Γεννημένοι στις 11 Ιουλίου....

Γεννημένοι στις 11 Ιουλίου....


Δεν πίστευα ποτέ ότι οι Ιταλοί που είδαμε στο Euro2020 θα γίνουν πρωταθλητές Ευρώπης. Καλά καλά, ούτε ακόμα το πιστεύω: δυσκολεύομαι να καταλάβω το πώς τα κατάφεραν. Το 2006, όταν είχαν κερδίσει στη Γερμανία το μουντιάλ, είχα γράψει ένα κομμάτι που είχε τίτλο «ο θρίαμβος του ακατανόητου». Τότε προσπαθούσα να εξηγήσω πως ο Τζαμπρότα, ο Γκρόσο, ο Τόνι, ο Τζιλαρντίνο είχαν πετύχει αυτό που δεν είχαν καταφέρει στον καιρό τους ο Μπαρέζι, ο Μπαλτίνι, ο Μπάτζιο, ο Βιάλι, ο Ντοναντόνι. Εγραφα μέσες άκρες ότι ίσως η μόνη εξήγηση έχει να κάνει με την ίδια τη δύναμη του ποδοσφαίρου τους – με εκείνη την παλιά ωραία φράση που άλλοι αποδίδουν στον Τσέζαρε Μαλτίνι κι άλλοι στον Χελένιο Χερέρα: «οι Αγγλοι ανακάλυψαν το ποδόσφαιρο και τους κανόνες του, αλλά όλα τα υπόλοιπα στο ποδόσφαιρο τα έφεραν οι Ιταλοί». Στα όλα τα υπόλοιπα συγκαταλέγονται η στρατηγική και η τακτική, η αγάπη για τις ιστορίες που πάντα λειτουργούν ως παραδείγματα, η λατρεία για τους παίκτες δημιουργούς και τους μεγάλους τερματοφύλακες, η σιγουριά ότι η ανθεκτικότητα είναι συχνά σημαντικότερη της ποιότητας. Και κυρίως η δύναμη της πίστης ό,τι όλα είναι πιθανά: ακόμα και να καταφέρουν ο  Ντι Λορέντσο, ο Μπαρέλα, ο Ιμόμπιλε, ο Μπονούτσι κιι ο Κελίνι να κερδίσουν το Euro που δεν σήκωσαν ενώ έφτασαν σε ένα τελικό ο Πίρλο, ο Καναβάρο, ο Νέστα, ο Τότι, ο Μπουφόν, ο Ντελ Πιέρο.  

Η ιστορία μιας ρεβάνς

Εγραφα στην εφημερίδα πριν το ματς ότι για να καταλάβει κανείς πως αντιμετώπισαν οι Ιταλοί το Euro2020 πρέπει να σκεφτεί την ιστορία του τουρνουά ως ευκαιρία μιας ομάδας για μια ρεβάνς – πρώτα από τον κακό εαυτό της. Ο προπονητής της ομάδας αυτής, ο Ρομπέρτο Μαντσίνι, με τη βοήθεια ενός εξαιρετικού επιτελείου συνεργατών που αποτελείται από πρώην συμπαίκτες του, κατάφερε να εμφυσήσει σε αυτούς που το 2018 ήταν οι ντροπές της χώρας ένα σπάνιο (ακόμα και για τους Ιταλούς…) πατριωτικό πάθος.

https://kingsport.gr/wp-content/uploads/2021/06/roberto-mancini-italy-national-team-coach.jpg

Ο Μαντσίνι είναι μια κορυφαία ιταλική ιστορία. Ως παίκτης δεν αγάπησε ποτέ την Εθνική, ως προπονητής, χάρη σε αυτή πέρασε στο πάνθεο των πολύ μεγάλων. Ακόμα και το χθεσινό του κοουτσάρισμα στα μικρά πράγματα είναι σπουδαίο. Στο 25΄φωνάζει τον Κιέζα και του βάζει τις φωνές γιατί χάνει συνεχώς τον Σο: ο παίκτης της Γιούβε δεν το ξανακάνει ποτέ. Ο κόουτς κρατά στο ματς τον πληγωμένο Ζορζίνιο, αλλά στο β ημίχρονο φέρνει πίσω του τον Βεράτι, ώστε να του μειώσει τις κούρσες και τις επαφές με τη μπάλα – τον χρησιμοποιεί σαν τοτέμ: απλά για να έχουν οι Αγγλοι το φόβο του. Όταν βλέπει ότι οι Αγγλοι «σπρώχνουν» συνεχώς την ομάδα του προς την άκρη του γηπέδου δίνοντας χώρους στον ακίνδυνο Εμερσον, παίζει χωρίς φορ και γεμίζει το χώρο μπροστά από την περιοχή των στόπερ. Θυμάται το ποδόσφαιρο που χει παίξει η Νάπολι του Σάρι, αλλάζει τους μέσους για να συνεχιστεί η κατοχή, στριμώχνει τους Αγγλους, που από τη στιγμή που κουράστηκε ο Ράις δεν μπορούν να πρεσάρουν. Το ιταλικό φλιπεράκι βοηθά την Ιταλία να κερδίσει μέτρα: μετά το 1-1 ο χρόνος δουλεύει υπέρ των Ιταλών. Που χάνουν τον Κιέζα εξαιτίας ενός ακόμα τραυματισμού, αλλά έχουν τον Ντοναρούμα και ξέρουν πόσο καθοριστικός μπορεί να γίνει. Ομως αυτό είναι απλά η τακτική συμπεριφορά μιας ομάδας σε ένα τελικό εκτός έδρας. Η ομάδα, που είναι το σημαντικότερο, έχει άλλη ιστορία.   

Τρεις όλοι κι όλοι  

Με λίγες μικρές εξαιρέσεις η Ιταλία είναι μία ομάδα που αποτελείται από παίκτες που έχουν γνωρίσει περισσότερες αποτυχίες από επιτυχίες. Ο Λοκατέλι είναι διωγμένος από την Μίλαν, παρόλο που έκανε ντεμπούτο με γκολ σε ένα ντέρμπι με την Ίντερ. Ο Σπινατσόλα, ο ήρωας του γκρουπ που τραυματίστηκε σοβαρά στο ματς με το Βέλγιο, έχει περάσει από την Γιουβέντους δυο φορές χωρίς να πείσει για την αξία του. Ο Μπεράρντι πιθανότατα θα έχει εγκαταλείψει το ποδόσφαιρο αν ένας σκάουτερ της Σασουόλο δεν τον έβλεπε να κάνει εντυπωσιακά πράγματα σε ένα γήπεδο 5Χ5. Ο Ντι Λορέντσο, πριν από τρία χρόνια αγωνιζόταν στην Γ’ εθνική της Ιταλίας - και ήταν 24 ετών όχι 19. Ο Φεντερίκο Κιέζα έλεγαν ότι πήρε ευκαιρίες στην Φιορεντίνα μόνο γιατί ήταν ο γιος ενός διάσημου μπαμπά, του Ενρίκο. Ο Πεσινά είχε σχεδόν σταματήσει το ποδόσφαιρο και γράφτηκε στο οικονομικό τμήμα του Πανεπιστημίου του Μιλάνο για να γίνει οικονομολόγος: στην Αταλάντα υπέγραψε με τον όρο ότι θα του δίνουν άδειες για να παρακολουθεί τα μαθήματα της σχολής. Ο Ατσέρμπι, που αντικατέστησε τον αρχηγό Κελίνι, όταν αυτός τραυματίστηκε, μόλις το 2012 έδωσε και κέρδισε μια δύσκολη μάχη με τον καρκίνο: η τεράστια θέληση του είναι που του επιτρέπει να παίζει ακόμα ποδόσφαιρο στη Λάτσιο. Ο συμπαίκτης του Τσίρο Ιμόμπιλε μπορεί να σκοράρει κατά ρυππάς στο καμπιονάτο, αλλά δεν στέριωσε ούτε στην Γιουβέντους, ούτε στην Μπορούσια Ντόρντμουντ, ούτε στη Σεβίλλη. Το 2018, όταν οι Ιταλοί αποκλείστηκαν από το Μουντιάλ, στον Κελίνι και στο Μπονούτσι είχε καταλογιστεί σημαντικό μερίδιο ευθύνης.

https://www.tanea.gr/wp-content/uploads/2021/07/%CF%80%CE%B5%CE%BD.jpg

Παίκτες που πριν το Euro ξεχώριζαν αυτή η Ιταλία είχε όλους κι όλους τρεις: τον τερματοφύλακα Τζίτζι Ντοναρούμα, που 16 χρονών έγινε βασικός στην Μίλαν και για τον οποίο η Παρί προσφέρει γη και ουρανό, τον πρωταθλητή Ευρώπης με την Τσέλσι Ζορζίνιο, που δικαίως φοράει τα παπούτσια του Αντρέα Πίρλο και τον ασταμάτητο Βεράτι, ένα γίγαντα ύψος 1.70 μ που στην εθνική Ιταλίας κλήθηκε 18 χρόνων, πριν καν αγωνιστεί στη Σέριε Α! Σήμερα η ομάδα του Μαντσίνι έχει μόνο πρωταθλητές Ευρώπης.

Εργο Ρομπέρτο Μαντσίνι

Ο Μαντσίνι έφτιαξε μια ομάδα που κατάφερε στη διάρκεια του τουρνουά να μας δείξει τρία διαφορετικά πράγματα. Πρώτον ότι μπορεί, όχι απλά να κερδίσει αλλά να στραπατσάρει οποιαδήποτε ομάδα τη φοβηθεί: οι Ιταλοί πέρασαν από τον όμιλο με τρεις νίκες κερδίζοντας για πρώτη φορά στην ιστορία τους σε τελικά Euro δύο ομάδες με 3-0, την μπερδεμένη Τουρκία και την επικίνδυνη όπως οι Γάλλοι κατάλαβαν καλά Ελβετία. Στη συνέχεια η Σκουάντρα Aτζούρα μας έδειξε ότι μπορεί να αποκλείσει μπλαζέ φαβορί όπως το Βέλγιο, αν κάνουν το λάθος να της αφήσουν την μπάλα για να επιτεθεί. Και τέλος, στον ημιτελικό κόντρα στην Ισπανία, τα παιδιά του Μαντσίνι μας έδειξαν ότι δεν έχουν ξεχάσει και τις παραδόσεις του ιταλικού ποδόσφαιρου δείχνοντας όλη τους την παραδοσιακή αντοχή και ανθεκτικότητα. Απέκλεισαν την ομάδα του Λουίς Ενρίκε στα πέναλτι χωρίς να είναι καλύτεροι - αλλά μήπως έτσι δεν συνέβαινε με τους Ιταλούς πάντα;

https://cdn.cnn.com/cnnnext/dam/assets/210706230002-italy-celebrate-exlarge-169.jpg

Η διαφορά από τους υπόλοιπους

Η διαφορά των Ιταλών από όλους τους υπόλοιπους Ευρωπαίους μεγάλους είναι ότι μπορεί να φτάνουν σε τεράστιες επιτυχίες με απλά καλές ομάδες: χωρίς αστέρια που έχουν συλλογές από Τσάμπιονς λιγκ σπίτι τους. Οι Ισπανοί, όταν τα πήραν όλα, είχαν μια μεικτή παικτών της Ρεάλ και της Μπαρτσελόνα – έλειπαν μόνο ο Ρονάλντο και ο Μέσι. Οι Γερμανοί, όσες φορές κέρδισαν βασίζονταν σε ένα καταπληκτικό «κορμό»  της Μπάγερν ή σε υπερπαίκτες τύπου Ματέους, Μπρέμε, Κλίνσμαν, Ρουμενίγκε, Χάνσι Μίλερ που ήθελε όλη η Ευρώπη – δεν νομίζω κανείς να ζητήσει αύριο τον Μπεράρντι, τον Ντι Λορέντσο, τον Ιμόμπιλε και τον Μπελότι. Οι Γάλλοι είχαν Πλατινί ή Ζιντάν, αλλά και Τρεζόρ, Ζιρές, Μπλανκ, Τζοργαέφ, Εμ Παπέ, Καντέ, Γκριεζμάν. Οι Ολλανδοί είχαν εξωπραγματικούς μαέστρους όταν πρωταγωνιστούσαν. Οι Αγγλοι, δεν μπορούν να κερδίσουν τίποτα με απίστευτους παίκτες που καθηλώνουν στην Πρέμιερ και στο Τσάμπιονς λιγκ. Οι Ιταλοί δεν χρειάζονται αστέρια: τους αρκεί να είναι σοβαροί, προσγειωμένοι, μαχητές, να έχουν κάποιον που να σέβονται στον πάγκο και να νιώθουν το κίνητρο να κλείσουν στόματα. Ευτυχώς για τους άλλους που όλα αυτά μαζί τους συμβαίνουν σπάνια: στην ιστορία τους κερδίζουν τη Βραζιλία του Φαλκάο και χάνουν από την Κύπρο, αποκλείουν τους Γερμανούς και χάνουν τη μπάλα στον τελικό από τους Ισπανούς, φτάνουν ένα βήμα από τον τελικό του μουντιάλ και στο επόμενο Euro δεν προκρίνονται, κερδίζουν το μουντιάλ το 2006 και στο επόμενο δεν περνάνε τον πρώτο γύρο. Και φέτος από την Αυστρία κινδύνεψαν πιο πολύ από τους Αγγλους.

Μια μαγική μέρα

Η 11η Ιουλίου είναι πλέον μια μαγική μέρα στην Ιταλία. Οι Ιταλοί το 1982 είδαν τον Ταρντέλι να ουρλιάζει πανηγυρίζοντας και το 2021 είδαν τον Ντοναρούμα να βυθίζει στη σιωπή το Γουέμπλεϊ χαμογελώντας: κερδίζεις με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Σημασία έχει να νιώθεις ότι είσαι πρωταθλητής πριν καν το ματς ξεκινήσει. Κι αν χάνεις στο δεύτερο λεπτό, δεν τρέχει τίποτα: υπάρχει πολύς χρόνος για να κάνεις το Γουέμπλεϊ να σωπάσει. Και να ακούγεται στο τέλος μόνο η φωνή του Μπονούτσι: «siamo noi ancora…»