Στην Δουνκέρκη...

Στην Δουνκέρκη...


Δεν είναι παράξενο για μένα ότι ο Βρετανός Κρίστοφερ Νόλαν, ο για πολλούς μεγαλύτερος film maker του καιρού μας, αποφάσισε μετά από κάμποσα χολιγουντιανά μεγαλουργήματα να επιστρέψει στην Ευρώπη για να αφηγηθεί μια βρετανική ιστορία: η «Δουνκέρκη» του, που παίζεται στις αίθουσες αυτό τον καιρό, είναι η απόδειξη ότι στο υποσυνείδητο κάθε μεγάλου δημιουργού, που νοιώθει πως καλλιτεχνικά ωρίμασε, γεννιέται η θέληση να αφήσει κάτι στο φαντασιακό μουσείο της χώρας της καταγωγής σου – κάτι για την πατρίδα. Αυτή η ανάγκη να πεις κάτι για την πατρίδα διευκολύνεται συχνά με την αφήγηση ηρωικών ιστοριών (έχει συμβεί και στον Ιστγουντ, τον Σπίλμπεργκ, τον Κιούμπρικ) ή μπορεί να αφορά απλώς την αναπαράσταση μιας εποχής (το χουμε δει από τον Σκορτσέζε, τον Χιούστον, ακόμα και από τον Ταραντίνο). Ο δημιουργός, κάποια στιγμή, νοιώθει την ανάγκη να αφηγηθεί κι αυτός μια μεγάλη ιστορία με τον τρόπο του. Ακόμα κι αν οι ιστορίες που διαλέγει είναι γνωστές, μετρά για το θέλω του η προσέγγιση.

 

Το επικείμενο τέλος

Οι ταινίες που βασίζονται σε αυτή την ανάγκη του δημιουργού να υπενθυμίσει εθνικούς μύθους ή εφιάλτες είναι συχνά διδακτικές και σχεδόν πάντα ηθικολογικά άτεγκτες: αναφέρονται σε αξίες, για τις οποίες δεν χωράνε ενστάσεις, έχουν μια παράξενη εσωτερική ένταση, όπως οι λόγοι που βγαίνουν στις εθνικές γιορτές, στοχεύουν στην τεκμηρίωση μιας κάποιας υπεροχής – η δοσολογία του μελό καθορίζει συνήθως το πόσο αυτές μπορεί να αφορούν και κάποιον, που δεν τις γνωρίζει ή πιστεύει πως του είναι αδιάφορες: η «Δουνκέρκη» π.χ δεν θα μπορούσε να απευθύνεται αποκλειστικά σε Βρετανούς θεατές γιατί το σινεμά είναι κάτι υπερβολικά παγκόσμιο, ώστε να το χρησιμοποιούμε για τα δικά μας πατριωτικά δράματα.

Νομίζω ότι για να αποφύγει την παγίδα να κάνει κάτι σοβινιστικό, ο Νόλαν προσπαθεί να αφαιρέσει από την ταινία πολύ από τον προσδόκιμο συναισθηματισμό που δημιουργεί μια ηρωϊκή περιπέτεια. Φυσικά ήρωες υπάρχουν και τα σκληρά και κουρασμένα πρόσωπά τους τα παίρνουμε μαζί μας βγαίνοντας από το σινεμά, αλλά στη διάρκεια της ταινίας περισσότερο και από το να παρακολουθούμε τα ανδραγαθήματα τους, ανησυχούμε για το αν παρακολουθούμε το επικείμενο τέλος τους. Η αγωνία για τους φοβισμένους βρετανούς πιτσιρικάδες στρατιώτες, που πρωταγωνιστούν σε μια ιστορία επιβίωσης, λειτουργεί ως φίλτρο που δεν επιτρέπει την ταύτιση: ξέρεις τι θα γίνει και συγχρόνως δεν ξέρεις ποια θα είναι η τύχη όσων παρακολουθείς. Αυτή η ικανότητα του Νόλαν, να αφηγηθεί κάτι τόσο βρετανικό, δημιουργώντας ένα είδος κοινής παγκοσμιοποιημένης αγωνίας κάνει τη «Δουνκέρκη» μια αληθινά μεγάλη ταινία. Κάποιοι είδαν σε αυτή την αποστασιοποίηση και την έλλειψη μεγάλων μικρών ιστοριών των πρωταγωνιστών ένα από τα προβλήματα της ταινίας: θα διαφωνήσω. Ισως είναι η μεγαλύτερη αρετή της. Ο Νόλαν δεν θέλει να μας δείξει την ιστορία κάποιων που βρέθηκαν στη Δουνκέρκη, αλλά την ιστορία του ίδιου δράματος, διότι ως δράμα το διαχειρίζεται: ένα δράμα με από μηχανής Θεούς κάποιους Αγγλους ψαράδες.     

Η ιστορία ως σενάριο

Ο Νόλαν ανοίγει και κλείνει τους φακούς του. Όταν το πλάνο μεγαλώνει, προκύπτει μια πολεμική ιστορία με ένα σενάριο χωρίς μυστικά. Οταν ο φακός ζουμάρει σε πρόσωπα και καταστάσεις, καταγράφοντας τρόμους και απροσδόκητες συχνά συμπεριφορές, ο κόσμος που ο Νόλαν σου επιτρέπει να δεις από μέσα, κι όχι εξ αποστάσεως, είναι εφιαλτικός: για αυτό τον κόσμο δεν χρειάζεσαι επιπλέον στοιχεία. Μολονότι δεν ξέρεις τίποτα για όσους παρακολουθείς και τίποτα δεν θα μάθεις ποτέ, στα 100 λεπτά της ταινίας γνωρίζεις όσα χρειάζεσαι. Γνωρίζεις το είναι τους. Την πίστη στο καθήκον, και τον φόβο. Τη δειλία και την θέληση για ζωή. Την δύναμη της επιβίωσης και την έλλειψη της ελπίδας. Στη «Δουνκέρκη», ενώ λείπει η εύκολη ταύτιση με ένα ήρωα που (δεν) μεγαλουργεί, εν τούτοις καταγράφονται μοναδικά δια μέσου της κάμερας ένα πλήθος από σπανίως χαρτογραφημένα συναισθήματα: δειλία, αγωνία, ντροπή, επιμονή και ανακούφιση δεν έχουν ποτέ κινηματογραφηθεί με τόση φροντίδα σε μια πολεμική ταινία. Σε καμία ίσως ταινία.

 

Το σήμα κατατεθέν

Ο Νόλαν δεν διηγείται ένα έπος για να χαρίσει το είδος της εύκολης λυτρωτικής συγκίνησης – μολονότι η ιστορία της Δουνκέρκης κυρίως για αυτό προσφέρεται. Σε παίρνει και σε πάει στην παραλία της Δουνκέρκης, υπηρετώντας την ανάγκη του να αφηγηθεί κάτι πατριωτικά οικείο, παραμένοντας ωστόσο συνεπής σε αυτά που είναι τα μεγάλα θέματα του προσωπικού σινεμά του. Το σύμπαν του Νόλαν είναι όλο εδώ, κρυμμένο πίσω από μια ιστορία του ‘40. Δεν λείπει τίποτα από όσα τον απασχολούν κι ας είναι απολύτως ρεαλιστικό και όχι φανταστικό αυτή τη φορά το σκηνικό. Υπάρχει πάντα ο δυνάστης χρόνος. Υπάρχει η σχέση πατέρα – γιου, με τον πρώτο πάντα σε ρόλο καθοδηγητή: στις πιο πολλές ταινίες του Νόλαν ο πατέρας είναι ο σύγχρονος ήρωας. Υπάρχει ο αόρατος εχθρός και ο απροσδόκητος τρόμος. Το αδιέξοδο. Η λύση δια μέσου μιας απρόβλεπτης παραδοξότητας, η ελπίδα ως πράξη καθήκοντος. Η μανιακή προσοχή σε λεπτομέρειες. Αν το σήμα κατατεθέν του Νόλαν είναι η ανάγκη διαφυγής από την πραγματικότητα, αυτό εδώ είναι απολύτως έντονο. Ο Νόλαν παραμένει ο ευφυής δεξιοτέχνης που χτίζει κόσμους – απλά ετούτος ο εφιαλτικός κόσμος μοιάζει ρεαλιστικός. Η σφαγή διαδραματίζεται σε μια ήσυχη και καθόλου παγωμένη θάλασσα: η καρτποσταλική ομορφιά του τοπίου μπορεί ανά πάσα στιγμή να μεταβληθεί σε κόλαση και εσύ είσαι εκεί στο κέντρο της. Δεν ξέρω αν θα συγκινηθείς: ο σκοπός του δημιουργού δεν είναι αυτός. Νομίζω πως αυτό που τον νοιάζει είναι να καταλάβεις απλά το είδος της φρίκης. Και του παράδοξου κατορθώματος.

 

Η ουσία της ιστορίας

Με μια τιμιότητα που τσακίζει, ο Νόλαν δείχνει ότι το κατόρθωμα δεν το αντιλαμβάνονται ούτε οι πρωταγωνιστές του: «θα μας φτύνουν στο δρόμο» λέει πικρά γυρνώντας στην πατρίδα ένας από τους επιζώντες, που στην εφημερίδα διαβάζει ότι οι πόλεμοι δεν κερδίζονται με υποχωρήσεις και εκκενώσεις. Ο Νόλαν δεν κάνει στην παρατήρηση την παραμικρή ένσταση – άλλωστε την απάντηση την έχει δώσει η ιστορία. Αυτό που τον νοιάζει είναι να καταγράψει την Κύρου Ανάβαση του καθενός από τους ήρωές του: το περιεχόμενου του ηρωϊσμού δεν ταυτίζεται πάντα με το τελικό αποτέλεσμα. Η ίδια η σεκάνς του τέλους είναι το σχόλιο του: ο πόλεμος είναι μια πράξη προσωπική, η αδυσώπητη φύση του δεν επιτρέπει ερμηνείες. Στο εξαιρετικό αυτό αποτέλεσμα ο Νόλαν έφτασε με τη βοήθεια ενός σπουδαίου διευθυντή φωτογραφίας, του Χόιτε βαν Χόιτεμα που φιλμογραφεί τρεις ταινίες (μια που διαδραματίζεται στον αέρα, μια στη στεριά και μια στη θάλασσα…), αλλά και χάρη στην σπουδαία δουλειά του Γερμανού συνθέτη Χανς Ζίμερ, που χρησιμοποιεί τη μουσική ως νυστέρι, που σκίζει τις στιγμές της αγωνίας. Οι δεκάδες ηθοποιοί, που χρησιμοποιούνται σε μικρούς ρόλους συμμετέχουν στο εγχείρημα με ένα είδος βρετανικής υπερηφάνειας – κάποιοι είναι συνταρακτικοί, κάποιοι απλώς πομπώδεις, αλλά δεν έχουμε να κάνουμε με μια ταινία ηθοποιών.

Η «Δουνκέρκη» είναι μια ταινία που θα αντέξει στο χρόνο. Όχι γιατί είναι αριστούργημα, αλλά γιατί ο δημιουργός της μας πήρε από το χέρι και μας πήγε στο χρόνο, που τα αληθινά περιστατικά εξελίχτηκαν. Δεν μας εξήγησε τίποτα, δεν μας απλοποίησε τα γεγονότα, καλά καλά δεν ζητά ούτε να τα κατανοήσουμε. Αλλά για εκατό και κάτι λεπτά μας φυλάκισε, χωρίς δυνατότητα απόδρασης. Δίνοντας μας μια γεύση από το ίδιο το συναίσθημα της ιστορίας. Ζωγραφίζοντας σε ένα ζωντανό κάδρο εκατό λεπτών την ουσία της.