Το φινάλε της κανονικής διάρκειας του ματς Ιντερ – Μπαρτσελόνα είναι από μόνο του ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Οι δυο συνέχισαν από εκεί που σταμάτησαν στο Μονζουίκ: ίδια συνταγή, ίδια νοοτροπία, σχεδόν ίδιες ενδεκάδες, αλλά αυτή την φορά βρισκόμασταν στην Ιταλία.
Αντρες εναντίον παιδιών
Η Ιταλία είναι η χώρα στην οποία δεν υπήρξε σχεδόν ποτέ θαυμασμός για το ποδόσφαιρο του Πεπ Γκουαρντιόλα – μέχρι κι ένα βιβλίο έχει κυκλοφορήσει στο οποίο ο συγγραφέας Μικέλε Ντάλαϊ εξηγεί αναλυτικά γιατί αυτό το ποδόσφαιρο δεν έχει τίποτα το γοητευτικό. Είναι επίσης η χώρα που το «τίκι τάκα» ως ποδοσφαιρική έκφραση χρησιμοποιείται για ειρωνεία κι όχι για να θυμίσει τους καιρούς που οι Ισπανοί κέρδιζαν τα πάντα. Όταν ο Ραφίνια στο 87΄υπέγραψε την ανατροπή της Μπαρτσελόνα σουτάροντας πρώτα με το αριστερό και μετά με το δεξί για να σκοράρει και να μετατρέψει το 2-0 της πρόκρισης της Ιντερ στο 2-3 του αποκλεισμού της - το πράγμα έμοιαζε με ιταλική φάρσα: για 40 λεπτά στο δεύτερο ημίχρονο παρακολουθούσαμε μια ιταλική κατάρρευση – την απόλυτη αδυναμία μιας ιταλικής ομάδας που έπαιζε με τον παραδοσιακά ιταλικό τρόπο της να σταματήσει μια μπάντα χαρισματικών πιτσιρικάδων που δεν την άφηναν να περάσει την σέντρα. Δεν ήταν ήττα: ήταν η διακωμώδηση μιας ποδοσφαιρικής συνταγής μετά μάλιστα από ένα πρώτο ημίχρονο όπου η ιταλική φινέτσα και η ιταλική στρατηγική είχαν ως αποτέλεσμα μια σχεδόν ολοκληρωτική επικράτηση. Ο Γιαμάλ εμφανίστηκε κεφάτος κι έτοιμος να καταπλήξει, αλλά πάλι τρεις παίκτες τον κυνηγούσαν κάθε φορά που έπαιρνε την μπάλα: ο Μικιταριάν, ο ένας από αυτούς, πετούσε φωτιές στην Ντόρτμουντ όταν ο Γιαμάλ ήταν 6 χρονών και δεν είχε πάει ακόμα στην πρώτη δημοτικού.
Στην αναμέτρηση «άντρες εναντίον παιδιών» στο πρώτο ημίχρονο σχεδόν δεν υπήρχε ματς: ο Ντούμφρις έδωσε στον Λαουτάρο το 1-0 ενώ άμυνα της Μπαρτσελόνα δεν υπήρχε και καλά καλά πριν σταματήσει το Σαν Σίρο να πανηγυρίζει ο Λαουτάρο κέρδισε πέναλτι και ο Τσαλχάνογλου έκανε το 2-0. Πόσες πιθανότητες έχει μια ομάδα να το ανατρέψει όταν μάλιστα έχει ανατρέψει ένα σε βάρος της 2-0 και μια εβδομάδα πριν; Η λογική λέει καμία. Αλλά η Μπαρτσελόνα που μετατρέπει σε σούπερ σταρ πιτσιρικάδες που παίζουν με σιδεράκια στα δόντια είναι μια ομάδα πέρα από την λογική κι αυτό οι Ιταλοί το είδαν στο δεύτερο ημίχρονο. Με την άμυνα πάντα στην σέντρα, με τον Γιαμάλ να χρειάζεται και τέταρτο για να τον σταματήσει, με τους Πέδρι, Ολμο και Ντε Γιόνγκ να κερδίζουν όποια μπάλα έφτανε στα πέριξ της μεσαίας γραμμής, η Μπάρτσα με πάνω από 79% κατοχή μπάλας έδωσε μια παράσταση ποδοσφαίρου πρωτοβουλίας στα όρια του απίστευτου. Αν δεν υπήρχε στην εστία της Ιντερ ο Ζόμερ η ανατροπή θα είχε έρθει νωρίτερα από το 87΄: η Μπάρτσα στο 2-2 έφτασε στο 60΄ με δυο γκολ σε έξι λεπτά του Ερικ Γκαρθία και του Ντάνι Ολμο.
Η εργατική τάξη πάει στον παράδεισο
Η αδυναμία της Ιντερ να παίξει προκαλούσε τα χαμόγελα του κόουτς Φλικ όμως η Ιντερ είναι σοβαρή ομάδα για να την αντιμετωπίσεις χαμογελώντας. Και το ματς ήταν τόσο σπουδαίο που το φινάλε του θα έπρεπε να παραπέμπει σε κάτι αληθινά επικό. Ετσι κι έγινε. Μετά το γκολ του Ραφίνια είχαμε την ευκαιρία να δούμε φάσεις που θύμισαν τον χαμένο χαρακτήρα των μεγάλων σχολών, αυτών που η παγκοσμιοποίηση του ποδοσφαίρου έχει σκοτώσει και που χθες βράδυ προέκυψε από το πουθενά για να μας επιτρέψει να δούμε κάτι που δύσκολα θα ξεχάσουμε. Αυτό το υπέροχο άτι που λέγεται Γιαμάλ, είχε όχι μια αλλά δυο ευκαιρίες για να «σκοτώσει» την Ιντερ: το σουτ του στο 92΄με μια κίνηση Λίο Μέσι έπρεπε να είναι η σφραγίδα της καλλιτεχνικής σχολής της οποίας η Μπάρτσα είναι εκπρόσωπος αλλά κατέληξε στο δοκάρι, αφήνοντας τον φωτεινό πίνακα να γράφει 2-3. Και η χαμένη του ευκαιρία στο 96΄ μας θύμισε πως παραδοσιακά το ποδόσφαιρο είναι σκληρό με τους σολίστες. Στο ενδιάμεσο των δύο δημιουργιών του είχε έρθει η ισοφάριση από τον Φραντσέσκο Ατσέρμπι, Ιταλό αμυντικό 37 ετών, πιο άντρα από όλους τους άντρες της Ιντερ. Ο Σιμόνε Ιντζάγκι τον έφερε μαζί του από την Λάτσιο γιατί κάθε σωστή ιταλική ομάδα πρέπει να έχει εκπροσώπους της εργατικής τάξης έτοιμα να την πάνε στον παράδεισο. Αν ο Γιαμάλ προορίζεται για ρόλους πρωταγωνιστικούς, ο Ατσέρμπι που τέτοιους δεν έπαιξε ποτέ του, αποδείχτηκε για ένα βράδυ άξιος εκπρόσωπος του ποδοσφαίρου που πάντα σεβόταν τον τίμιο ιδρώτα παιδιών που πρώτα μάθαιναν να παλεύουν κι έπειτα όλα τα υπόλοιπα. Αν την Μπαρτσελόνα δεν της έβγαλε εισιτήριο για το Μόναχο ο πιο προικισμένος πιτσιρίκος της, την Ιντερ την έσωσε ο πιο μαχητής βετεράνος της κάνοντας κάτι που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί: σκοράροντας σαν φορ περιοχής στο 95΄ κι αφού προηγουμένως ο Τουράμ είχε διαλύσει τον Αραούχο και ο Ντούμφρις για μια ακόμα φορά είχε πάρει παραμάζωμα την αριστερή πλευρά της Μπαρτσελόνα που ικέτευε τον διαιτητή Μαρτσίνιακ να δει ένα επιθετικό φάουλ στον Ζεράρ Μαρτίν, το οποίο ποτέ δεν υπήρξε.
Κόντρα σε κάθε λογική
Το τρίτο 3-3 μεταξύ των δυο ομάδων στη σειρά (αδιανόητο και μόνο να το σκεφτείς, πόσο μάλλον να το περιμένεις) οδήγησε το τρομερό αυτό ματς στην παράταση. Ο Ιντζάγκι έβγαλε τους κατάκοπους Τσαλχάνογλου και Μικιταριάν ενώ είχε χάσει και τον Λαουτάρο, που αποχώρησε κουτσαίνοντας σαν ήρωας πολέμου αφήνοντας την θέση του στον Ταρεμί που μπήκε για να τρέξει με την μπάλα κόντρα στο αόρατο τοίχος που λέγεται άμυνα της Μπαρτσελόνα. Κανονικά έπρεπε να περιμένουμε τα πέναλτι, αλλά ένα τέτοιο ματς δεν θα μπορούσε ποτέ να κριθεί στην σκληρή διαδικασία της ρουλέτας που εξαφανίζει τις διαφορές: θα υπήρχε νικητής και ή θα ήταν ο Γιαμάλ ή η Ιντερ που έμεινε ζωντανή γιατί η μοίρα είχε σχέδια που πήγαιναν κόντρα στην απόλαυση του κόσμου. Από τον πάγκο της Ιντερ ήρθε ο Ντάβιντε Φρατέζι, Ρωμαίος, γυρολόγος στη σκληρή ιταλική επαρχεία (Σασουόλο, Εμπολι, Ασκολι, Μόντσα), ευτυχισμένος που έφτασε στην Ιντερ στα 25 του – όχι ως παιδί θαύμα, αλλά ως παλικάρι που πάλεψε για να κάνει ένα όνειρο πραγματικότητα. Ο Γιαμάλ έκανε δεκάδες ντρίπλες στο ματς αυτός μία. Αλλά όταν στο 99΄σώριασε τον νεαρό Κουμπαρσί τον έκανε κομπάρσο σε μια ιστορία που τελικά θα έγραφαν οι Ιταλοί: το πλασέ του έδωσε το προβάδισμα στην Ιντερ. Απέμεινε απλά να παραδοθεί ο Γιαμάλ: δεν το έκανε ποτέ. Αλλά στην παράταση ο Ζόμερ είχε απαντήσεις και το κατενάτσιο της Ιντερ άντεξε: ο Σιμόνε Ιντζάγκι με την συνταγή του Χερέρα έγινε ο πρώτος προπονητής που όπως ο μυθικός Χελένιο οδήγησε την μπενεαμάτα σε ένα δεύτερο τελικό του Τσάμπιονς λιγκ κόντρα στα προγνωστικά και ίσως και κόντρα στην λογική. Αλλά για να αποκλείσεις την Μπαρτσελόνα που είναι πέρα από την λογική κάπου εκεί πρέπει να φτάσεις κι εσύ.
Βλέπεις αυτό το δεύτερο στη σειρά υπερθέαμα και λες «ξαναπαίξτε». Λυπάσαι που η Μπάρτσα δεν θα είναι στον τελικό: η άμυνά της ίσως περισσότερο και από την επίθεσή της εγγυόταν ότι στον M;onaxo θα βλέπαμε κάτι ανάλογα καταπληκτικό - ίσως τον πρώτο τελικό της ιστορίας που θα έληγε 6-5. Αλλά το Τσάμπιονς λιγκ είναι ένα τρόπαιο που οι σπουδαίοι θέλουν να κερδίσουν – το ποιους και πόσο θα καταπλήξουν τους αφορά λιγότερο. Και η Ιντερ, που πριν τα ματς με την Μπάρτσα έχασε δυο τίτλους σε δέκα μέρες με ήττες στο πρωτάθλημα από την Ρόμα και την Μπολόνια και ένα αποκλεισμό σοκ από την Μίλαν στο κύπελλο, είναι μια σπουδαία ομάδα. Χωρίς χαρισματικά παιδιά. Αλλά με αληθινούς άντρες.