Ο σχεδόν διωγμένος από την ΑΕΚ Ματίας Αλμέιδα βρήκε αμέσως δουλειά στην Σεβίλλη, που μπορεί πέρυσι να μην κατέκτησε το Γιουρόπα Λιγκ όπως συνηθίζει, αλλά παραμένει παρά τα προβλήματα της μια χαρά ομάδα που αγωνίζεται αγωνίζεται σε ένα πρωτάθλημα καλύτερο από την Σουπερλίγκα μας. Αν ισχύει πως το που βρίσκει δουλειά ένας προπονητής όταν φεύγει, σε κάνει να καταλαβαίνεις τι προπονητή είχες, η ΑΕΚ είχε βρει στο πρόσωπο του Αλμέιδα ένα πολύ καλό προπονητή. Επίπεδου ισπανικού πρωταθλήματος.
Επιλογή του Κορδόν
Η ιστορία της πρόσληψης του Αλμέιδα από την Σεβίλλη έχει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς ο άνθρωπος που εισηγήθηκε την απόκτησή του, δηλαδή ο Αντόνιο Κορδόν, έχει κι αυτός περάσει από την Ελλάδα αφού ήταν τεχνικός διευθυντής του Ολυμπιακού τον καιρό που ο Αργεντινός κόουτς δούλευε στην ΑΕΚ. Ο Κορδόν προφανώς είχε στο μυαλό του την δουλειά του Αλμέιδα στην Ελλάδα και για του έδωσε ένα συμβόλαιο στην Σεβίλλη μέχρι μάλιστα το 2028. Την δουλειά του Αλμέιδα στην ΑΕΚ την θεώρησε απολύτως επιτυχημένη. Μέτρησε επίσης κάτι ακόμα ενδιαφέρον: την δυσκολία του ελληνικού πρωταθλήματος που ο ίδιος γνώρισε. Αν ο Κορδόν θεωρούσε ότι το πρωτάθλημά μας είναι της πλάκας δεν θα έπαιρνε ποτέ τον Αλμέιδα στην Σεβίλλη κι ας έχει αυτός ως παίκτης φορέσει την φανέλα της ομάδας. Την φανέλα αυτή την έχουν φορέσει αρκετοί που σήμερα δουλεύουν ως προπονητής και μάλιστα την έχουν φορέσει για πιο πολλά χρόνια από όσα ο Αλμέιδα. Ο Κορδόν δεν έδωσε την δουλειά στον Αργεντινό γιατί ο κόσμος της ομάδας θα τον έβλεπε στον πάγκο με συμπάθεια. Αλλά γιατί κρίνει πως είναι ένας καλός προπονητής. Που δούλευε σε ένα καθόλου απλό πρωτάθλημα όπως το δικό μας.
Οποιον τον πληρώνεις πολλά τον σέβεσαι
Το γεγονός ότι ξένοι προπονητές που περνούν από την Ελλάδα φεύγοντας από εδώ βρίσκουν δουλειά σε καλύτερα πρωταθλήματα από την Σουπερλίγκα μας ή βρίσκουν συμβόλαια πάρα πολύ μεγαλύτερα από αυτά που είχαν εδώ, είναι κάτι αρκετά καινούργιο για τα δεδομένα του ελληνικού μας ποδοσφαίρου: πρώτα από όλα δείχνει ότι στην επιλογή των προπονητών οι ελληνικές ομάδες κάνουν καλή δουλειά. Αυτό συμβαίνει για δυο λόγους: πρώτα από όλα γιατί οι πιο πολλές ομάδες επενδύουν στους προπονητές και στις ιδέες τους πιστεύοντας πως υπό προϋποθέσεις μπορεί να είναι αυτοί το μυστικό της επιτυχίας. Αλλά και γιατί οι Ελληνες παράγοντες έχουν καταλάβει ότι είναι ευκολότερο να δώσεις κάποια καλά χρήματα για ένα προπονητή από το να αποκτήσεις πχ ένα παίκτη με μεγάλο συμβόλαιο. Τα «καλά χρήματα» είναι κι αυτά που επιτρέπουν σε ένα ξένο προπονητή στη χώρα μας να δουλέψει όπως θέλει. Όταν κάποιον τον πληρώσεις πολλά τον σέβεσαι: είναι κανόνας. Οι ακριβοπληρωμένοι ξένοι προπονητές που έχουν περάσει από την Ελλάδα δούλεψαν οι πιο πολλοί εδώ όπως ακριβώς θα ήθελαν. Κι έγιναν καλύτεροι.
Οι συνεχείς κρίσεις
Τι σε κάνει καλύτερο ως προπονητή στην Ελλάδα; Νομίζω η ανάγκη μα βρεις τρόπους να διαχειρίζεσαι εντάσεις και κρίσεις. Το πρωτάθλημα μας δεν είναι ποιοτικά εντυπωσιακό αλλά ανήκει στην κατηγορία των πρωταθλημάτων στα οποία δεν υπάρχουν ήσυχες μέρες. Κάθε ήττα αντιμετωπίζεται ως δράμα, η πίεση είναι μεγάλη, και δεν υπάρχει κανένα περιθώριο χαλάρωσης. Δεν είναι δύσκολος μόνο ο πρωταθλητισμός (καθώς πλέον τα ντέρμπι είναι πολλά και οι χαμένοι βαθμοί με τους πιο μικρούς είναι δύσκολο να βρεθούν στην πορεία), είναι δύσκολο να πιάσεις κάθε στόχο, πράγμα που δεν περνά απαρατήρητο. Η πίεση μπορεί εδώ να διαλύσει προπονητές που τα έχουν δει όλα, όπως ο Μαλεζάνι παλιότερα ή ακόμα και ο Τερίμ, να γίνει λόγος αποτυχίας για τον έμπειρο Στέφενς, να πανικοβάλει ένα cool τύπο όπως είναι ο Τροντ Σόλιντ ή ο Μίτσελ. Είναι μια πίεση που ξεκινά από το καλοκαίρι, ειδικά αν υπάρχουν καλοκαιρινά προκριματικά, και δεν σταματάει ποτέ! Κι επιπλέον υπάρχει και κάτι άλλο: το πρωτάθλημα μας είναι γεμάτο από ομάδες με κλειστές άμυνες. Το γκολ το ιδρώνεις, αν ως ομάδα δεν προοδεύσεις παίζεις μόνο δύσκολα ματς όπως και να λέγεσαι κι όσο βαριά κι αν είναι η φανέλα σου. Δεν γίνεται να προοδεύσει μια ομάδα χωρίς να γίνει καλύτερος στην σεζόν κι ο προπονητής της. Που για να τα καταφέρει χρειάζεται προσωπικότητα πάνω από όλα. Και ιδέες που να κάνουν την διαφορά. Οι διαχειριστές στην Ελλάδα δεν είναι πια της μόδας.
Η απόλυτη αναβάθμιση του ρόλου
Αυτή η εκ των πραγμάτων αναβάθμιση του ρόλου του προπονητή βγάζει μάτια τα τελευταία χρόνια και είναι σημάδι προόδου του ελληνικού ποδοσφαίρου. Παλιότερα, κυρίως τις δεκαετίας του ‘80 και του ’90, όποιος ξένος προπονητής ερχόταν εδώ στέριωνε και έμενε πολλά χρόνια, όχι μόνο γιατί τον εκτιμούσαν αλλά γιατί κι ο ίδιος καταλάβαινε πως αφού έφτασε να δουλεύει στην Ελλάδα δύσκολα θα βρει αλλού δουλειά: δεν έφταιγε η δουλειά του, αλλά το πρωτάθλημα μας. Ο Γκόρσκι κι ο Γκμοχ πχ ήρθαν εδώ μετά από επιτυχίες που είχαν και στην Εθνική Πολωνίας – ρίζωσαν αλλάζοντας ομάδες, ειδικά ο δεύτερος. Ήταν πολύ συνηθισμένο για χρόνια ένας ξένος προπονητής που δουλεύει στην Ελλάδα να πηγαίνει από ομάδα σε ομάδα. Ο Σενέκοβιτς πήγε και στην ΑΕΚ και στον ΠΑΟ και στον Ολυμπιακό – πουθενά δεν έκανε τίποτα το σημαντικό. Ο Χεερ δούλεψε καλά και στον ΠΑΟΚ (όπου έβγαλε την χρονιά) και στον Ολυμπιακό (όπου δεν την έβγαλε). Την διαδρομή ΠΑΟΚ – Ολυμπιακός την έκαναν και ο Λίμπρεχτς και ο Πέτροβιτς. Αλλοι περιπλανήθηκαν περισσότερο: ο Πάκερτ, ο Κοκότοβιτς, ο Μπουμπένκο, ο Βεσελίνοβιτς, ο Μπράνκο Στάνκοβιτς, ο Ολεγκ Μπλαχίν κι άλλοι πολλοί για χρόνια έμειναν εδώ μαζί μας αλλάζοντας απλώς αφεντικά. Αλλά κι όσοι έμειναν πολλά χρόνια στην ίδια ομάδα – ο Ντούσαν Μπάγεβιτς κι ο Γκέραρντ είναι οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις – δεν είχαν από το εξωτερικό καλύτερες προτάσεις από αυτές που έβρισκαν στην Ελλάδα κι ας είχαν εδώ επιτυχίες. Σήμερα η Ελλάδα για τους ξένους προπονητές είναι σκαλοπάτι για κάτι καλύτερο.
Δεν βγαίνεις χαμένος
Οι περιπτώσεις του Μάρκο Σίλβα και του Ερνέστο Βαλβέρδε είναι οι πιο ενδεικτικές. Πέρασαν από τον Ολυμπιακό κι έκαναν στην συνέχεια τα όνειρά τους πραγματικότητα: ο πρώτος δουλεύει στην Πρέμιερ λιγκ, ο δεύτερος έφτασε στην Μπάρτσα και στην Ατλέτικ Μπιλμπάο όπως πάντοτε ήθελε. Αλλά η Ελλάδα έκανε καλό και στον Φερνάντο Σάντος, βοήθησε τον Τούντορ και εξελιχτεί, έδωσε την δυνατότητα στον Αμπελ Φερέιρα να βάλει στο βιογραφικό του πράγματα που τον βοήθησαν να πάρει ένα μεγάλο συμβόλαιο στην Βραζιλία. Δεν βγήκαν χαμένοι από το πέρασμά τους από εδώ ούτε ο Πέδρο Μαρτίνς, ούτε ο Καρβαλιάλ: ο πρώτος βρήκε στο Κατάρ ένα συμβόλαιο που ούτε είχε φανταστεί πριν περάσει από εδώ. Ο δεύτερος δουλεύει ασταμάτητα και σε καλές ομάδες. Ακόμα κι ο Κορμπεράν που πέρασε από τον Ολυμπιακό για λίγο είναι σήμερα προπονητής της Γουεστ Μπρόγμουιτς Αλμπιον – ζημιά δεν έπαθε. Να δούμε πως θα τα πάει ο Ματίας στην Σεβίλλη. Το ό,τι εδώ έγινε σοφότερος (ειδικά τον τελευταίο χρόνο…) δεν χωρά αμφιβολία…