Στο ασανσέρ της μετριότητας

Στο ασανσέρ της μετριότητας


Υπάρχουν δυο τρόποι για να έχεις ένα ενδιαφέρον πρωτάθλημα. Ο ένας είναι να υπάρχουν σε αυτό πολλές δυνατές ομάδες. Ο δεύτερος είναι αυτό που βλέπουμε φέτος στην Ελλάδα: οι περίφημοι «μεγάλοι» έχουν τόσα πολλά προβλήματα που είναι δύσκολο να τα λύσουν. Κι όλοι μαζί συνωστίζονται στο ασανσέρ της μετριότητας κάνοντας πολλά από τα σοβαροφανή συμπεράσματα των δημοσιογράφων να μοιάζουν (και να είναι…) λόγια του αέρα. Ο,τι το παρακάνουμε με τις υπερβολές είναι βέβαιο. Ποτέ, όμως, τόσο γρήγορα στη σεζόν δεν κλονίστηκαν τόσο γρήγορα συμπεράσματα.

Θα μπορούσε να χει εννέα νίκες

Η πιο παράξενη κατάσταση είναι χωρίς αμφιβολία αυτή του Ολυμπιακού. Με την ομάδα του Πέδρο Μαρτίνς συμβαίνει το εξής αντιφατικό: ενώ το ποδόσφαιρο που παίζει είναι μέτριο, εν τούτοις θα μπορούσε εύκολα να έχει εννέα νίκες σε εννέα ματς. Τα δυο ματς, που στο πρωτάθλημα δεν κέρδισε, ήταν παιγνίδια στα οποία ο Ολυμπιακός έκανε σαφώς περισσότερα από τον αντίπαλό του: με τον Ατρόμητο έφερε 0-0 γιατί ο Τικίνιο δεν έσπρωξε τη μπάλα στα δίχτυα από μισό μέτρο και με τον ΠΑΟ, το ματς ήταν μονότερμα για πάνω από μια ώρα – ακόμα κι ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς είχε παραδεχτεί ότι ο πρωταθλητής ήταν καλύτερος. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο Ολυμπιακός, αντίθετα από τους ανταγωνιστές του, έχει την ικανότητα να κερδίζει, ενώ δεν είναι καλός: αυτό ισχύει, πλην όμως ο Ολυμπιακός δεν έχει κερδίσει κανένα ματς στο οποίο να είναι χειρότερος από τον αντίπαλό του.

Αστάθεια και προβλήματα προσαρμογής

Στο πρώτο μέρος της σεζόν είναι εντυπωσιακή η αστάθεια πολλών παικτών του – κι όχι μόνο των νεοφερμένων. Ο Ονιεκούρου παίζει καλά με την Αϊντραχτ, αλλά με τον Ιωνικό πάλι ζορίζεται. Ο Ρόνι Λόπεζ υποτίθεται ότι ήταν καλός με τον Παναιτωλικό: στη συνέχεια χάθηκε. Ο Τικίνιο μπλόκαρε τη στιγμή που φαινόταν να παίρνει μπροστά. Ο Κουντε μόλις ξεκίνησε βασικός βγήκε με μυϊκό πρόβλημα: στον Ροντρίγκες έχει συμβεί ήδη δυο φορές. Αλλά και οι παλιοί που θα πρεπε να σηκώσουν την ομάδα (όπως πχ έκαναν πέρυσι) δεν έχουν σταθερότητα. Ο Μαντί Καμαρά ψάχνεται. Ο Εμβιλά μπαίνει και κάνει τη διαφορά στα Γιάννινα – έκτοτε αναζητείται. Ο κόσμος αρχίζει να καταλαβαίνει ότι δεν είναι πρόβλημα ο Μπουχαλάκης – ίσα ίσα. Ο Λαλά παίζει καλά με τον ΠΑΟ, αλλά δεν μπορεί να βρει έκρηξη. Ο Ελ Αραμπί, παρόλο που δεν παίζει παντού και πάντα και είναι λιγότερο καταπονημένος από τον Μασούρα π.χ, δεν έχει την περσινή σπιρτάδα. Η διαφορά της απόδοσης των παικτών κάνει κάθε κρίση έωλη. Ο,τι λέει κάποιος σήμερα, δεν ισχύει την επόμενη.

Δεν πετάνε και οι άλλοι

Δεν υπάρχει κάτι διαφορετικό και στους ανταγωνιστές του. Ο ΠΑΟΚ, όταν δεν κερδίζει, περιγράφεται ως «ομάδα βετεράνων παικτών που περπατάνε». Οι ίδιοι βετεράνοι κερδίζουν στην Κοπεγχάγη, έχουν πάρει ήδη δυο ντέρμπι (με ΑΕΚ και ΠΑΟ), αλλά έχουν πετάξει και βαθμούς με τον ΠΑΣ και το Βόλο στην Τούμπα. Τι είναι ο ΠΑΟΚ; Μια ομάδα «χωρίς σπιρτάδα που βασίζεται σε πρωτοβουλίες κάποιων παικτών που έχουν μεγαλώσει» ή μια ομάδα «με προσωπικότητες και πολλές ποιοτικές λύσεις;» Τα χω διαβάσει και τα δυο και δεν ξέρω τι ισχύει! Και οι δικοί του παίκτες φυσικά αποθεώνονται ή καταλήγουν στα τάρταρα. Ο Ακπομ και ο Σβιντερφσκι τη μια είναι ένα δίδυμο αξιόπιστων φορ που πονοκεφαλίζει τον Λουτσέσκου και την άλλη δυο τσακωμένοι με το γκολ. Ο Βαρέλα είναι ή τελειωμένος ή σταθερή αξία – το ίδιο κι ο Βιερίνια. Ο Μπίσεσβαρ είναι η ηγέτης του ΠΑΟΚ ή ο «βετεράνος που ψάχνει ανάσες». Ο Εσίτι και ο Τέιλορ δεν έχω καταλάβει αν είναι ευτυχία ή πρόβλημα. Ο δε Πασχαλάκης είναι ή «φύλακας άγγελος» ή «θεότρελος που προκαλεί καταστροφές».

Υπερβολές και για την ΑΕΚ

Με ανάλογες υπερβολές αντιμετωπίζονται νίκες και ήττες της ΑΕΚ. Εδώ τα πιο υπερβολικά λέγονται για τους προπονητές - ο Βλάνταν Μιλόγεβιτς, «ο αναμορφωτής της ΑΕΚ», έγινε πρόβλημα (και μάλιστα τόσο μεγάλο ώστε γράφτηκαν χιλιάδες λέξεις για να δικαιολογηθεί η αντικατάστασή του), αλλά και για τους παίκτες οι εκτιμήσεις αλλάζουν διαρκώς. Στην ΑΕΚ υπάρχει μια κοινή γραμμή για τον Τζούμπερ, τον Αμραμπάτ και τον Στάνκοβιτς (όλοι είναι προσθήκες πολύτιμες), αλλά πολλοί παρακολουθούν με περιέργεια τον Λεταλέκ, τον Μισλέν, τον Ρότα, τον Γέφτιτς, τον Χατζησαφί. Οσο για τον ΠΑΟ εδώ το ασανσέρ κάνει διαδρομές ασταμάτητες: ο ΠΑΟ βρίσκεται σήμερα στο υπόγειο, ενώ τρεις αγωνιστικές πριν ήταν στο ρετιρέ. Ο Βιτάλ και ο Παλάσιος από σημαντικότατες προσθήκες έχουν γίνει ο «Βιτάλ Σασούν» και ο «Παραθαλάσιος». Και ήδη μετά την ήττα από τον ΠΑΟΚ ακούγεται από κάποιους ότι με τον Μπόλονι η ομάδα στα ντέρμπι είχε χαρακτήρα.

Ιδιες ομάδες χωρίς ένταση

Γιατί οι ομάδες είναι τόσο ασταθείς; Γιατί όλες σχεδόν είναι ίδιες. Κατά τη γνώμη μου όλες αυτές οι ομάδες έχουν το ίδιο τακτικό πρόβλημα: παιδεύονται να παίξουν ποδόσφαιρο με δυο μόνο χαφ. Αυτό συμβαίνει γιατί οι προπονητές προσπαθούν να βολέψουν στην ενδεκάδα τέσσερις (συνήθως) δημιουργικούς παίκτες, μπας και τους δουν με ατομικές ενέργειες να κάνουν κάτι χρήσιμο στην επίθεση. Τα δυο μόνο χαφ, άλλοι τα χρησιμοποιούν για να τρέχουν για τους τέσσερις που παίζουν μπροστά (ο Μαρτίνς κι ο Γιοβάνοβιτς αυτό κάνουν) κι άλλοι τα χρησιμοποιούν απλά για να προστατεύουν την αμυντική τετράδα (το κάνει πάντα ο Γιαννίκης και συχνά ο Λουτσέσκου).

Ο Μαρτίνς έχει κολλήσει με τον Αγκιμπού Καμαρά και για χάρη του δεινοπαθούν τρέχοντας να γεμίσουν το γήπεδο δύο από τους Μπουχαλάκη, Εμβιλά και Μαντί Καμαρά, που όταν κάποτε αγωνίζονταν μαζί, ήταν λόγος να βλέπουμε ένα καλύτερο Ολυμπιακό. Ο Γιοβάνοβιτς έχει βρει ένα τρόπο να κάνει συγκλονιστικά δύσκολη τη ζωή του Αλεξανδρόπουλου και του Πέρεθ. Ο Γιαννίκης, φορτωμένος με το άγχος να βρει λύσεις στα προβλήματα της άμυνας, ψάχνει δυο κόφτες δοκιμάζοντας κάθε συνδυασμό, χωρίς να τολμά να εμφανίσει μια ΑΕΚ στην οποία να αγωνίζονται ταυτόχρονα ο Μάνταλος, ο Τζούμπερ, ο Αμραμπατ, ο Λιβάι και ένας από τους Αραούχο ή Καρίμ. Ο Λουτσέσκου είδε τον ΠΑΟΚ να κάνει το καλύτερο του ματς όταν έπαιξε κόντρα στην ΑΕΚ με Αουγκούστο, Σβαμπ, Κούρτιτς (και 4-3-3), αλλά το άφησε στην άκρη για να βάζει τον Μπίσεσβαρ «δεκάρι». Με δυο μόνο χαφ δεν παίζει καμία ομάδα εκτός από τις ελληνικές. Όχι στην Ευρώπη. Στον κόσμο.

Ένα τεμπέλικο ποδόσφαιρο

Το 4-2-3-1 που κατά κανόνα χρησιμοποιούν οι προπονητές (με τις όποιες μικροπαραλλαγές του) επιτρέπει κυρίως τεμπέλικο ποδόσφαιρο. Ένα «δεκάρι» έχει την ελευθερία να κάνει ό,τι θέλει, κάποιο εξτρέμ πρέπει να πλαισιώνει το φορ, όποιος έχει όρεξη για τρέξιμο μπορεί να πατήσει την αντίπαλη περιοχή. Με «δεκάρια» που περπατάνε και εξτρέμ που δεν γυρνάνε, το πρέσινγκ γίνεται ολοένα και πιο σπάνια, ενώ η λιγοστή κίνηση κάνει και την κατοχή της μπάλας δύσκολη υπόθεση – παίζουν όλοι αργά και οριζόντια περιμένοντας κάποιο να επιταχύνει: το κάνουν όλο και λιγότεροι.

Οι ομάδες σκοράρουν κατά βάση από στημένες φάσεις ή αν είναι καλά τα φεγγάρια του φορ, τον οποίο όλοι σημαδεύουν προβλέψιμα. Μεταξύ ίδιων ομάδων η διαφορά προκύπτει από τα κέφια κάποιων παικτών – οργανωμένο ποδόσφαιρο με συμμετοχή πολλών σε άμυνα και επίθεση δεν παίζει σχεδόν κανείς και για αυτό στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις ομάδες απλά πιο επιθετικά οργανωμένες κερδίζουν τις δικές μας: περιμένουν πολλά από πολλούς κι όχι πότε θα έχουν κέφια οι λίγοι.

Σε αυτό το δεύτερο κομμάτι του πρωταθλήματος έπαιξε καλύτερα ο Αρης: τα ματς με τον Παναιτωλικό, την ΑΕΚ, το Βόλο ήταν ματς έντασης – οι παίκτες του έτρεξαν πιο πολύ. Γενικά όμως αυτό το ποδόσφαιρο το ξέρει καλύτερα ο Λουτσέσκου: δεν τον πειράζει το ασανσέρ να τους κατεβάζει όλους δυο τρεις ορόφους παρακάτω. Το τρέξιμο και την ένταση για ενενήντα λεπτά υποφέρει, αλλά δεν έχει πρόβλημα: επειδή είναι όλοι στρυμωγμένοι στο ασανσέρ της μετριότητας δεν τρέχει κανείς.