Το τελευταίο «γειά σου ρε Αλέφαντε»....

Το τελευταίο «γειά σου ρε Αλέφαντε»....


Την περασμένη Παρασκευή ο Νίκος Αναστόπουλος μας ενημέρωσε ότι ο Νίκος Αλέφαντος είναι σοβαρά άρρωστος και δύσκολα η καρδιά του θα αντέξει. Θα πρεπε να αρχίσουμε όλοι να λέμε για τα κατορθώματά του – δεν είπαμε κουβέντα. Ο Αναστόπουλος είπε ότι δεν μπορούμε να τον δούμε γιατί δεν θα καταλάβαινε ποιοι είμασταν: θα κουράζαμε κι αυτόν και τη γυναίκα του. Ηταν 83 χρονών ο Αλέ, δεν είχε ποτέ του μεγάλα προβλήματα υγείας, καμάρωνε για την υπέροχη φυσική κατάστασή του, τις αντοχές του, το καθημερινό του τρέξιμο στον Αρδηττό. Η φυγή του θα γίνει λόγος για να γραφτούν πολλές καταπληκτικές ιστορίες – είμαι βέβαιος γιατί παλιότερα πολλές έχω γράψει κι εγώ. Αλλά με τον καιρό σταμάτησα γιατί μου φαινόταν ότι οι ιστορίες αυτές περισσότερο μουτζούρωναν παρά φώτιζαν τον προπονητή και τον άνθρωπο.

Στην υπηρεσία του πάθους του

Τώρα που έφυγε θα ήθελα να πω ότι είναι ίσως καλύτερα πιο πολύ από πρωταγωνιστή απίθανων ιστοριών και σπάνιο ατακαδόρο να θυμόμαστε τον Αλέφαντο για δυο πράγματα: για το μεγάλο πάθος με το οποίο στη ζωή του αντιμετώπιζε τα πάντα και για την αγάπη του για ένα ποδόσφαιρο στο οποίο η τακτική είναι πάνω από όλα κι ο προπονητής είναι ένας άρχοντας από τον οποίο πρέπει κανείς να μάθει μπαλίτσα – για να θυμηθώ μια από τις πλέον αγαπημένες φράσεις του.

 

Ο Αλέφαντος αφιέρωσε τη ζωή του στην υπηρεσία του πάθους του. Δούλεψε σχεδόν σε όλες τις ελληνικές ομάδες που πέρασαν από την πρώτη Εθνική στα χρόνια που έκανε καριέρα (εκτός από τον Παναθηναϊκό και τον Αρη) και δεν υπήρξε καμία στην οποία να μην άφησε το σημάδι του: αν καυγάδισε το έκανε γιατί τον έπνιγε το δίκιο του – κι αυτό σε ένα πάθος το στήριζε. Με πάθος αντιμετώπιζε τον Μπάγεβιτς, αποθέωνε τον Μουρίνιο, έκανε κριτική στον Γκουαρντιόλα, τα βάζε με όλους τους δημοσιογράφους της Ελλάδας γιατί τον αδικούσαν. Με πάθος αγαπήθηκε από τον «Ξόρκια», που όταν δούλευε στον Πανιώνιο εκτός από μαγικά για να πάνε όλα καλά φώναζε και το όνομά του πριν την έναρξη κάθε ματς. Με πάθος αγάπησε ακόμα και τον γιατρό του – το μεγάλο Ραλάτο – «τον καλύτερο του σύμπαντος».

Οποια κι αν ήταν η απαίτησή του (ποιος ποτέ θα ξεχάσει το θρυλικό «ντιμπέι ρε») η έκφρασή της ήταν απόλυτη και σχεδόν μανιακή. Όποια κι αν ήταν η εικόνα του κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει ότι την φτιασίδωνε. Είτε φορώντας τα πάνινα γούρικα παπούτσια στο παγωμένο Καυτατζόγλειο στα ματς του Ηρακλή («Αντωνάκη πήγα να πάθω κρυοπαγήματα»), είτε κοουτσάροντας με το θρυλικό ριγέ κοντομάνικο («εσείς βλέπετε μια μπλούζα, αλλά εγώ το φοράω σαν στολή εκστρατείας»), είτε βγαίνοντας στην τηλεόραση με φόρμες, είτε κάνοντας μαθήματα τακτικής χρησιμοποιώντας το σουμπούτεο του Καρατζαφέρη, ο Αλέ ήταν πάντα ο εαυτός του: από κάποιες πλευρές ίσως ήταν ο πρώτος Ελληνας προπονητής σταρ, αυτός που ήδη από την δεκαετία του ’70 ισχυριζόταν πως ο προπονητής έχει τεράστια συμμετοχή στο τελικό αποτέλεσμα. Φυσικά υπήρξε χωρίς αμφιβολία κι ένας από τους πρώτους που γνώρισε την δύναμη των ΜΜΕ και ίσως και να πίστεψε πώς έχει βρει και τον τρόπο να τα χειρίζεται. Δεν ήταν ακριβώς έτσι. Αν εξαιρέσει κανείς τα παιδιά του Τελεάστυ και πολλοί λίγους που τον αντιμετώπισαν με σεβασμό, οι πιο πολλοί επένδυσαν στον ηφαιστειώδη χαρακτήρα του ελπίζοντας ότι η παρουσία του θα αποτελέσει ευκαιρία για τηλεοπτικούς καυγάδες και ατάκες που δημιουργούν τηλεθέαση. Αυτή η χρησιμοποίησή του ομολογώ πως συχνά με στεναχωρούσε: δεν την άξιζε.

Τεράστιο σουξέ στα 80’ς      

Φυσικά οι ατάκες του Αλε υπήρξαν ιστορικές. Το «γιατί δεν βγαίνει ο Δούρος στο τηλέφωνο», το «καλώς τα παιδιά 3-0», το «είστε όλοι Σπαρτιάτες κι Αθηναίοι ταυτόχρονα», το «τώρα σε αδίκησα», «το μάθε μπαλίτσα από τον άρχοντα», το «Γκαζοζέν και το Τιτίκα» είναι στιγμές που συγκαταλέγονται στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου - ίσως δεν είναι οι καλύτερες, αλλά είναι όλες πολύ αληθινές. Και το «γειά σου ρε Αλέφαντε» το τραγούδι των Παιδιών από την Πάτρα που έγινε τεράστιο σουξέ στα μέσα της δεκαετίας του 80 ακόμα και σήμερα έχει μια παράξενη αυθεντικότητα γιατί είναι γραμμένο για κάποιον που ο κόσμος θεωρούσε ένα είδος λαϊκού ήρωα, αδικημένου, αλλά ανυποχώρητου, επίμονου και ανθεκτικού. Όταν ο Αναστό την Παρασκευή μας είπε ότι είναι άρρωστος ομολογώ ότι το πρώτο που σκέφτηκα είναι αυτό το «κράτα όσο μπορείς», που στο τραγούδι του, τόσο γλυκά αναφέρεται. Ωστόσο τώρα που έφυγε, αυτό που θα κρατήσω, πέρα από κατορθώματα, ιστορίες, τσακωμούς και υπερβολές, είναι η μεγάλη του αγάπη για το ίδιο το ποδόσφαιρο: κι αν έβλεπε τον εαυτό του στο κέντρο του, που είναι το κακό; Σημασία έχει ότι μικρός ακόμα έτρεχε να δει τον Χάπελ, ότι έμαθε στους Ελληνες οπαδούς ότι πίσω από πολλά που παρακολουθούν υπάρχουν τακτικές εξηγήσεις, ότι έκανε αξιοσημείωτα πράγματα με ομάδες φτιαγμένες με μεράκι και μόνο, όπως το Ρουφ, ο ΟΦΗ, ο Πανιώνιος κι άλλες πολλές.

Η σχέση με τον Ολυμπιακό

Φυσικά μοναδική είναι και η σχέση του με τον Ολυμπιακό. Οι μεγαλύτεροι θυμούνται τα περάσματα του, κάποιες νίκες μεγάλες, κάποιες ήττες αχώνευτες, κάποιους καυγάδες μοναδικούς – ίσως και τα τηλεοπτικά του ξεσπάσματα κατά των δημοσιογράφων, κατά του Γιώργου Λούβαρη, ακόμα και εναντίον παικτών που ήταν κατά τη γνώμη του κατώτεροι των περιστάσεων. Αλλά κι αυτή η σχέση, ακριβώς επειδή μπήκε συχνά στο μίξερ των ΜΜΕ που αναζητούσαν ιστορίες και τηλεθέαση δεν έγινε ποτέ απολύτως κατανοητή στην πολυπλοκότητά της. Ο Αλέφαντος δεν υπήρξε τρεις φορές προπονητής του Ολυμπιακού: στο μυαλό του υπήρξε προπονητής του Ολυμπιακού πάνω από τριάντα χρόνια – άλλος τέτοιος δεν θα υπάρξει. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι για ένα τεράστιο διάστημα της ζωής του ο «Αλέ» ένοιωθε πάντα έτοιμος να επιστρέψει και πάντα ανέλυε και παρακολουθούσε τον Ολυμπιακό σαν η ομάδα να είναι δική του. Είχε γνώμη για την τακτική της, τις ανάγκες της, τους παίκτες της, τα πάντα όλα – όπως θα έλεγε κι ο ίδιος. Όταν έφυγε για τελευταία φορά από τον Ολυμπιακό πήρε μαζί του ένα κινητό που του είχε δώσει ο Σωκράτης Κόκκαλης για να μιλάνε: ήταν το πρώτο του κινητό και δεν ξέρω αν είχε ποτέ του άλλο. Πάντα περίμενε πως αυτό το κινητό θα ξαναχτυπήσει.

Που έλεγε φωνάζοντας

Ποτέ μου δεν τσακώθηκα με τον Αλέφαντο. Είχε το δικαίωμα να λέει για μένα ό,τι θέλει. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να διαφωνείς μαζί του: η αλήθειά του ήταν αυστηρά δική του και δεν σήκωνε ενστάσεις: μιλάμε για κάποιον που στα 40 του είχε γράψει βιβλίο για τη ζωή του το «Από τη φτώχεια στην αναγνώριση», ό,τι πιο cult. Δεν είχε ποτέ σημασία τι κέρδισε, τι λάθος έκανε, ποιος τον γούσταρε και ποιος δεν τον άντεχε: δεν ήθελε να είναι συμπαθής σε όλους άλλωστε. Η ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου πάντα μου έμοιαζε κομμάτι μικρή για αυτόν. Η μυθολογία του ελληνικού ποδοσφαίρου του ταίριαζε πάντα περισσότερο. Μόνο σε αυτή χωράνε οι υπερβολές του, οι ιστορίες του και οι άθλοι του και σε αυτή θα συνεχίσει να μεγαλουργεί. «Κατο τις εκατό ρε», που έλεγε φωνάζοντας κι ο ίδιος…