Ετσι είναι η αγάπη, ένα δειλινό...

Ετσι είναι η αγάπη, ένα δειλινό...


Στο πανόραμα του ελληνικού τραγουδιού η περίπτωση του Χρήστου Κυριαζή, του ανθρώπου που στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 έκανε όλη την Ελλάδα να τραγουδά μια σειρά από τραγούδια του πριν σχεδόν εξαφανιστεί το ίδιο ξαφνικά όπως εμφανίστηκε, είναι από τις σπάνιες. Η φυγή του έκανε πολύ κόσμο να συγκινηθεί κι ας μην ήταν ο Κυριαζής κάποιος βασιλιάς της πίστας με στρατό από φανατικούς οπαδούς. Ο κόσμος αγαπάει τους αυθεντικούς κι αποκτά και ένα είδος οικειότητας με όσους προτιμούν την απλότητα από τη μεγάλη λάμψη. Τα χρόνια που πέρασαν από τα καλοκαίρια του 1992 και του 1993, που τα τραγούδια του Κυριαζή ακούγονταν παντού, δυνάμωσαν την ανάμνηση εκείνης της απίστευτης αληθινής επιτυχίας – μιας επιτυχίας που πολλοί ονειρεύτηκαν και λίγοι γνώρισαν. Και που ο ίδιος ο Κυριαζής την έζησε, όσο μπόρεσε να την αντέξει.   

Ροκάς και μάγκας

Ο Γιάννης Πετρίδης έγραψε ότι ο Κυριαζής «ήταν ένας ροκάς με λαϊκές επιτυχίες». Ο Χρήστος Χωμενίδης ότι ο Κυριαζής «ενσάρκωνε μια πειραιώτικη μαγκιά και αλητεία, που όσο θα μάς λείπει, τόσο θα την έχουμε ανάγκη». Διάλεξα επίτηδες τις δυο αυτές απόψεις γιατί μαρτυρούν ότι ο Κυριαζής ήταν μια περίπτωση (δισυπόστατου) δημιουργού τραγουδιών και ιστοριών: δεν καταλαβαίνεις τι ήταν τελικά πιο δυνατό ανάμεσα στο σουξέ και στην περσόνα του. Ο Κυριαζής, τραγουδοποιός και ερμηνευτής, είχε εξίσου ανάγκη τον άνθρωπο Κυριαζή που δήλωνε επιπλοποιός (και μάλιστα τεχνίτης κι όχι απλά ιδιοκτήτης έκθεσης), που άνοιγε καφέ όπως το θρυλικό Αρτ και που στο απόγειο της καλλιτεχνικής δόξας του έκανε αρκετά την πλάκα του, θυμίζοντας με τη συμπεριφορά του στον καθένα ότι οφείλει όλα τα ωραία να τα ζήσει πολύ και γρήγορα γιατί όπως ξαφνικά έρχονται έτσι και θα τελειώσουν.

Ο Κυριαζής δεν έβγαλε απλά ένα μεγάλο δίσκο (το θρυλικό πλέον «Μου θυμίζεις τη μάνα μου»). Υπήρξε στην πραγματικότητα ένας συγκλονιστικός πρωταγωνιστής μιας μαγικής επιτυχίας που λατρεύτηκε από όσους αγαπούν τις μεγάλες απροσδόκητες ιστορίες της ζωής, αυτές που δεν έχουν εξηγήσεις. Χθες διάβαζα διάφορα που γράφτηκαν για να συνοδέψουν την είδηση του θανάτου του: πουθενά δεν υπήρξε μια επαρκής εξήγηση για την επιτυχία του.

Στις αρχές του ‘90

Είναι δύσκολο να μιλάς για τον Χρήστο Κυριαζή χωρίς να μιλάς για τη δεκαετία του 90. Το 1992 η Ελλάδα προσπαθούσε να αφήσει πίσω της μια (ακόμα) εθνική περιπέτεια έχοντας φτάσει ένα βήμα από τη χρεοκοπία. Η δεκαετία του ’80 είχε φύγει και μαζί της έφυγε σιγά σιγά και η πολιτική ένταση. Είχε έρθει η ιδιωτική ραδιοφωνία και η ιδιωτική τηλεόραση, η μεγάλη μόδα ήταν τα life style περιοδικά, η πολιτικολογία μετά την κατάρρευση του τοίχους του Βερολίνου περνούσε δύσκολες μέρες, ο κόσμος έμοιαζε να θέλει μια νέα αρχή – μιλούσαμε για το τέλος της Μεταπολίτευσης με όρους που αφορούσαν το κοινωνικό κι όχι απλά το πολιτικό γίγνεσθαι. Στην Αθήνα φούντωνε ένας νέος τρόπος διασκέδασης: εμφανίζονταν τα πρώτα «ελληνάδικα», στα μεγάλα κλαμπ ακούγονταν ξαφνικά ελληνικά τραγούδια, τα κορίτσια ανέβαιναν στα τραπέζια, το λαϊκό είχε πάψει να είναι συνώνυμο του λούμπεν και η καψούρα δεν ήταν πλέον ενοχή. Σε μια τέτοια στιγμή οι εταιρίες δίσκων έψαχναν εκφραστές της στιγμής – όλο αυτό το πράγμα θα οδηγούσε σύντομα στο λαϊκοπόπ, οι μεγάλες πίστες θα έπαιρναν φωτιά, το κοινό των μαγαζιών θα άλλαζε, αφού για πρώτη ίσως φορά κυκλοφορούσαν στη νύχτα τόσα πολλά νέα παιδιά με χρήματα για να κάνουν την πλάκα τους ακόμα και στα μπουζούκια. Αλλά πριν να συμβούν όλα αυτά, εμφανίστηκε ο Χρήστος Κυριαζής ή σωστότερα ο δίσκος «Μου θυμίζεις τη μάνα μου» γιατί ο Κυριαζής ήταν πιο παλιά ιστορία.

Είχε γράψει το «Βράδυ Σαββάτου» για τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, είχε πάει στους Μουσικούς Αγώνες του Μάνου Χατζιδάκι στην Κέρκυρα με το «Κυριακή Απόγευμα» γραμμένο για τη φωνή του Βασίλη Λέκκα, είχε υπάρξει αρχηγός συγκροτημάτων, είχε παίξει με τους Σώκρατες και τον Μπονάτσο, είχε περάσει από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τερματίζοντας τελευταίος, αλλά κάνοντας μια εντυπωσιακή εμφάνιση κυρίως στυλιστικά και είχε κάνει και μια επιτυχία – το «Ελα Μωράκι μου», το 1986 – που μολονότι τραγουδήθηκε πολύ δεν ήταν αρκετά ροκ για τα μέτρα της εποχής. Ο Κυριαζής ήταν ταλαντούχος, είχε σπουδάσει σχέδιο στο Μιλάνο κι είχε καταλάβει την εμπορική δύναμη των Ιταλών τραγουδοποιών που πουλούσαν φαλτσάκι και αυθεντικότητα. Αλλά αμφιβάλω αν και ο ίδιος περίμενε πως θα έβγαζε κάποτε ένα δίσκο που θα ξετρέλαινε τόσο την Ελλάδα.      

Βάσανο να είσαι παντού

Το 1992-93 ο Κυριαζής πουλούσε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο: το «Μου θυμίζεις τη μάνα μου», που ο ίδιος έλεγε ότι είχαν απορρίψει επτά εταιρίες και βγήκε γιατί ο Γιώργος Πολυχρονιού και η Μάγκυ τον γνώρισαν αγοράζοντας έπιπλα από το μαγαζί του, είχε ξεπεράσει σε πωλήσεις τις 150 χιλιάδες, αλλά οι πειρατικές κασέτες, που ήταν λόγος που όλα τα τραγούδια ακούγονταν σε κάθε αυτοκίνητο, ήταν αδύνατο να υπολογιστούν. Ο Κυριαζής ήταν παντού: στα εξώφυλλα των περιοδικών με τη Βάνα Μπάρμπα, στο Ζοom με τους νεαρούς Πυξ Λαξ να του ανοίγουν το πρόγραμμα, στο Ciao Ant1 με τον Μαρίνο να τον προσκυνά, καλεσμένος της Σεμίνας Διγενή να σπάει τα κοντέρ της AGB. Η Ελλάδα έφτιαχνε ιστορίες για να δικαιολογήσει το πώς προέκυψαν αυτά τα τραγούδια που είχαν ένα τόνο βαθιά εξομολογητικό: ο Κυριαζής μιλούσε για τον εαυτό του σαν το φίλο που έρχεται ένα βράδυ να σου τα πει φέρνοντας μαζί του τα δυο ποτήρια και το ένα μπουκάλι ουίσκι που μαζί με μια σαμπάνια κουβαλούσε στο αυτοκίνητο του – η σαμπάνια ήταν για τις κυρίες. Το αν τραγουδούσε καλά δεν είχε σημασία – ο Ζαμπέτας του χε πει ότι η φωνή του κατρακυλούσε στις χαραμάδες των πλήκτρων του πιάνου. Αυτό που μετρούσε ήταν ότι πίσω από τον άνθρωπο με τα μαύρα γυαλιά που ομολογούσε δημοσίως ότι έχει κλάψει για πολλές, υπήρχε ένας μύθος καθημερινός, γήινος, πραγματικός. Που η Ελλάδα κοιτούσε με ένα παράξενο θαυμασμό συμφωνώντας ότι τα τσιγάρα τα ποτά και τα ξενύχτια έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια.

Κάτω από ένα δέντρο     

Ηταν τόσο μεγάλο το σουξέ του Κυριαζή που λέγεται πως ο Στέλιος Καζαντζίδης συζήτησε να επιστρέψει σε μαγαζί μετά από χρόνια σιωπής για να τραγουδήσει μαζί του. Αν αυτό μου έμοιαζε πάντα μια γλυκιά υπερβολή, είναι δεδομένο πως τον ήθελαν στο πλευρό τους σε σχήμα η Αννα Βίσση κι ο Δημήτρης Μητροπάνος, αλλά καμία τέτοια συνεργασία δεν προχώρησε ποτέ. Ο Κυριαζής είχε ένα πρόβλημα: δεν ήταν περφόρμερ, σχεδόν φοβόταν το μεγάλο κοινό, προτιμούσε τη δισκογραφία από τις εμφανίσεις – στη μια και μοναδική του περιοδεία με διοργανωτή τον Τάσο Φαληρέα το καλοκαίρι του 1993, μάλλον έκανε περισσότερο διακοπές παρά συναυλίες καθώς άλλωστε οι χώροι που διάλεγε να εμφανιστεί ήταν μικροί.

Πιο πολύ του άρεσε να είναι πρωταγωνιστής σε μεγάλες ιστορίες: έλεγε ότι ήθελε να γίνει και ηθοποιός. Είχε χωρίσει μια κόρη εφοπλιστικής οικογένειας κι όλοι λέγαμε πως το κανε για τη Βάνα – η γιαγιά της οποίας ορκιζόταν πως το «Εχω κλάψει» το χε γράψει κάτω από ένα δέντρο στο χωριό της: δεν ήταν αλήθεια, αλλά ο Κυριαζής το διασκέδαζε, τόσο όσο και τα πρώτα του αξέχαστα βίντεο κλιπ.

Kαι μετά ξαφνικά χάθηκε, και για χρόνια. Γιατί; Πιθανότατα γιατί καταλάβαινε ότι το «Μου θυμίζει τη μάνα μου» ήταν ένα άλμπουμ την επιτυχία του οποίου δεν θα ξαναπλησίαζε κι από τη στιγμή που δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον εαυτό του το πράγμα δεν είχε νόημα. Το 1993 ήταν άλλωστε 40 χρονών: μεγάλος για να παριστάνει τον καψούρη και αρκετά μάγκας για να αλλάξει περιβάλλον και συνήθειες. Παρέμεινε στον Πειραιά του, στο «Αμερικάνικο», στο θρυλικό επιπλάδικο, στο Αρτ Καφέ του στο οποίο καμιά φορά έπαιρνε ένα από τα κορίτσια του (έτσι έλεγε τις κιθάρες του) και τραγουδούσε. Ελεγε πως η τέχνη ήταν η γυναίκα της ζωής του, μεγάλωσε τρία παιδιά, ήθελε πάντα να γράφει τραγούδια, αλλά τα δινε πλέον σε άλλους. Αυτός ό,τι ήταν να πει το είχε πει.   

Δεν διστάζει κιόλας

Εμφανίστηκε πάλι ξαφνικά πριν τρία χρόνια για ένα χειροκρότημα, δίπλα στους Ονειράμα, στη Νατάσα Θεοδωρίδου, στο Σπύρο Παπαδόπουλο, στους 2002 GR στο Κύτταρο – τους είχε δώσει ένα σουξέ στα 70’ς. Χθες καταλάβαμε πως μάλλον το ‘ψαξε αυτό το χειροκρότημα γνωρίζοντας πως θα ήταν το τελευταίο. Εχει γράψει ένα τραγούδι που δεν έγινε μεγάλη επιτυχία: λέγεται Χαμένος Νικητής. Νικητής ήταν πάντα, χαμένος ποτέ. Τη ζωή του την έζησε όσο λίγοι, στο Ιμεροβίγλι, στη Φοντάνα, στην καρδιά όποιου έχει κλάψει. Και δεν διστάζει να το τραγουδήσει κιόλας…