Σιγά μην κλάψω...

Σιγά μην κλάψω...


Ο Ολυμπιακός στην ενδέκατη αγωνιστική της Ευρωλίγκας στραπατσάρησε χθες βράδυ και την φορμαρισμένη Μακάμπι στο ΣΕΦ, που ένας Θεός ξέρει πως γλύτωσε την κατοστάρα. Το παιγνίδι κράτησε δέκα λεπτά – και ίσως λέω και πολλά: η διαφορά των δυο ομάδων στο πρώτο δεκάλεπτο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε νόμιζες πως ακόμα κι αν ο Ολυμπιακός για τρία δεκάλεπτα αποφάσιζε να μην βάλει άλλο καλάθι και να παίζει μόνο άμυνα πάλι θα κέρδιζε. Αυτή η νίκη του ήταν η έβδομη σε επτά ματς στο ΣΕΦ και σε συνδυασμό με τις τέσσερις εκτός έδρας ήττες του στάθηκε αιτία για να δημιουργηθεί ένας προβληματισμός για το «αν η εφετινή ομάδα του Ολυμπιακού είναι μια ομάδα έδρας». Πολλοί το παρουσίασαν και ως πρόβλημα: εγώ λέω ότι ο Ολυμπιακός θα χει κάνει ένα τεράστιο βήμα μπροστά αν όντως καταφέρει να κάνει την έδρα του κάστρο απόρθητο. Διότι αυτό δεν είναι απλώς ωραίο για κάθε ομάδα, αλλά και απαραίτητο.

Η δυνατότητα να χαρείς

Γιατί υπάρχουν οι έδρες στις διοργανώσεις των ομαδικών σπορ; Για να είναι σημείο αναφοράς για τις ομάδες. Πρέπει σε αυτές να μπορούν να παίζουν καλύτερα, πρώτα πρώτα για να ικανοποιούν το κοινό τους που σε αυτές έχει κυρίως τη δυνατότητα να της χαρεί. Παρόλο που στην Ελλάδα εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε για τα σπορ δραματικούς τόνους στην πραγματικότητα όταν μιλάμε για αθλητισμό μιλάμε πρώτα από όλα για ψυχαγωγία. Ο παίκτης πρέπει να χαίρεται για το παιγνίδι κι ο φίλαθλος πρέπει να χαίρεται που το παρακολουθεί. Οι διοργανώσεις των ομαδικών σπορ δεν γεννήθηκαν για την τηλεόραση – η τηλεόραση τις ανακάλυψε πάρα πολύ αργότερα: γεννήθηκαν για να τις χαίρεται το κοινό στο γήπεδο. Ο σκοπός κάθε ομάδας (πριν όλα μπερδευτούν…) ήταν να δίνει χαρά στο κοινό της – να αναγκάζει τον κόσμο να πάει να την δει στο γήπεδό της. Για αυτό υπήρχε πάντα και μια σαφέστατη διαφοροποίηση της εικόνας των αθλητών εντός κι εκτός έδρας: ο αθλητής που είχε την υποστήριξη του κόσμου (κι ένοιωθε την υποχρέωση τον κόσμο να τον ικανοποιήσει για να τον ξαναέχει δίπλα του) έδινε κάτι παραπάνω. Η έδρα κάνει θαύματα: μπορεί σε αυτή ο Φαλ να παίξει 30 λεπτά (και παραπάνω) και να μοιάζει γεμάτος φρεσκάδα, μπορεί ο Γουόκαπ να είναι ο πολυτιμότερος χωρίς να βάλει πόντο, μπορεί ο Γουιλμπέκιν των 30 πόντων με την Μονακό να έχει πέντε άστοχα τρίποντα στη σειρά.

  Υποχρέωση και αγάπη

Η σχέση αυτή (από τη μια η διάθεση του κόσμου να χαρεί και να χειροκροτήσει την προσπάθεια κι από την άλλη η αίσθηση της υποχρέωσης του αθλητή αυτό τον κόσμο να τον ανταμείψει για την παρουσία) δημιούργησε στην πραγματικότητα τις μεγάλες ομάδες του καιρού μας σχεδόν σε όλα τα σπορ. Το επισημαίνω γιατί στους παράξενους καιρούς μας αυτό είναι κάτι που το ξεχνάμε. Τι ξεχνάμε; Πως όλες οι ομάδες που μεγάλωσαν, μεγάλωσαν χάρη στην αγάπη του γηπεδικού τους κοινού. Πίσω από τη Λίβερπουλ υπάρχει πάντα το Ανφιλντ. Πίσω από την Ρεάλ Μαδρίτης το Μπερναμπέου. Πίσω από τη Μπαρτσελόνα το Καμπ Νου. Πίσω από τη Μίλαν και την Ιντερ το γεμάτο Μεάτσα. Και στο μπάσκετ πίσω από την Μακάμπι π.χ υπήρχε πάντα εκείνο το θεοσκότεινο Γιαντ Ελιάου, που τη δεκαετία του ‘80 σε τρόμαζε: νόμιζες ότι αυτό το έρεβος θα καταπιεί τον αντίπαλο, ότι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα όποιου εκεί πατήσει το πόδι του.

Το Cult της έδρας

Ανήκω σε μια γενιά που μεγάλωσε με την ανυπομονησία να βρεθεί στο γήπεδο, αλλά και με ένα ειλικρινή θαυμασμό για τις έδρες που μεταμόρφωναν ομάδες, που κατά τα άλλα μπορεί να (μας) ήταν αντιπαθητικές. Θυμάμαι σαν χθες να περιμένω να δω στην ΕΡΤ2 πως η Ρεάλ Μαδρίτης του Σαντιλιάνα, του Μίτσελ και του Μπουντραγκένιο θα ανατρέψει το σε βάρος της 0-3 στο πρώτο ματς από ομάδες που στις δικές τους έδρες έμοιαζαν πανίσχυρες: οι άτιμοι αυτοί σούπερ ήρωες του Μπερναμπέου τα κατάφερναν πάντα – όταν η Μίλαν των Ολλανδών κάποτε τους πήρε μια ισοπαλία περιμέναμε όλοι ανομολόγητα τη συντέλεια του κόσμου. Οι έδρες έχουν ιστορία που την αναπνέεις και μια μαγεία που σε καταβάλει και σε κάνει να χάνεις την αίσθηση της πραγματικότητας. Όταν ο Θεός με αξίωσε να βρεθώ στο Μαρακανά του Ρίο (έχω πάει και σε αυτό του Βελιγραδίου) πίστευα πως από κάποια γωνιά θα ξεπεταχθούν ο Γκίζια και οι υπόλοιποι Ουρουγουανοί που το κάποτε το παγώσανε. Από την άλλη ποιος δεν πίστευε ότι τον καιρό που μεσουρανούσε ο Μέσι το Καμπ Νου δεν ήταν μεγαλύτερο σε διαστάσεις από όλα τα γήπεδα του κόσμου; Η έδρα όχι μόνο πρέπει να γκαζώνει το γηπεδούχο, αλλά πρέπει και να δημιουργεί δέος στον φιλοξενούμενο: να τον υποχρεώνει να σκέφτεται πως είναι απλά προσκεκλημένος σε ένα πάρτι στο οποίο οι διοργανωτές είναι αυτοί που διασκεδάζουν.

Απόδειξη διαστροφής

Ένα από τα λυπηρά πράγματα που καταφέραμε στην Ελλάδα τα είκοσι τελευταία χρόνια είναι ότι καταφέρουμε να συνδέσουμε την έδρα με την έννοια της ψυχολογικής τρομοκρατίας – κι αυτό είναι ευθύνη των οργανωμένων, αλλά και των διοικήσεων των ομάδων. Κάποια στιγμή η έδρα έγινε το κλουβί με τους τρελούς, όπου κανένας νόμος δεν είχε εφαρμογή, πέρα από αυτόν της ζούγκλας: όλοι οι «περήφανοι λαοί» πρωταγωνίστησαν σε διάφορες αθλιότητες, τις οποίες ο αθλητικός Τύπος περιέγραψε ως συγκλονιστικά κατορθώματα κτλ. Δεν είναι η τρομοκρατία του αντιπάλου ή του διαιτητή η απόδειξη της δύναμης της έδρας: όλα αυτά είναι απλά αποδείξεις μιας διαστροφής μας και τίποτα άλλο. Απόδειξη της δυναμικής της έδρας είναι αυτό που συμβαίνει φέτος στο ΣΕΦ: υπάρχει ένα κοινό κατά βάση πολιτισμένο (όχι τυχαία και εμβολιασμένο…) που πάει με τη βεβαιότητα ότι θα δει παίκτες που θα κάνουν το καλύτερο δυνατό για να το ανταμείψουν. Μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για ένα κόσμο που στήριξε το #Mexritelous, δηλαδή την οικειοθελέστατη απουσία του Ολυμπιακού από το πρωτάθλημα για δυο χρόνια. Ότι η ομάδα νοιώθει την υποχρέωση να ικανοποιήσει αυτό το κοινό, δίνοντας την έδρα της κάτι παραπάνω, είναι για τον Ολυμπιακό λόγος να χαίρεται κι όχι να προβληματίζεται. Αν ο Ολυμπιακός κρατήσει αυτή τη διάθεση και συνεχίσει να κάνει εντός έδρας αυτές τις εμφανίσεις θα φτάσει σε όλους τους στόχους του. Και κυρίως θα φτιάξει ένα κοινό που θα αντιμετωπίζει τον πηγεμό του στο γήπεδο ως ευκαιρία να χαρεί κάτι που στην Ελλάδα λείπει ολοένα και περισσότερο, δηλαδή ένα σπουδαίο αθλητικό θέαμα. Σαν αυτό που πρόσφερε χθες βράδυ ο Ολυμπιακός κόντρα στη Μακάμπι.

Ο καλύτερος φορτιστής

Δεν είναι στιγμή για απολογισμούς, ούτε για βεβαιότητες, ούτε για μπράβο: στην Ευρωλίγκα ολοκληρώθηκε μόλις το ένα τέταρτο της σεζόν, οι ομάδες θα βγάλουν σύντομα νέες αρετές και νέα προβλήματα – όλα όσα σήμερα λέγονται αύριο μπορεί να μην ισχύουν. Αλλά αυτό που φαίνεται σε αυτούς τους δυο μήνες είναι ότι ο Ολυμπιακός βρήκε φέτος ένα σπουδαίο κίνητρο που τα τελευταία χρόνια έλειπε: το κίνητρο να ευχαριστεί το κοινό που πηγαίνει στο γήπεδό του. Με χαρά διαπιστώνω πως δεν είναι το κοινό που γκαζώνει την ομάδα (το γήπεδο δεν γεμίζει και εξαιτίας των περιορισμών), αλλά είναι η ομάδα που σκίζεται και παίζει (κυριολεκτικά και μεταφορικά) στα κόκκινα για το κοινό της. Κι αυτό το κοινό δεν την αγαπάει απλά, αλλά τη λαχταράει. Αν σου ξαναπούν ότι ο Ολυμπιακός είναι ομάδα έδρας απάντησε σιγά μην κλάψω.  

Στον αθλητισμό υπάρχουν ομάδες έδρας. Αυτές είναι που στο τέλος τα καταφέρνουν γιατί στην έδρα τους κερδίζοντας κρύβουν ή λύνουν προβλήματα: η έδρα είναι ο φορτιστής τους. Χωρίς φόρτιση αδειάζεις. Κι όταν αδειάζεις δεν λειτουργεί τίποτα. Και σου φταίνε οι προπονητές, οι ξένοι, ο playmaker που λείπει, τα παιδιά που διοικούν, ο Αναστάσης που έχει δίκιο κτλ…