Καλάβρυτα 1943, φασαρία χωρίς συγκίνηση

Καλάβρυτα 1943, φασαρία χωρίς συγκίνηση


Θα έβλεπα την ταινία του Νικόλα Δημητρόπουλου «Καλάβρυτα 1943» ακόμα κι αν δεν υπήρχε ο θόρυβος που τη συνοδεύει, μετά τις καταγγελίες των κατοίκων της περιοχής για ενοχλητικές παρεκκλίσεις. Αυτό που έκαναν οι Ναζί στα Καλάβρυτα είναι ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ως ιστορία θα έχει πάντα ενδιαφέρον. Το ίδιο το πραγματικό γεγονός εμπεριέχει ό,τι χρειάζεται για να γίνει μια ενδιαφέρουσα ταινία: έχει χαρακτήρες, έχει πλοκή, έχει δράμα και μπορεί να προκαλέσει προβληματισμό. Και είναι φυσικά και μια συγκινητική ιστορία – συγκινητική, όχι γιατί μπορεί να προκαλέσει δάκρυα, αλλά γιατί μπορεί να δέσει κόμπο την καρδιά σου.

Φυσικά το τεράστιο εύρος της δίνει τη δυνατότητα στον σεναριογράφο και τον σκηνοθέτη της να διαλέξει οποιαδήποτε γωνιά της για να την αφηγηθεί: μπορεί και να προσθέσει σκηνές και ήρωες ή να αφαιρέσει και αρκετά. Η αντίδραση των κατοίκων για την περίφημη σκηνή που ισχυρίζονται ότι δεν είναι πραγματική, δηλαδή τη σωτηρία των γυναικόπαιδων από ένα καλό Αυστριακό στρατιώτη, είναι κομμάτι υπερβολική: είναι δικαίωμα του δημιουργού να χρησιμοποιεί ένα ιστορικό γεγονός για να αντλήσει έμπνευση και στο αποτέλεσμα της έμπνευσής του δεν μπορεί να υπάρχει λογοκρισία, αλλά ούτε και απαίτηση πιστοποίησης.

Πολλές ταινίες, βασισμένες σε αληθινές ιστορίες, δεν έχουν αφηγηθεί τα γεγονότα ακριβώς όπως έγιναν: στην περίφημη «Λίστα του Σίντλερ» π.χ λέγεται πως υπάρχει μια τεράστια ιστορική ανορθογραφία καθώς ο Στίβεν Σπίλμπεργκ αποκρύπτει πως αυτός που παρακινεί το Σίντλερ είναι η σαφώς περισσότερο ευαίσθητη γυναίκα του. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία: η ταινία είναι εξαιρετική όπως είναι.

Ο Δημητρόπουλος θα μπορούσε κι αυτός να κάνει μια εξαιρετική ταινία, βασισμένη σε ένα αληθινό γεγονός, ακόμα και παρεκκλίνοντας κομμάτι από τα πραγματικά περιστατικά: δεν θα ήταν ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος. Θα έκανε μια καλή ταινία, απλά αν κατόρθωνε να μας πάει, με κάποιο τρόπο, στα Καλάβρυτα το 1943: σε αυτή την περίπτωση κάθε αφηγηματική αυθαιρεσία θα ήταν ίσως και χρήσιμη. Αλλά δυστυχώς (για την ιστορία και τη δύναμή της) δεν μας πάει πουθενά. Και για αυτό φταίει κυρίως αυτό που λείπει από τις ελληνικές ταινίες. Δηλαδή το σενάριο.

https://i1.wp.com/www.nostimonimar.gr/wp-content/uploads/2015/12/5_%CE%91%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%BC%CE%B1_%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CF%82.jpg?resize=702%2C468&ssl=1

Το πριν και το μετά

Υπάρχουν δυο τρόποι για να αφηγηθείς μια τέτοιου είδους φρικτή ιστορία. Ο πρώτος είναι η κορύφωση του δράματος (στην προκειμένη περίπτωση η εκτέλεση και το κάψιμο των Καλαβρύτων και των γύρω χωριών) να ολοκληρώνει κατά κάποιο τρόπο την ταινία. Σε μια ταινία αληθινών περιστατικών (πόσο μάλλον ενός πολεμικού εγκλήματος) δεν υπάρχουν δεδομένα που μπορεί να ανατραπούν, ούτε εκπλήξεις: ο θεατής ξέρει τι θα δει. Αυτό που χρειάζεται είναι να βρεις ένα τρόπο να κλιμακώσεις την ένταση της αφήγησης. Πρέπει να μπορείς να δείξεις τον φόβο και τον τρόμο απέναντι στον κατακτητή, τη θηριωδία των Ναζί, την αδυναμία των αθώων ανθρώπων να γλυτώσουν. Βασικό σου μέλημα πρέπει να είναι το πώς οι πάνω από 700 άνθρωποι που εκτελέστηκαν οδηγήθηκαν σε αυτό το τέλος σαν μικροί Χριστοί – το χει επιχειρήσει με μεγαλύτερη επιτυχία από τον Δημητρόπουλο ο Αδωνης Κύρου το μακρινό 1965 στο «Μπλόκο», έχοντας βέβαια ως μεγάλο σύμμαχο τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Στην εξιστόρηση του εγκλήματος στα Καλάβρυτα η κλιμάκωση θα μπορούσε να γίνει πιο εύκολα από όσο έγινε στο «Μπλόκο», διότι η κατάληψη του χωριού, η επίταξη των σπιτιών από τους Ναζιστές και η αντιστασιακή δράση στα πέριξ του χωριού βουνά, δίνουν και δυνατότητες για να χτιστούν σκηνές αγωνίας και δράσης.

Ο δεύτερος τρόπος, ο ακόμα πιο δύσκολος, είναι η εξιστόρηση να αρχίζει με την φρίκη της εκτέλεσης και στη συνέχεια να μαθαίνεις ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι που εκεί εκτελέστηκαν, τι πλήρωσαν και τι άφησε το φρικτό αυτό γεγονός στις καρδιές των δικών τους που γλύτωσαν.  

Με γνωστό το έγκλημα στην πρώτη περίπτωση ενδιαφέρει το «πριν» και στη δεύτερη το «μετά». Σε κάθε περίπτωση η αναπαράσταση της εποχής και της φρίκης της πρέπει να γίνει με αφηγηματικές λεπτομέρειες που να «γράψουν» στην καρδιά του θεατή. Αυτό φυσικά απαιτεί να υπάρχει πίσω από την κάμερα ένας μεγάλος αφηγητής: το πρώτο θα μπορούσε να το κάνει ο Σπίλμπεργκ, ή ο Βάιντα (το κανε στο «Κανάλ»), το δεύτερο ο Στάνλεϊ Κρέιμερ – όπως το κανε στη Δίκη της Νυρεμβέργης. Οσο πιο μεγάλη είναι μια ιστορία τόσο πιο ικανός πρέπει να είναι ο αφηγητής της. Και να έχει και σενάριο.  

Πνιγμένη στα κλισέ

Στην ταινία του Δημητρόπουλου λείπει η στόχευση. Για να γεμίσει η ώρα, στήνεται παράλληλα με την αφήγηση του ναζιστικού εγκλήματος μια ιστορία σημερινή που διαδραματίζεται μεταξύ Ελλάδας και Βερολίνου: το όλο είναι σαν κάποιος που διηγείται μια ιστορία φρίκης να σταματά κάθε τόσο και να σου λέει για κάτι περίπου άσχετο που άκουσε στις ειδήσεις. Δεν είναι μόνο η δραματική ανισορροπία των δυο ιστοριών το πρόβλημα: το πρόβλημα είναι ότι και οι δυο βασίζονται σε μια ακατάπαυστη χρήση από κλισέ που μαρτυρούν απλά αφηγηματικό πανικό. Βλέπεις ό,τι έχεις δει. Ένα καλό παιδάκι που τρέχει στο χωριό. Ένα δέντρο που καίγεται. Μια μάνα που θυμίζει τη Τζένη Καρέζη στο «Νησί των γενναίων». Ο Γερμανός διοικητής, που ενώ παριστάνει τον άνθρωπο, είναι ένα τέρας. Η ανάλγητη Γερμανίδα δικηγόρος, που όμως είναι κατά βάθος καλή. Ο τελευταίος επιζών που είναι λιγομίλητος. Και άρρωστος. Αλλά και διανοούμενος.

https://like.philenews.com/wp-content/uploads/2021/11/kalavryta.jpg

Τα κλισέ παράγουν νέα κλισέ. Ο κακός Γερμανός Υπουργός που δεν θέλει να πληρώσει τις κατοχικές αποζημίωσες. Ο καλός Αυστριακός και η ακόμα καλύτερη χήρα του. Οσο για τις λεπτομέρειες που θα έκαναν την ταινία ξεχωριστή καλύτερα να τις ξεχάσουμε. Οι Γερμανοί μιλάνε αγγλικά ακόμα και μεταξύ τους (και το 1943, αλλά και στον παρόντα χρόνο – μάλλον από βίτσιο), αλλά ξαφνικά δυο μιλούν γερμανικά γιατί έτσι. Οι διάλογοι μοιάζουν κλεμμένοι από ελληνικό σήριαλ. Οι Ναζί, αφού βάλλουν φωτιά στο χωριό, ξαφνικά εξαφανίζονται σαν να έφυγαν με το Εντερπράιζ – μαζί και ο καλός που διακτινίζεται. Οι γυναίκες κυκλοφορούν στα Καλάβρυτα σαν από αυτά να έχει περάσει η Ντενίριζ με το Δράκο και να βλέπουμε σκηνή από το Game Of Thrones. Και είναι κομμάτι δύσκολο να προκύψει λίγη αληθινή συγκίνηση μόνο και μόνο γιατί η Δανάη Σκιάδη, που παίζει την Καρέζη, ψιθυρίζει «Ανέστη Ανέστη» ενώ περπατά ανάμεσα σε πτώματα.

Ολο αυτό κορυφώνεται (;) με μια σκηνή που αυτή θα πρεπε να βγάλει από τα ρούχα της τους επιγόνους του εγκλήματος. Μετά από την ανακάλυψη των πραγματικών περιστατικών η Γερμανίδα δικηγόρος ψάχνει και βρίσκει τη χήρα του καλού Αυστριακού: δεν την νοιάζει να μάθει τι απέγιναν και πως την γλύτωσαν τα καθάρματα που οργάνωσαν το έγκλημα, αλλά την ενδιαφέρει αυτός που αποδείχτηκε (;) ότι διαθέτει μια σταλιά ανθρωπιά. Μόνο εμένα μου μοιάζει κομμάτι φτηνό;  

Δείτε το ντοκιμαντέρ

Η ταινία δεν αποκλείεται να κόψει αρκετά εισιτήρια. Τεχνικά δεν είναι κακή. Δεν έχει διχαστικές σκηνές με πρωταγωνιστές καλούς και κακούς Αριστερούς και Δεξιούς. Εχει μια καρτποσταλική φωτογραφία κι έχει και τον Μαξ Φον Σίντοφ στον τελευταίο του ρόλο. Εχει ένα διδακτισμό που έχουμε συνηθίσει σε αυτές τις ταινίες – ας είναι καλά ο Παντελής Βούλγαρης που τον έχει κάνει μανιέρα. Τα «Καλάβρυτα 1943» είναι μια μεγάλη σαλάτα, αλλά οι σαλάτες αρέσουν – στον ελληνικό κινηματογράφο πολλές τέτοιες έχουν κάνει σουξέ. Ωστόσο σε όποιον θέλει να δει μια πραγματική ταινία για τα Καλάβρυτα προτείνω το ντοκιμαντέρ του Κώστα Γιαννακάκη «Καλάβρυτα – Άνθρωποι και Σκιές». Που μιλάει για το φασισμό και την θηριωδία του, για την φρίκη της λέξης «αντίποινα», για τη μνήμη που πονάει. Αγιάτρευτα.