Χθες το διαδίκτυο γέμισε με τραγούδια του Τζορτζ Μάικλ, ακριβώς όπως λίγες μέρες πριν είχε γεμίσει με τραγούδια του Λέναρτν Κοέν: σε πολλές περιπτώσεις ήταν ακριβώς οι ίδιοι άνθρωποι που διαδικτυακά «θρήνησαν» και τους δυο. Το παρατηρώ τελευταία ως φαινόμενο των καιρών: κάθε φορά που κάποιος διάσημος τραγουδιστής ή συνθέτης φεύγει, για μια μέρα αποκαλύπτουμε στους φίλους και στις φίλες μας ότι είμαστε φανατικοί του, ενώ περίπου το ίδιο κάνουν κι εκείνοι. Για μια μέρα είμαστε όλοι φαν του εκλιπόντος κι ας είχαμε να αγοράσουμε δίσκο του καμιά εικοσαριά χρόνια κι ας μην είχε ποτέ προηγουμένως την τελευταία πενταετία συμβεί να ψάξουμε ένα τραγούδι του για να το ακούσουμε. Ο θάνατος του καθενός διάσημου δημιουργού δημιουργεί μια μυστήρια ανάγκη έκφρασης της αγάπης μας, που ήταν – λέμε - τεράστια, και συγχρόνως ανεξήγητα καταπιεσμένη ή παράλογα κρυφή. Κουταμάρες: απλά μαζί με τον καλλιτέχνη νοιώθουμε κάθε φορά ότι κηδεύουμε κάτι που λατρεύουμε, δηλαδή λίγο από τα παιδικά μας χρόνια.
Δυο μόλις σε δέκα χρόνια
Φυσικά υπάρχουν και χιλιάδες πιστοί του Τζορτζ Μάικλ – έστω αυτού του τελευταίου Τζόρτζ Μάικλ που άλμπουμ έβγαζε ολοένα και πιο σπάνια: δυο μόλις τα τελευταία δέκα χρόνια. Μιλάμε για κάποιον που υπολογίζεται ότι πούλησε πάνω από ογδόντα εκατομμύρια δίσκους και που οι συναυλίες του ήταν σχεδόν όλες σολντ άουτ, κυρίως γιατί δεν ήταν και τόσο συνηθισμένες. Όμως πέρα από αυτά έχουμε να κάνουμε και με κάποιον που εμφανώς δεν άντεξε την πτώση του από την κορυφή: τα τελευταία χρόνια περισσότερο θόρυβο προκαλούσαν οι περιπέτειες του παρά οι καλλιτεχνικές επιτυχίες του. Το 1998, παραδέχτηκε ότι ήταν ομοφυλόφιλος μετά τη σύλληψή του, Απρίλη μήνα, για άσεμνη συμπεριφορά σε δημόσια τουαλέτα στο Λος Άντζελες. Το 2006, συνελήφθη για πρώτη φορά για κατοχή ναρκωτικών – ακολούθησαν ανάλογα τέτοια προβλήματα κι άλλα. Στις 24 Αυγούστου 2010 παραδέχθηκε ότι οδηγούσε υπό την επήρεια ουσιών και στις 14 Σεπτεμβρίου καταδικάστηκε σε οκτώ εβδομάδες φυλάκισης, κοινωνική εργασία, πρόστιμο και πενταετή απαγόρευση οδήγησης. Το 2011 έκανε την πρόβα του θανάτου του καθώς παραλίγο να πεθάνει από πνευμονία και σώθηκε γιατί νοσηλεύτηκε επιτυχώς σε νοσοκομείο της Βιέννης. Δεν έμοιαζε να είναι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος, αλλά ήταν καλλιτέχνης και οι επιτυχίες του ήταν όσες ο ίδιος χρειαζόταν για να μη χαθεί εντελώς από την επικαιρότητά μας. Ο θάνατος του λειτούργησε ως απόδειξη ότι κάπου μέσα μας λιγάκι τον κουβαλούσαμε, παρά την αδυναμία του να βρει έμπνευση και να επιστρέψει. Κι ακριβώς επειδή τον κουβαλούσαμε σχεδόν υποσυνείδητα, δύσκολα και θα τον ξεχάσουμε, μολονότι καιρό τώρα τα σουξέ του μόνο τυχαία τα ακούγαμε.
Ψάχνουμε μνήμες
Νομίζω πως δεν χρειάζεται να θρηνούμε τους καλλιτέχνες – έχουν εξασφαλίσει την αθανασία τους δια μέσου της δικής μας παρουσίας: στις πιο πολλές από αυτές τις ιστορίες το κοινό που τους ακολουθεί ή τους ακολούθησε είναι σημαντικότερο από το δημιουργό, θέλω να πω πως εν τέλει εμείς είμαστε ο Τζόρτζ Μάικλ. Ο άνθρωπος τα τελευταία χρόνια (και δεν ήταν λίγα αυτά τα τελευταία χρόνια) υπήρξε επίκαιρος χάρη στην δική μας ανάγκη να νοσταλγούμε, έστω υποσυνείδητα, μια εποχή, στην οποία ο ίδιος μεσουρανούσε. Επειδή η νοσταλγία δεν ξεφτίζει, την ημέρα του θανάτου του το διαδίκτυο πλημμύρησε από την μουσική του, αφού εκατομμύρια άνθρωποι έσπευσαν να θυμηθούν τα παιδικά και τα εφηβικά τους χρόνια: αν δεν είχε πεθάνει, κι απλά είχε κηρυχτεί η 26 Δεκεμβρίου ως παγκόσμια μέρα του Τζορτζ Μάικλ κατά πάσα πιθανότητα η ανταπόκριση στο event θα ήταν μικρότερη. Περισσότερο και από συγκίνηση ο θάνατος του έδωσε τη δυνατότητα στο κάποτε κοινό του να ψάξει τις μνήμες του – καμιά φορά χρειαζόμαστε τους θανάτους απλά για να μην ξεχνάμε ό,τι κάποτε αγαπήσαμε κι ας μην άντεξε πολύ στο χρόνο. Παραδόξως το τελευταίο μεγάλο σουξέ κάθε καλλιτέχνη είναι ο ίδιος ο θάνατός του – όσο μακάβριο ή άδικο κι αν ακούγεται είναι έτσι.
Σημάδι των καιρών
Ολη αυτή η διαδικτυακή έκφραση αγάπης, ακριβώς επειδή αφορά πιο πολύ εμάς και λιγότερο τον καλλιτέχνη, στερεί συνήθως κάμποση από τη συγκίνηση που ο θάνατος από μόνος του δημιουργεί. Υποδεχόμαστε το θάνατο με τραγούδια και μελωδίες λίγο πριν παραδώσουμε τον εκλιπόντα στη λήθη. Λέμε ότι κανείς δεν θα τον ξεχάσει και εννοούμε πως εμείς οι ίδιοι δεν θα ξεχάσουμε ιστορίες μας ντυμένες με τα σουξέ του: αυτή είναι η τελευταία μας σύμβαση μαζί του. Κάποτε, όταν πέθαινε ένας τραγουδιστής, χιλιάδες άνθρωποι έτρεχαν με κεριά για να περικυκλώσουν το σπίτι του ή για να καταθέσουν λουλούδια στον τόπο του θανάτου του – γίνεται και τώρα, αλλά γίνεται ολοένα και λιγότερο από ολοένα και λιγότερους: οι πολλοί προτιμάμε την έκφραση της θλίψης μας σε ένα post, μιλώντας για μας. Δεν είναι κακό, αλλά δεν σχετίζεται πολύ με το γεγονός του θανάτου. Από την άλλη όλο αυτό είναι και η απόδειξη της σπουδαιότητας του εκλιπόντος που μετριέται κι αυτή με τα like. Μακάβριο, αλλά σημάδι των καιρών.
Τα δικά μας
Ο Τζορτζ Μάικλ ήταν μάλλον ένας τυχερός άνθρωπος. Εζησε τρεις – τέσσερις ζωές στη συσκευασία της μίας, ανέβηκε και κατέβηκε τα σκαλοπάτια της επιτυχίας, άφησε κάποια σουξέ που κάμποσοι συμπεριλαμβάνουν στο σάουντρακ των αναμνήσεων της ζωής τους. Κυρίως έφυγε σε μια στιγμή που ακουγόταν, όπως κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα, ένα τραγούδι του που μίλαγε για κάποιον που τα προηγούμενα Χριστούγεννα έδωσε την καρδιά του – ένα τραγούδι που ίσως του χρόνου μας ακούγεται πολύ περισσότερο μελαγχολικό. Ισως και να σταματήσουμε να το αφιερώνουμε αφού με αυτό κυρίως θα τον θυμόμαστε. Με τα άλλα τα δικά του τα παλιά του σουξέ, απλά θα θυμόμαστε τα δικά μας…