Ο σκληρός εμφύλιος της Αργεντινής

Ο σκληρός εμφύλιος της Αργεντινής


Σήμερα η Αργεντινή αντιμετωπίζει την Κροατία και αν δεν την κερδίσει οι πιθανότητες πρόκρισής της θα μειωθούν πάρα πολύ – έχουμε το πρώτο δραματικό ματς του παγκοσμίου κυπέλλου, καθώς κινδυνεύει μια από τις ομάδες που περιμέναμε να πρωταγωνιστήσει. Ας πούμε δυο πράγματα για το ποδόσφαιρο της Αργεντινής, χωρίς αναφορές στη δυσκολία που έχει ο Μέσι εξαιτίας της σύγκρισής του με το Μαραντόνα – για αυτό έχουμε μιλήσει όλοι αρκετά.   

Ένα παράξενο πρωτάθλημα

Όταν μιλάμε για το ποδόσφαιρο των Αργεντίνων έχουμε όλοι στον μυαλό μας μια χώρα με παραγωγή σπουδαίων παικτών – πολλοί στεκόμαστε και στην ατμόσφαιρα των γηπέδων. Στην Ελλάδα, τα γήπεδα της Αργεντινής, με τις σημαίες και τα πανό,  τα τραγούδια, τα χαρτάκια και τα καπνογόνα μας φαίνονται οικεία. Η αργεντίνικη hinchada (η κερκίδα δηλαδή) δεν έχει κασκόλ, αλλά έχει bombos (δηλαδή τύμπανα), που έχουν μαζί τους οι οργανωμένοι, που κάνουν πάντα μεγάλη φασαρία. Μόνο που δεν είναι εντελώς αθώοι και δεν μοιάζουν με τους αντίστοιχους των ευρωπαϊκών γηπέδων: στα «πέταλα» των γηπέδων της Αργεντινής κάνουν κουμάντο οι barras bravas, οι οποίοι είναι κατά βάση εγκληματικά στοιχεία, που ελέγχουν την εξέδρα και δε λείπουν από καμία ομάδα. Συχνότατα, οι barras bravas αντικαθιστούν την αστυνομία, συνδιαλέγονται με πολιτικούς που είχαν βλέψεις στην εξουσία, ή με τοπικούς άρχοντες και φυσικά παίζουν ρόλο και στην διοίκηση των ομάδων. Ορίζουν ακόμα και τις τιμές των εισιτηρίων: αν κάποιος θέλει να πάει στο γήπεδο και να τους αποφύγει πρέπει να ζητήσει εισιτήρια για την platea, δηλαδή για τα κεντρικά σημεία του γηπέδου τα οποία κοστίζουν από 20 έως 50 πεσος (7-16 ευρω) και όχι για το popular, δηλαδή για τα «πέταλα», που είναι αρκετά φθηνότερα – στο Μπομπονιέρα βρίσκεις και με 10 πέσος (δηλαδή με 3,5 ευρω περίπου). Παρόλο που κατά καιρούς εισπράτουν εκατομμύρια ευρώ για ποδοσφαιριστές, οι πιο πολλές ομάδες της Αργεντινής είναι χρεοκοπημένες, τα συμβούλια αλλάζουν όποτε η εξέδρα το απαιτεί και η οργάνωση τους είναι ελάχιστη. Οι Αργεντινοί βγάζουν ποδοσφαιριστές από κεκτημένη ταχύτητα και όχι τυχαία οι καλύτεροι έρχονται στην Ευρώπη πλέον πριν καλά καλά γίνουν είκοσι χρονών. Μετράει φυσικά το ότι ο κόσμος λατρεύει το ποδόσφαιρο, το οποίο οι οικονομικές κρίσης της χώρας έχουν πάντως σακατέψει.

Φτωχές μουντιαλικές παρουσίες

Παρότι τα πρώτα σωματεία στην Αργεντινή δημιουργήθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα, και είχαν μάλιστα και ονόματα που έδειχναν  βρετανικές επιρροές, το πρωτάθλημά τους οργανώθηκε σοβαρά μετά το 1930. Οι Αργεντινοί καμαρώνουν, γιατί η Εθνική τους ομάδα έδωσε τον πρώτο αγώνα της το 1901 και γιατί το 1930 είχαν μια Εθνική σπουδαία (που έπαιξε στον πρώτο τελικό του μουντιάλ κι έχασε από την γηπεδούχο Ουρουγουάη με 4-2) χωρίς να έχουν ενιαίο και οργανωμένο πρωτάθλημα! Βέβαια η οργάνωση του πρωταθλήματος δεν βοήθησε και πολύ την Εθνική τους: χρειάστηκε να περάσουν 48 ολόκληρα χρόνια για να ξαναπαίξουν ένα τελικό στην κορυφαία ποδοσφαιρικής διοργάνωσης και να τον κερδίσουν κιόλας στο Μπουένος Αίρες. Στο μεσοδιάστημα ωστόσο μετρούσαν μόνο αποτυχίες.  Στα τρία από τα τέσσερα μουντιάλ που ακολούθησαν εκείνο της Ουρουγουάης (1938, 50, 54), η Αργεντινή δεν πήρε μέρος είτε γιατί δεν κατάφερε να προκριθεί, είτε γιατί τα έξοδα για να εμφανιστεί η ομάδα στα τελικά ήταν μεγάλα, είτε γιατί πλήρωσε μια παράξενη εθνική αλαζονεία: το 1950, ο Χουάν Περόν δεν άφησε την ομάδα να πάρει μέρος στη διοργάνωση υποστηρίζοντας ότι ήταν πολύ ανώτερη για να καταδεχτεί να αγωνιστεί ενάντια στους υπόλοιπους! Κι όταν πάντως έδινε το παρών η Αργεντινή δεν έσκιζε: Το 1934 στην Ιταλία αγωνίστηκε μόλις σε έναν αγώνα και αποκλείστηκε, καθώς στο συγκεκριμένο μουντιάλ όλα τα παιχνίδια ήταν νοκ-άουτ. Το 1958 πήγε στη Σουηδία, ως κάτοχος του Κόπα Αμέρικα που το 1957 είχε κατακτήσει μόνο με νίκες: πάλι δεν έκανε τίποτα. Το 1966 έκανε για πρώτη φορά αισθητή την παρουσία της, αφού  αποκλείστηκε στα προημιτελικά από τους διοργανωτές Αγγλους, έχοντας μεγάλα παράπονα για τη διαιτησία. Η άρνηση του αρχηγού της Αντόνιο Ρατίν να  φύγει από τον αγωνιστικό χώρο του Γουέμπλεϊ όταν αποβλήθηκε και ο χαρακτηρισμός «ζώα» που χάρισαν στους Αργεντίνους οι βρετανικές εφημερίδες, βοήθησαν ώστε να γεννηθεί μια μεγάλη ποδοσφαιρική βεντέτα, αλλά διάκριση των Αργεντίνων δεν υπήρξε. Το 1970 ακολούθησε ένα νέος αποκλεισμός και το 1974 η Αργεντινή ήταν κομπάρσος σε ένα σόου των Ολλανδών και για αυτό και μόνο την θυμόμαστε.

Όλα άλλαξαν μετά το 1978

Τα πράγματα άλλαξαν θεαματικά από το 1978 και μετά. Το ’78 κατέκτησαν το μουντιάλ στην έδρα τους κι ο άνθρωπος που πιστώθηκε την αλλαγή του ποδοσφαίρου τους ήταν ο Λουίς Σεζάρ Μενότι. Μπορεί στον υπόλοιπο κόσμο όλοι να συζητούσαν για την επιρροή του δικτάτορα Βιντέλα στην έκβαση των αγώνων, τονίζοντας ότι υπήρξαν ύποπτα παιχνίδια (όπως και αρκετή δόση τύχης), όμως οι Αργεντίνοι ακόμα και σήμερα πιστεύουν πως είχε γίνει μια εξαιρετικά οργανωμένη δουλειά από όλους. Εκείνος ο τίτλος, σε συνδυασμό με την εμφάνιση του Μαραντόνα έδιωξε τα εθνικά τους κόμπλεξ: ξανάγιναν πρωταθλητές το 1986 κι έπαιξαν στον τελικό του μουντιάλ το 1990: αυτές οι δυο επιτυχίες ήρθαν με την καθοδήγηση του Κάρλος Μπιλάρδο, αλλά δεν συνεχίστηκαν. Το 1994 η Αργεντινή αποκλείστηκε στον πρώτο γύρο, το 1998 έπεσε πάνω στους Ολλανδούς κι αποκλείστηκε στα προημιτελικά, το 2002 πάλι έφυγε μετά τον πρώτο γύρο. Επειδή είναι χώρα βαθιά συναισθηματική από τότε άρχισε να τρώγεται με τα σωθικά της: στην Αργεντινή είκοσι και πλέον χρόνια τώρα συζητάνε, αν η Εθνική πρέπει να βασίζεται στη λογική του Μενότι ή στον τρόπο του Μπιλάρδο! Όλα αυτά, πολύ πριν εμφανιστεί ο Μέσι και αρχίσουν να τον συγκρίνουν με τον Μαραντόνα.  

Menotistas και οι Billardistas

Στην Αργεντινή υπάρχει ένας κάθετος διχασμός που αφορά την αγωνιστική συμπεριφορά και την νοοτροπία με την οποία πρέπει να αγωνίζεται η ομάδα. Υπάρχουν οι «Menotistas», οι οπαδοί του Μενότι, και οι «Billardistas», οι πιστοί του Μπιλάρδο. Οι πρώτοι είναι λάτρεις του ποδοσφαίρου πρωτοβουλίας και υπενθυμίζουν διαρκώς ότι ο δάσκαλος Μενότι, που ανέστησε το ποδόσφαιρό της Αργεντινής, έλεγε ότι «αν παίξεις καλή μπάλα, τότε θα κερδίσεις, ενώ ποτέ δεν είσαι σίγουρος ότι θα κερδίσεις παίζοντας άσχημα». Οι άλλοι, τονίζουν ότι ο Μπιλάρδο υποστήριζε πως μόνο η νίκη μετράει και τα υπόλοιπα είναι κουραφέξαλα! Ολη αυτή η φασαρία επηρεάζει και την ομοσπονδία στις επιλογές των προπονητών: όταν κυριαρχούν οι νοσταλγοί του Μενότι αναλαμβάνουν την ομάδα προπονητές όπως ο Μπιέλσα, ο Πασαρέλα, ο Μαρτίνο και τώρα ο Σαμπάολι, που υπόσχονται ωραίο ποδόσφαιρο, νέα συστήματα κι αξιοποίηση των επιθετικών. Όταν επιβάλουν τη θέση τους όσοι αναγνωρίζουν μόνο τον Μπιλάρδο, γίνονται ομοσπονδιακοί κάποιοι τύποι που υπόσχονται μόνο νίκες, όπως ο Μαραντόνα και ο Σαμπέλα.

Ολο αυτό ακούγεται απλοϊκό, αλλά μιλάμε για ένα ποδόσφαιρο, που δεν έχει καμία σχέση με όσα γνωρίζουμε στην Ευρώπη: εκεί σημασία έχει η λαϊκή εντολή, η θέληση του κόσμου και η γκρίνια του. Μετρά στη διαχείριση της Εθνικής η κοινή γνώμη – έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται από εφημερίδες, παλαίμαχους ποδοσφαιριστές, τηλεοράσεις και ραδιόφωνα: τα ΜΜΕ είναι πανίσχυρα. Η δε κριτική έχει βγάλει συμπεράσματα, πριν τα ματς αρχίσουν: τον μενοτιάνο Σαμπάολι θα τον στήσει στον τοίχο ο Ντιέγκο, το παιδί του Μπιλάρδο – οι διαφορές τους είναι βαθιές.

Αλίμονο του

Ο Σαμπάολι στην πρεμιέρα παρουσίασε μια ομάδα γεμάτη επιθετικούς λειτουργώντας ιδεολογικά: έπαιξε κόντρα στους Ισλανδούς με μισό κόφτη (τον γερόλυκο Μασεράνο) και με δεξί μπακ τον εξτρέμ Σάλβιο. Οταν δούλευε στη Χιλή δεν τα έκανε αυτά, αλλά εκεί δεν είχε κανένα στο κεφάλι του. Αν κόντρα στους Κροάτες κάνει τα ίδια, αλίμονο του…