψη ίδιων αγώνων, έχουμε και παραγωγή ποδοσφαιριστών σε μια κυρίως θέση – όχι τυχαία στη συγκεκριμένη.

Παίζουν για τρία αποτελέσματα

Γιατί φτάνουμε σιγά σιγά στο να κληρονομήσουμε τους Ιταλούς που το ποδόσφαιρο των τριών αποτελεσμάτων  (0-0,1-0 και 0-1) το χουν παρατήσει καιρό τώρα; Είναι απλό: οι ελληνικές ομάδες αισθάνονται κυρίως την ανάγκη να μην χάσουν και νοιώθουν την υποχρέωση να μην χάσουν με βαρύ σκορ. Και τα δυο έχουν να κάνουν κυρίως με το γεγονός ότι νοιώθουν όλοι (οι διοικήσεις τους, οι προπονητές, οι παίκτες τους) υπόλογοι απέναντι σε οπαδούς, που το τελευταίο που τους ενδιαφέρει συνήθως είναι η μπάλα που βλέπουν – άλλωστε δεν είναι αυτός ο λόγος που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο. Στην Ελλάδα και ειδικά στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις και στα ντέρμπι οι ομάδες παίζουν για τρία αποτελέσματα: τη νίκη, την ισοπαλία και την αξιοπρεπή ήττα – ως τέτοια θεωρείται η ήττα με 1-0 ή και 2-0, αν υπάρχει και κανένα διαιτητικό λάθος είναι σαν νίκη. Αυτά τα αποτελέσματα τα εξασφαλίζουν αυτού του τύπου οι αγωνιστικές συμπεριφορές: παίζοντας με 8, 9 ή και 10 παίκτες πίσω από τη μπάλα, ειδικά στο Γιουρόπα λιγκ (και πόσο μάλλον στα προκριματικά του) δύσκολα θα βρεθεί αντίπαλος να σε κερδίσει εύκολα. Εσυ, υποχρέωση να τον κερδίσεις δεν έχεις. Αν τύχει να το κάνεις, θα πρόκειται για θρίαμβο.

Το ποδόσφαιρο αυτό είναι απολύτως κατανοητό από τους ποδοσφαιριστές – ειδικά τους έλληνες, κι αυτό είναι η τρίτη ένδειξη ότι σιγά σιγά χτίζεται μια σχολή. Για να κάνεις αυτού του τύπου τα ματς, χρειάζεται γνώση του αντιπάλου, επίγνωση των δικών σου δυνατοτήτων (που στο μυαλό σου έτσι κι αλλιώς μεγάλες δεν είναι), διάθεση να τρέξεις για να βοηθήσεις τον συμπαίκτη, θέληση και συγκέντρωση. Δεν είναι αρετές μικρές όλες αυτές, αλλά εύκολα τις αποκτάς: σίγουρα το να παίξεις ποδόσφαιρο, να πάρεις ρίσκα, να κυνηγήσεις το γκολ, να μην φοβάσαι προϋποθέτει μια προσέγγιση δυσκολότερη. Επιπλέον αυτό το δεύτερο δεν αποτελεί και απαίτηση παρά μόνο μιας ελάχιστης μειοψηφίας στις τάξεις των οπαδών: όσοι θεωρούν ότι υποχρέωση μιας μεγάλης ομάδας είναι να δείχνει τις επιθετικές αρετές της είναι σχετικά λίγοι. Κάποτε οι οπαδοί μεγάλωναν με ιστορίες που αναφέρονταν σε ευρωπαϊκά κατορθώματα που πέτυχαν ενδεκάδες οι οποίες έπαιζαν επιθετικό ποδόσφαιρο, είχαν μεγάλους σκόρερς και δημιουργούς: τώρα δεν υπάρχουν ούτε αυτά και οι όποιες παραδόσεις έχουν αντικατασταθεί από τη λατρεία του αποτελέσματος. Το ζήσαμε και με την Πορτογαλία του Σάντος: τη χειροκρότησαν με την ψυχή τους οι Ελληνες (ίσως περισσότερο κι από τους Πορτογάλους) γιατί κέρδισε χωρίς να παίζει ποδόσφαιρο. Η, για να το πω ορθότερα, γιατί έπαιζε το ποδόσφαιρο που εμείς καταλαβαίνουμε.

Βρίσκουμε τη συνταγή

Η χώρα ποδοσφαιρικά βρίσκει ένα μπούσουλα – ίσως  όχι και μόνο ποδοσφαιρικά. Το είπε πρόσφατα κι ο Ηλίας Παπαθεοδώρου ότι στο μπάσκετ πρέπει να παίζουμε μόνο άμυνα γιατί δεν είμαστε ούτε αμερικάνοι, ούτε Ισπανοί – για να ήταν απόλυτα σωστός θα πρεπε να μας ζητήσει να μην καμαρώνουμε και για την πρόοδο του Αντετοκούνμπο στο ΝΒΑ, ίσως το κάνει άλλη φορά. Στο ποδόσφαιρο, που Αντετοκούνμπο δεν έχουμε κι ο Θεός να μας φυλάει μη βγάλουμε κανένα Κριστιάνο Ρονάλντο και εξευτελιστούμε διεθνώς, η λατρεία ενός ποδοσφαίρου χωρίς φάσεις στην επίθεση (ίσως και γενικά χωρίς καθόλου επιθετικούς) μπορεί να είναι πιο εύκολη. Θα ήταν μάλιστα σχεδόν δεδομένη, αν τα ματς δεν μεταδίδονταν τηλεοπτικά και τα περιέγραφαν από το ραδιόφωνο οι δημοσιογράφοι (μας). Οι εμφανίσεις αυτές, σοβαρές, αν όχι και ηρωϊκές, αφού αυτό τον καιρό δεν τρέχει κανένας, θα μπορούσαν ήδη να έχουν μυθοποιηθεί και οι ομάδες να περιγράφονται ως λόχοι πειθαρχημένοι, με στρατιώτες έτοιμους να πεθάνουν για την πατρίδα αφού προηγουμένως σκοτώσουν τον αντίπαλο – και λιγάκι και το ποδόσφαιρο, αλλά τι μας νοιάζει; Χωρίς τηλεοπτική κάλυψη στα ματς αυτά θα υπήρχαν και πολύ μεγάλες ελληνικές ευκαιρίες για νίκη – οι ξένοι θα έτρεμαν στις εξέδρες, η Ευρώπη θα παραμιλούσε μαζί μας για την τακτική, ίσως και να είχε υποκλιθεί. Η τουλάχιστον έτσι θα έλεγαν οι δημοσιογράφοι.

Τι περιμένω στις ρεβάνς

Τι περιμένω στις ρεβάνς; Από τον ΠΑΟΚ να παίξει λίγο περισσότερο ποδόσφαιρο: η Τούμπα θα τον σπρώξει στο να το προσπαθήσει κι ο Αγιαξ με τα πιτσιρίκια του προσφέρεται. Από τους άλλους περιμένω να προκριθούν με τρόπους ηρωϊκούς – «σκοτώνοντας» αντιπάλους σε μάχες χαρακωμάτων και προσφέροντας στους οπαδούς μεγάλες συγκινήσεις, όπως λένε οι δημοσιογράφοι. Για να δικαιωθεί ο κόπος όλων και να έρθουν κάποτε επιτυχίες που θα κάνουν την ελληνική σχολή στο εξωτερικό αναγνωρισμένη και σεβαστή, τόσο ώστε όλοι οι προπονητές που δουλεύουν στην Ελλάδα να φτάσουν κάποτε σε αληθινά μεγάλες ομάδες, που θα καταλάβουν το λάθος που κάνουν παίζοντας ποδόσφαιρο χρόνια τώρα...