Το ξέρω πως αυτές τις μέρες αν δεν γράφεις για τον Δημήτρη Γιαννακόπουλο, τις πρωτοβουλίες και τις κωλοτούμπες της κυβέρνησης, τα συνθήματα στο ΣΕΦ ή έστω την διαιτησία στο μπάσκετ δεν σε διαβάζει κανείς. Αλλά εγώ θέλω να σας γράψω ότι το μπάσκετ είναι ένα υπέροχο παιγνίδι το οποίο στην Ελλάδα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να το εξευτελίσουμε. Και θα το θυμίσω κι ας μην με διαβάσει κανείς. Θα έχω τουλάχιστον την συνείδησή μου ήσυχη.
Οι μεγάλοι παραγωγοί στιγμών
Το μπάσκετ έχει κάτι σπάνιο για ομαδικό σπορ: βασίζεται στην ομαδικότητα σίγουρα, αλλά επιτρέπει συγχρόνως στον ταλαντούχους παίκτες να ξεχωρίζουν με ένα τρόπο μοναδικό. Στο μπάσκετ είναι εύκολο να δεις παίκτες που να σε κάνουν να τρίβεις τα μάτια σου για την ικανότητά τους: οι μεγάλοι σολίστες του ταυτίστηκαν με πολύ μεγάλες ομάδες και την ίδια στιγμή είχαν κι αυτό το πολύ σπάνιο κάτι παραπάνω που σε κάνει να τους βλέπεις σαν κάτι μεγαλύτερο ακόμα κι από αυτές. Ο Γκάλης κι ο Γιαννάκης. Ο Τζόρνταν κι ο Μάτζικ Τζόνσον. Ο Σαμπόνις κι ο Πέτροβιτς. Ο Κούκοτς και ο Ντίβατς. Ο Διαμαντίδης και ο Σπανούλης. Ο Κόμπι Μπράιαντ. Ο Φάνης Χριστουδούλου. Ο ΛεΜπρόν Τζέιμς. Ο Πρίντεζης. Ο Στεφ Κάρι. Ολοι αυτοί και εκατοντάδες άλλοι έγραψαν την ιστορία του μπάσκετ παράγοντας καταπληκτικές στιγμές ομορφιάς που έχουν να κάνουν πιο πολύ με το παιγνίδι παρά με το αποτέλεσμα. Στο μπάσκετ κάτι πραγματικά όμορφο μπορεί να προκύψει οποιαδήποτε στιγμή αρκεί να υπάρχουν δημιουργοί εμπνευσμένοι και παίκτες με ένστικτο καλλιτεχνικό. Και την ίδια στιγμή αν δεν υπάρχει ομαδική δουλειά, κοινή ένταση, πλάνο, σχέδιο και προσχέδιο δεν μπορεί να γίνει απολύτως τίποτα. Ο σολίστας θα χαθεί στην ίδια του την προσπάθεια να σε γοητέψει καθώς οτιδήποτε κάνει δεν θα έχει το αντίκρισμα που πρέπει: το μπάσκετ είναι ένα παιγνίδι που ενώ πλημυρίζει από ομορφιά σε κάνει συγχρόνως να πιστεύεις πως τα λιγότερα όμορφα είναι καμιά φορά τα πιο σημαντικά – κι αυτό είναι πραγματικά καταπληκτικό και κάτι που δεν το συναντάς σε κανένα άλλο σπορ.
Το σημαντικό και το όμορφο
Στο μπάσκετ είναι εύκολο να θυμάσαι το σημαντικό: ένα νικητήριο καλάθι πχ στο τέλος ενός παιγνιδιού ακόμα κι αν αυτό δεν έχει τίποτα το θεαματικό δύσκολα το ξεχνάς – κανείς δεν ξέχασε ποτέ τις βολές του Αργύρη Καμπούρη στο Εurobasket του 1987 κι ας ήταν απλά δυο βολές. Αλλά είναι σαφώς πιο δύσκολο να θυμάσαι όλα τα ωραία γιατί η παραγωγή ομορφιάς είναι ασταμάτητη. Το μπάσκετ είναι κυρίως αυτό: είναι ένα ρεσιτάλ δεξιότητας – μια συνεχής επίδειξη ικανοτήτων που μάλιστα έχουν να κάνουν και με το άτομο και με το σύνολο, αλλά ακόμα και με τον προπονητή που είναι στον πάγκο και μπορεί να είναι κι αυτός πρωταγωνιστής σε ένα παιγνίδι, να το χάσει ή να το κερδίσει πραγματικά. Το μπάσκετ επιτρέπει στον κόουτς πιο πολλές παρεμβάσεις από οποιοδήποτε άλλο σπορ. Όχι μόνο γιατί οι αλλαγές μπορεί να γίνονται ασταμάτητα, ούτε γιατί υπάρχουν τα τάιμ άουτ και οι ενστάσεις. Αλλά γιατί η ολοκλήρωση ενός αγώνα μπορεί να βασιστεί σε μια κομπίνα δουλεμένη που θα εκτελεστεί κατά γράμμα ή σε μια απόφαση της στιγμής ή απλά σε μια επιλογή του παίκτη που θα πάρει πάνω του την προσπάθεια και που καμιά φορά δεν είναι καν ο καλύτερος δηλαδή αυτός που όλοι περιμένουν.
Σενάριο και σκηνοθεσία, αλλά…
Το μπάσκετ είναι ένα συναρπαστικό παιγνίδι γιατί έχει και δεν έχει σενάριο. Οι πρωταγωνιστές του είναι συνήθως κάτι τύποι που νομίζεις πως το έχουν σκάσει από ταινίες. Δεν είναι όλοι σούπερ ήρωες καθώς οι Χάλιμπέρτον είναι σπανιότατοι και δεν έρχονται όλοι από το σύμπαν της Marvel παρόλο που καμιά φορά πιστεύουμε το αντίθετο. Μπορούν άνετα να προέρχονται από ταινίες δράσης, να έχουν λύσει προηγουμένως αστυνομικά αινίγματα χρησιμοποιώντας το μυαλό τους και μπορεί να είναι απλά κάτι τύποι που ελέγχουν υποδειγματικά τα νεύρα τους όπως οι ικανότεροι κίλερς. Ολοι αυτοί μπορεί να σε πείσουν πως ότι βλέπεις το έχουν σχεδιάσει κατά γράμμα, πως εκτελούν κάτι απολύτως σκηνοθετημένο που μοιάζει αρμονικό: στο μπάσκετ σχεδόν πάντα κερδίζει ο καλύτερος κι αυτό κάνει το σπορ να φαίνεται και δίκαιο αλλά και βασισμένο σε ένα σενάριο γραμμένο από πριν. Ωστόσο κάθε φορά που έχεις αυτή την βεβαιότητα προκύπτει κάτι εντός σεναρίου, αλλά εκτός συνηθισμένης πραγματικότητας. Ομάδες ξαφνικά κολλάνε, διαφορές χάνονται, προκύπτουν ανατροπές που δεν μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου γιατί κάποιος πρωταγωνιστής ξυπνά και αρνείται να παραδοθεί ή γιατί ένας προπονητής σε μια στιγμή πραγματικά δύσκολη έχει μια μοναδική έκλαμψη ευφυίας. Όταν προκύπτει αυτή η ανατροπή του κανόνα αυτό που βλέπεις σε αφήνει έκπληκτο και οφείλεις να το χειροκροτήσεις άλλο αν τα οπαδικά σου αισθήματα δεν το επιτρέπουν. Αλλά το μπάσκετ δεν δημιουργήθηκε για οπαδούς ομάδων: αυτοί προέκυψαν στην συνέχεια. Το μπάσκετ υπάρχει για να το χαίρονται κυρίως αυτοί που το αγαπούν πραγματικά. Αυτοί που καταλαβαίνουν την δουλειά πίσω από μια άμυνα ή από μια οργανωμένη επίθεση, αυτοί που θαυμάζουν τα προσόντα, το μυαλό και την ικανότητα των πρωταγωνιστών, αυτοί που μπορούν να εκτιμήσουν την δυσκολία ενός κόουτς στην διαχείριση της στιγμής – αυτοί και μόνο χαίρονται το μπάσκετ. Αλλά στην Ελλάδα υπάρχει ένα πρόβλημα σοβαρό: αυτοί είναι πολλοί λίγοι. Τόσο λίγοι που είναι αδύνατον να συντηρήσουν το σπορ. Και κάπως έτσι πολλά πολλά χρόνια πριν άνοιξε η πόρτα και μπούκαρε όλη η ποδοσφαιρίλα. Και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
Γιατί μπούκαρε η ποδοσφαιρίλα
Ολο αυτό το απερίγραπτο καταγκιοζιλίκι που ζούμε κατά καιρούς στο ελληνικό μπάσκετ έχει να κάνει με ένα μόνο πράγμα: με την ανάγκη που νιώθουν διάφοροι να κερδίζουν με τον τρόπο που αυτό βλέπουμε κατά καιρούς να συμβαίνει στο ποδόσφαιρο. Τα δυο σπορ δεκαετίες τώρα κινούνται παράλληλα και συναντιούνται στα χειρότερα. Όταν στο ποδόσφαιρο άρχισαν οι ελληνοποιήσεις των λατινοαμερικάνων στην δεκαετία του ‘70΄, άρχισαν οι ελληνοποιήσεις και στο μπάσκετ. Όταν στο ποδόσφαιρο προέκυψαν μετά τον Μπόσμαν οι γεμάτες αποκλειστικά ξένους παίκτες ομάδες, προέκυψαν και στο μπάσκετ. Όταν τα γήπεδα του ποδοσφαίρου έγιναν ζούγκλες γιατί την νίκη έπρεπε να την δίνει στην ομάδα ο περήφανος λαός, έγινε το ίδιο και στο μπάσκετ. Όταν στο ποδόσφαιρο άρχισε να ξεφεύγει η συζήτηση για την διαιτησία, ξέφυγε και στο μπάσκετ. Όταν έγινε κτήμα όλων ότι επιτυχίες στο ποδόσφαιρο μπορεί να έχεις μόνο αν είναι τρελός ο πρόεδρος κτλ κτλ, η συνταγή υιοθετήθηκε και στο μπάσκετ. Κι όταν στο μπάσκετ έγιναν όλα Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός ήταν δεδομένο πως θα φτάναμε εδώ που φτάσαμε. Ο μεταξύ τους ανταγωνισμός θα είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχουν δυο ομαδάρες ευρωπαϊκού επιπέδου και την ίδια στιγμή η τοξικότητα θα ξεπερνούσε τα συνηθισμένα. Αλλά η τοξικότητα δεν έχει καθόλου να κάνει με το ίδιο το μπάσκετ. Που είναι το λιγότερο ίσως τοξικό από όλα τα ομαδικά σπορ γιατί έχει στην φύση του την παραγωγή ομορφιάς – πράγμα που στα υπόλοιπα ομαδικά σπορ μόνο κανόνας δεν είναι. Το βόλεϊ πχ είναι όμορφο αλλά εντυπωσιακά τυποποιημένο – κάτι σαν λούπα. Το πόλο είναι υπερβολικά σκληρό κι έχει και λίγα γκολ. Το ποδόσφαιρο είναι πόλεμος. Το μπάσκετ δεν είναι. Δεν υπάρχουν μάχες, υπάρχει ρυθμός, συνεχής ανάγκη για λύσεις και διαρκής εγρήγορση. Κι ένα χρονόμετρο γεμάτο από δευτερόλεπτα που διαρκούν αιώνες.
Κάπως έτσι αργοπεθαίνει
Το πρωτάθλημα θα συνεχιστεί. Θα παίξουν ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός και ένας θα κερδίσει και ένας θα χάσει. Αλλά αν δεν βρεθεί κάποιου τύπου αντίδοτο στην τοξικότητα, αν δηλαδή δεν υπάρχουν υποδειγματικές τιμωρίες και δεν ισχύσουν νόμοι κανόνες, κι αν δεν κινητοποιηθεί η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος για να μαζέψει όσους στο διαδίκτυο ξερνάνε μίσος και απειλές το μπάσκετ θα πεθάνει. Ηδη αργοπεθαίνει. Προσωπικά αυτές τις μέρες μου έκανε εντύπωση η απόλυτη απουσία της ΕΟΚ και του ΕΣΑΚΕ από το κάδρο των εξελίξεων: το μπάσκετ νόμιζες πως δεν έχει θεσμικές αρχές – πιθανότατα όντως να μην έχει. Αν νομίζετε ότι η Εθνική Ελλάδος πχ δεν επηρεάζεται από αυτά σε σημείο να μην έχει επιτυχία εδώ και δεκαπέντε χρόνια πολύ φοβάμαι πως δεν έχετε καταλάβει τίποτα. Η ότι αγαπάτε τον ΠΑΟ ή τον Ολυμπιακό πιο πολύ από το μπάσκετ, γεγονός που είναι κομμάτι εύκολο. Το αληθινά δύσκολο σε αυτή την χώρα είναι να αγαπάς το μπάσκετ…
(Gazzetta.gr Ιούνιος 2025)