Βάλε στις πινακίδες σου ό,τι θες...

Βάλε στις πινακίδες σου ό,τι θες...


Τον Μάρτιν ΜακΝτόνα, σκηνοθέτη, σεναριογράφο και δημιουργό της καταπληκτικής ταινίας, που λέγεται «Τρεις πινακίδες έξω από το Εμπινγκ, στο Μιζούρι», και που παίζεται αυτές τις μέρες στις αίθουσες, τον πρωτογνώρισα κι εγώ το 2008, χάρη στο «In Bruges». Το θυμάμαι ακόμα: ήταν ένα μικρό διαμαντάκι – το είδος της ταινίας που πας να την δεις διστακτικός, γιατί έχεις ακούσει διάφορα, που μάλλον σε τρομάζουν, και τελικά ενθουσιάζεσαι. Είχα ενθουσιαστεί τόσο, θυμάμαι, που δυο μήνες αργότερα πήγα στην Μπριζ να δω από κοντά την πόλη που ο ιδιοφυής αυτός Ιρλανδός είχε χρησιμοποιήσει ως σκηνικό. Ομολογώ ότι θα ήθελα να πάω και στο Εμπινγκ του Μιζούρι, μόνο που πέφτει κομμάτι μακριά. Μετά το «In Bruges»  είδα ένα θεατρικό του, τον Πουπουλένιο, που με είχε εντυπωσιάσει, όχι για την ιστορία του, αλλά για την σκληρότητα της. Τον απομυθοποίησα αργότερα στους «Επτά ψυχοπαθείς»: εκεί η φιλοδοξία ήταν μεγαλύτερη από την έμπνευση και η δουλειά φιγουρατζίδικη. Αλλά «Στις τρεις πινακίδες εξω από το Εμπινγκ στο Μιζούρι» ο προικισμένος συνομήλικός μου ξαναγύρισε σε φόρμα. Για την ακρίβεια στην καλύτερη φόρμα που υπήρξε ποτέ.     

 Δουλειά ή έμπνευση;

Μου μοιάζει αδύνατο να εξηγήσω γιατί η ταινία μου άρεσε τόσο πολύ κι ίσως η μόνη εξήγηση να είναι ο θαυμασμός που ένοιωσα για τον δημιουργό της. Που ειλικρινά απορώ που βρήκε την έμπνευση για να χτίσει αυτό το καταπληκτικό μωσαϊκό, που δεν έχει τίποτα το περιττό και τίποτα που να μη σου μείνει στο μυαλό όταν τα φώτα στην αίθουσα ανάβουν. Είναι άραγε αποτέλεσμα δουλειάς αυτή η αρτιότητα; Η έμπνευσης; Ακόμα αναρωτιέμαι.

 

Ο Μάρτιν ΜακΝτόνα, πριν ασχοληθεί με το σινεμά,  ξεκίνησε την καριέρα του ως θεατρικός συγγραφέας. Ηθελε να γίνει σεναριογράφος από τα 16 του και θρυλείται πως παράτησε το σχολείο γιατί κανείς δεν μπορούσε να του μάθει την Τέχνη αυτή. Ποια είναι η Τέχνη του σεναριογράφου; Να χτίζει ιστορίες και να γράφει διαλόγους, θα πει κάποιος. Να δημιουργεί χαρακτήρες, θα προσθέσει ένας άλλος. Σωστά όλα. Μόνο που πριν από αυτά ο σεναριογράφος πρέπει να κάνει κάτι πιο δύσκολο: να παρατηρεί τη ζωή και τους ανθρώπους, ώστε να έχει αρκετό υλικό για να συνθέτει, να αποδομεί, να υπερβάλει και να χτίζει πραγματικότητες, πράγμα που είναι και το δυσκολότερο. Όλα αυτά ο ΜακΝτόνα τα γνωρίζει για αυτό και, αν και Ιρλανδός μεγαλωμένος στο Λονδίνο, μπορεί να χτίσει μια ιστορία που διαδραματίζεται κάπου στον αμερικανικό Νότο – στο Εμπινγκ του Μιζούρι.

Οι δικές του ταμπέλες 

Η ταινία έχει μια καταπληκτική λιτότητα, ενώ είναι γεμάτη εκπλήξεις. Το θέμα νομίζεις πως το έχεις δει στο τρέιλερ - νομίζεις πως ξέρεις και τους πρωταγωνιστές της, αφού όλους κάπου τους έχεις δει. Μια μάνα νοικιάζει τρεις πινακίδες στο Εμπινγκ για να καταγγείλει, κατά κάποιο τρόπο, τον τοπικό σερίφη που δεν μπορεί να βρει τον δολοφόνο της κόρης της. Πιστεύεις πως η απλή αυτή κίνησή της αρκεί για να ξεσηκώσει θόρυβο, να κινητοποιήσει το ενδιαφέρων των τοπικών ΜΜΕ, να κάνει τους ίδιους τους κατοίκους να ενδιαφερθούν για το δράμα της – ποιος δεν θα συγκινηθεί από την απόγνωση μιας χαροκαμένης μάνας; Όλα αυτά τα σκέφτεσαι όμως, γιατί δεν είσαι ο Μαρτιν ΜακΝτόνα και δεν έχεις παρατηρήσει την αληθινή ζωή και τους ανθρώπους όσο αυτός: η δική σου ζωή δεν έχει πολλές αληθινές εκπλήξεις και η γνώμη σου για τους ανθρώπους είναι ότι πρόκειται συνήθως για συνηθισμένα πλάσματα, που προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα σε υποχρεώσεις και όνειρα. Ο ΜακΝτόνα έχει κάποιες αντιρρήσεις. Κι ευτυχώς.

 

Ο προικισμένος Ιρλανδός, όπως ακριβώς η πρωταγωνίστρια της ταινίας του, νοικιάζει κι αυτός κάτι από την δύναμη του αμερικάνικου σινεμά για να τραβήξει την προσοχή μας. Στις δικές του ταμπέλες ανεβάζει μια σειρά από ανθρώπους, συνηθισμένους, που σιγά σιγά σου αποκαλύπτονται. Στο κέντρο της ιστορίας η μάνα, σαλεμένη από το χτύπημα της μοίρας, σκληρή, δωρική, άκαμπτη, μόνη και με την απαίτηση να μην την λυπάσαι, αλλά και να μην ζητάς την κατανόησή της για τίποτα, γιατί κάτι τέτοιο δεν έχει να προσφέρει. Τριγύρω της εμφανίζεται ένα τσίρκο ανθρώπων ανίκανων να την βοηθήσουν αλλά και ανήμπορων να της συμπαρασταθούν, μολονότι το δράμα της το ξέρουν. Η απόφασή της να τοποθετήσει τις ταμπέλες ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο – αυτό που ο θάνατος της κόρης της έχει κλείσει, γιατί έτσι συνήθως λειτουργεί ο θάνατος. Για τον ΜακΝτόνα αυτό το κεφάλαιο έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το ίδιο το έγκλημα, γιατί, όπως μοιάζει να λέει, η ίδια η ζωή, που σε αυτές τις περιπτώσεις βασανιστικά συνεχίζεται, είναι γεμάτη από επεισόδια στα οποία πρωταγωνιστούν άνθρωποι τους οποίους ο θάνατος έχει σημαδέψει. Αλλοι το βάζουν στα πόδια, άλλοι παθαίνουν κατάθλιψη, άλλοι απλά κάτι έχουν ακούσει, άλλοι συνεχίζουν να ζουν αποδεχόμενοι ότι υπάρχουν ιστορίες χωρίς λύση – η δικαιοσύνη, αν υπάρχει, δεν είναι ποτέ ίδια για όλους. Ο ΜακΝτόνα καταφέρνει κάτι εξαιρετικά δύσκολο: ενώ όλα όσα διηγείται είναι δραματικά και βαριά, ο τρόπος της διήγησής τους παραμένει ουδέτερος – δεν ασχολείται τόσο με την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, όσο με την ζωή τους. Και την όποια δυσάρεστη αλήθεια τους.

Μια μυστήρια ράτσα

Η ταινία έχει χιούμορ γιατί για τους ανθρώπους το χιούμορ μπορεί να είναι άμυνα ή απλή έκφραση αμηχανίας. Οι άνθρωποι μπορεί να κρύβονται πίσω από ατάκες, να λένε ψέματα γιατί απλά δεν αντέχουν την πραγματικότητα, να αντιδρούν βίαια γιατί είναι ηλίθιοι ή καταπιεσμένοι, να θέλουν να ξεχάσουν γιατί δεν μπορούν να θυμούνται, να αδιαφορούν για τα δράματα των άλλων, όχι από κακία, αλλά γιατί απλά έχουν τα δικά τους, να κινούνται με καύσιμο την οργή. Οι άνθρωποι που ο ΜακΝτόνα ανεβάζει στις πινακίδες του δεν είναι ήρωες, δεν είναι καλοί, δεν είναι κακοί, δεν είναι μονοδιάστατοι. Μην τολμήσεις να πεις ότι τους ξέρεις καλά, γιατί η ίδια η ταινία θα σου αποδείξει ότι δεν ξέρεις τίποτα: οι άνθρωποι, όσο λειτουργεί μέσα τους το μίξερ των ακατανόητων συναισθημάτων τους, είναι η πιο μυστήρια ράτσα.

 

Η ταινία είναι ανθρωπογεωγραφική: μια υπέροχη μελέτη, που ένας Ιρλανδός κάνει στον αμερικάνικο νότο και που θα μπορούσε να έχει κάνει παντού, όπου άνθρωποι και τραγωδίες συνυπάρχουν. Ο ΜακΝτόνα φτιάχνει την πιο αμερικάνικη ταινία των τελευταίων χρόνων ακριβώς γιατί δεν είναι Αμερικάνος: νομίζω ότι οι αδερφοί Κοέν, ο Ταραντίνο, ακόμα κι ο Τζάρμους, θα τον ζήλεψαν. Οι ηθοποιοί, ακόμα και όσοι σε ρολάκια εμφανίζονται, είναι άψογοι, πράγμα που δεν μου κάνει εντύπωση: οι παρατηρήσεις του ΜακΝτόνα είναι τόσο καίριες, που τους ήταν εύκολο να αποδώσουν τη ζωή στο Εμπινγκ και τις κρυμμένες αλήθειες της. Η ταινία δεν προτάθηκε για Οσκαρ σκηνοθεσίας, αλλά για όλα τα άλλα. Κι αυτό είναι λογικό: το σενάριο, δηλαδή η Τέχνη της παρατήρησης, η πυκνότητα της αφήγησης, η σκιαγράφηση των χαρακτήρων, οι διάλογοι, είναι τόσο ολοκληρωμένο κι άψογο που η σκηνοθεσία, δηλαδή η οπτικοποίησή του, δεν μπορούσε να φτάσει το δικό του άριστα.

Στις διαφημιστικές πινακίδες, άλλωστε, δεν μετράει τόσο η εικόνα, όσο το μήνυμα. Στο τέλος ο ΜακΝτόνα σου λέει ότι μπορείς σε αυτές να βάλεις ό,τι θες. Αυτός ό,τι είχε να πει στο είπε…