Ενα θηρίο

Ενα θηρίο


Χθες το απόγευμα σαν κάτι να με έτρωγε και πήρα τηλέφωνο να μάθω το γίνεται με τον Διονύση – από την Παρασκευή που μπήκε στο νοσοκομείο μάθαινα τα νέα του από κοινούς φίλους. Εφτασα να μιλάω με την Ασπα. «Σε πήρα να μου πεις ένα καλό νέο» της είπα και δικαιολογήθηκα γιατί δεν της είχα μιλήσει προηγουμένως – «δεν θέλω να ενοχλώ». «Μα εσύ είσαι δικός μας άνθρωπος» μου είπε αλλά καλά νέα δεν είχε να μου πει. «Δίνει μάχη Αντώνη, είναι θηρίο». Για μένα αυτή η φράση της γυναίκας που ήταν δίπλα του πάνω από πενήντα χρόνια θα είναι κι ο επίλογος της ζωής ενός φίλου μου. Σπάνιου φίλου, σίγουρα του μοναδικού χάρη που μου γνώρισε σπουδαίους ανθρώπους, μου άνοιξε από παιδί τα μάτια και μου ‘μάθε πολλά.

Κι αυτό ακόμα το κατάφερε

Για τον Σαββόπουλο είχα την ευκαιρία να γράψω πολλά κατά καιρούς. Τριάντα χρόνια τώρα που γράφω δεν έχει υπάρξει έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο που να έχω συνεργαστεί στο οποίο μια τουλάχιστον στιγμή να μην έχω γράψει κάτι γιατί ήμουν πάντα εκεί σε όλα από μικρός, θεατής προνομιούχος μιας καριέρας που είχε τα πάντα. Τώρα που έφυγε νιώθω ότι πρέπει να γράψω κάτι για τον Διονύση που είχα την τιμή και την τύχη να τον γνωρίσω, να μου ανοίξει το σπίτι του, να μου γνωρίσει τους ανθρώπους του, να μου δείξει πόσο υπέροχος, γαλαντόμος και μοναδικός οικοδεσπότης ήταν. Για τα τραγούδια του, τις μεγάλες αλλά και τις πολυσυζητημένες στιγμές του θα γράψουν σήμερα πολλοί και πολλοί είναι δεδομένο πως σε αυτό που υπήρξε η δουλειά του θα επανέρχονται. Για την προσφορά του στο περιβόλι της ελληνικής μουσικής μου ‘χει πιο ό,τι πιο σωστό πριν χρόνια ο Φοίβος Δεληβοριάς. «Στην καρότσα εκείνου του φορτηγού με το οποίο κάποτε κατέβηκε από την Θεσσαλονίκη χωρέσαμε τελικά όλοι. Μας πήρε και μας έφερε και για αυτό όποιος στην Ελλάδα έγινε τραγουδοποιός πάντα θα του χρωστά πολλά» μου είχε πει. Κι άλλοι σημαντικοί μου έχουν πει κατά καιρούς πολλά όχι μόνο για τον τραγουδοποιό, τον ποιητή της ζωής μας, αλλά και για τον εφευρετικό παραγωγό, τον αυστηρό συνθέτη, τον περφόρμερ που ήθελε όταν ανεβαίνει στην σκηνή να είναι όλα άψογα, τον Πάπα του ελληνικού τραγουδιού που τους μάζευε όλους γύρω του, τον θαυμαστή του Χατζηδάκη, τον καλλιτέχνη που ποτέ δεν χάιδεψε τα αυτιά του κοινού του γιατί με τον μαγικό του αυλό ήταν μπροστά του κι όχι πίσω του.

https://www.news247.gr/wp-content/uploads/2023/12/06_21_20140910_kt_4053_copy1410430589-640x426-e1746780734.jpg

Για τον Διονύση άκουγα ανθρώπους να συζητάνε από τότε που κι εγώ τον ανακάλυψα στο γυμνάσιο μικρός, όταν άκουγα στο Πήλιο για το μυθικό μικρό του σπίτι που χωρούσε κάθε καλοκαίρι όλο το ελληνικό τραγούδι: ούτε βέβαια που μπορούσα να φανταστώ τότε πως θα τα πίναμε μαζί, θα λέγαμε ιστορίες, θα γελούσαμε γύρω από ένα τραπέζι με όλα όσα καλόβολα μπορεί να γελάσει άνθρωπος. Τα τελευταία χρόνια ένιωθα πάντα πως αφού τον είδα να ανεβαίνει με αερόστατο στον ουρανό, αφού άκουσα τους Αχαρνείς του στην Επίδαυρο και τον Πλούτο του στο Ηρώδειο, αφού τον απόλαυσα σε μαγαζιά (ακόμα και με πατερίτσα (!) στα Εννιά όγδοα) αφού τον είδα να γεμίζει τα πάντα – από το ΟΑΚΑ μέχρι το Καλλιμάρμαρο – αφού τον απόλαυσα να διηγείται επί σκηνής την Μεταπολίτευση, αφού τον υπερασπίστηκα κάποτε κουρεμένο και τον χάρηκα ακόμα και σαν τηλεοπτικό παραγωγό, στο τέλος τέλος η πιο μεγάλη ευτυχία που ένιωσα μαζί του ήταν όταν τον απολάμβανα σπίτι του ως φίλο να μιλά για τα πάντα και τα αντίθετα τους για αυτό το μικρό κοινό που στη ζωή του καθενός αποτελούν οι φίλοι του. Και σήμερα ως φίλο τον θρηνώ με μια μικρή δόση ενοχής γιατί δεν θα το ήθελε. Τα τελευταία χρόνια είχε γλυκάνει τόσο πολύ που ήταν σαν να μας προετοίμαζε για το αντίο. Και ήθελε να φύγει αφήνοντας μας την πιο γλυκιά εικόνα του. Κι ο μπαγάσας κι αυτό ακόμα το κατάφερε.

Μόνο εικόνες

Είναι παράξενο αλλά από τον καλλιτέχνη που έγραψε τους πιο ωραίους στίχους εγώ σήμερα νιώθω ότι έχω μόνο εικόνες κι ας ξέρω όλους τους στίχους του – ίσως μόνο ο Αργύρης Παππαστάθης να ξέρει πιο πολλούς. Θα τον θυμάμαι γελαστό να εμφανίζεται στο σαλόνι του σπιτιού ενώ τον περιμέναμε σαν θεατρικός ηθοποιός που έκανε είσοδο – τον βλέπαμε με άσπρα του σαν Αγγελο εξάγγελο πραγματικό - σαν αυτόν που τραγούδησε. Θα τον θυμάμαι με τον Λάκη τον Παππαστάθη στο βουνό να μιλάνε για μια παράσταση που έπρεπε να κάνει μόνο με τα μεγάλα σε διάρκεια τραγούδια του – ο Λάκης του έλεγε πως θα γράψει ένα βιβλίο για την Πανεπιστημίου - είχαν μια φλόγα σαν εικοσάρηδες που δεν είχα ποτέ μου. Θα τον θυμάμαι να μας αποκαλύπτει πως σε ένα, δυο, τρία πολύ μεγάλα σουξέ άλλων έβαλε στιχουργικά και μουσικά το χέρι του αλλά «αυτά δεν χρειάζεται να τα λέμε» έλεγε, πάντα γενναιόδωρος. Θα τον θυμάμαι να καμαρώνει για τα εγγόνια του και τα παιδιά του περισσότερο ίσως και από τις δουλειές του. Θα τον θυμάμαι να προβληματίζεται για το ποια είναι τα μεγάλα σουξέ της εποχής και γιατί έγιναν. Θα τον θυμάμαι να μιλάει για τον Χατζηδάκη και τον Μίκη – θα θυμάμαι την συστολή του απέναντι στον πρώτο και τον θαυμασμό του απέναντι στον δεύτερο. Θυμάμαι εκείνο το παιγνίδι του με τα δίπολα – έπρεπε πάντα να είμαστε με κάποιον: στο Μπιτλς – Ρόλινγκ Στόουνς με τους Μπίτλς, στο Καζαντζίδης – Μπιθικώτσης με τον Σερ Μπιθί και άλλα τέτοια παιγνιδιάρικα. Θα θυμάμαι τις συζητήσεις με τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη για τον Τσιτσάνη, τον ασπροντυμένο μπουζουκτσή, αν και ο μπουζουκτσής που τον έκανε να ανθίζει ήταν ο Ζαμπέτας. Θα θυμάμαι ότι όταν μια βραδιά συζητούσαμε για τους μεγάλους μας μάλωσε γιατί ξεχάσαμε τον Ατίκ. Θα τον θυμάμαι όταν γιορτάσαμε τα πενήντα χρόνια με την Ασπα να χορεύει μαζί της. Θα τον θυμάμαι στα τελευταία του γενέθλια δίπλα στον Σταύρο Ξαρχάκο. «Πες μου κάτι για αυτό τον γίγαντα» μου είπε. Του είπα ότι όταν διευθύνει στην σκηνή δεν υπάρχουν μάτια για κανένα άλλο. Κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι.

https://i1.prth.gr/images/1168x656/jpg/files/2025-01-24/dionisis-savvopoulos.jpg

Θηρίο πραγματικό

Ηταν απέραντος ο Διονύσης: ένα μικρό σύμπαν εντός του οποίου χωρούσαν όλοι – κι όσοι τον αγάπησαν κι όσοι δήλωναν πικραμένοι ή δεν ξέρω τι άλλο. Τον αποχαιρετάω γνωρίζοντας ότι κέρδισε την καλλιτεχνική του αθανασία γράφοντας την ιστορία του αλλά δεν μπορώ να πω ότι δεν θα μου λείψει. Ηταν ο μαγικός ιστός που ένωνε όλους τους φίλους του – ένα αληθινό κέντρο ενός κόσμου απέραντου. Εκείνη η αναφορά στα Τραπεζάκια Εξω στα αληθινά πρόσωπα που κρύβονται πίσω από ονόματα (τη Λυδία, τον Τάσο, την Ελενα την χορεύτρια, τον Αλέξη, τον Αχιλλέα και την Ζωή) είναι ένα στιχουργικό κομψοτέχνημα της μεταφοράς του κόσμου των φίλων του σε ένα κομμάτι που πλημμυρίζει από αλήθεια: κανείς δεν θα κάνει ποτέ καλύτερα τον τρόπο ζωής του αληθινό τραγούδι. Κι αν ο ίδιος έλεγε πως έγραψε ολόκληρο δίσκο με τους δεσμοφύλακες της Μπουμπουλίνας εγώ είχα πάντα την υποψία πως όλα του τα τραγούδια ήταν απεικονίσεις της ζωής του: έγραψε όσα έζησε γιατί ήξερε να ζει. Οσο για την μάχη του με τον καρκίνο υπήρξε από τις πιο σκληρές και συγχρόνως πιο σιωπηλές. Δεν τον άκουσα ποτέ μου να παραπονιέται για την δυσκολία της θεραπείας και για το ζόρι της. Κι όταν νοσηλεύτηκε χτυπημένος από τον κορονοϊό αφηγήθηκε στον Παύλο Τσίμα που πάντα αγαπούσε την ιστορία πιο πολύ για να χτυπήσει καμπανάκια συναγερμού – «να τα πούμε μπας και καταλάβει κάποιος πόσο πρέπει να προσέχει» - παρά ως δράμα που θέλησε να μοιραστεί μαζί μας. Ο Διονύσης δεν αγαπούσε τα δράματα. Στο σύμπαν του υπήρχε μόνο η χαρά της ζωής. Κι έκανε τραγούδι όλες τις υπέροχες μεταμορφώσεις του. Οταν σταμάτησε να γράφει ήταν γιατί σταμάτησε να τρώγεται με τα ρούχα του: απλά βρήκε την ηρεμία του και την χαρά του. Και ήθελε μόνο να μπορεί να την μοιράζεται δημόσια με το κοινό του. Και ιδιωτικά με τους φίλους του. Που όπως οι αληθινοί μάγοι με τα δώδεκα σπαθιά τους έκανε να νιώθουν τυχεροί άνθρωποι.   

https://www.tovima.gr/wp-content/uploads/2025/10/21/savvopoulos2.jpg

Θα τον έχω στην καρδιά μου αλλά δεν μου φτάνει ρε γαμώτο. Θα μου λείψει το μεγάλο του τραπέζι: αυτός πάντα στην κεφαλί του κι εμείς γύρω γύρω – και χωρούσαμε πάντα όλοι. Ο κατάλογος είναι ατελείωτος όπως ήταν και η ιστορίες του: μπορούσες να τον ακούς να μιλάει για τον Λοϊζο για τον Τζίμη τον Πανούση, τον Λουκιανό και τον Παπάζογλου ή ακόμα και για τον Κόπολα (!) και νόμιζες πως όλους αυτούς τους έχεις συναντήσει κι εσύ – εδώ ήταν τις προάλλες και κάτι είχε φτιάξει η Ασπα και φάγαμε. Θα μου λείψει κι εκείνο το γέλιο όταν οι συμπότες έλεγαν τις δικές τους ιστορίες, που πάντα ήθελε να ακούει. Αυτό το γέλιο που άρχιζε σαν μειδίαμα και ολοκληρωνόταν εκρηκτικά ήταν για μένα το μεγάλο σουξέ του σπάνιου, θαρραλέου, και διαρκώς πρωταγωνιστή από την ώρα που ανέβηκε σε εκείνο το φορτηγό για να κατεβεί από την Θεσσαλονίκη Διονύση. Του προέδρου και γενάρχη μιας Σαββοπουλικής Δημοκρατίας γεμάτη από περιπέτειες.

Αντίο αναντικατάστατε φίλε. Η τελευταία σου εικόνα που θα κρατήσω είναι στο Rock Wave στη Μαλακάσα. Ογδοντάρης αλλά σαν έφηβος. Με τον κόσμο σου να σε χειροκρατάει κι εγώ να καμαρώνω. Θηρίο πραγματικό, που είπε και η Ασπα λίγο πριν φύγεις…