Τα Χριστούγεννα θα τα περάσω με το τελευταίο βιβλίο του Νταν Μπράουν. Λέγεται «Το μυστικό των μυστικών» εξελίσσεται στην Πράγα και είναι φυσικά ογκώδες – κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ψυχογιός όπως όλα του ίδιου συγγραφέα.
Πριν χρόνια, όταν είχε κυκλοφορήσει το προηγούμενό του με τον τίτλο Origin είχα γράψει ότι τα τελευταία μυθιστορήματα του Αμερικάνου είναι ίδια. Εχουν όλα ήρωα τον καθηγητή Ρόμπερτ Λάγκτον που δεν σου επιτρέπει να ταυτιστείς μαζί του, αφού το αντικείμενο του, η μελέτη των μεσαιωνικών συνήθως συμβόλων, δεν είναι καθόλου απλό. Εγραφα ότι πάντα οι κακοί των ιστοριών του είναι συνήθως πλούσιοι με παρανοϊκές φοβίες, εγωπαθείς καρικατούρες που κάνουν πολλά πέρα από την λογική. Ότι οι ίδιες οι περιπέτειες είναι επαναλαμβανόμενες και μονότονες καθώς πάντα κάποιοι ζητάνε τις υπηρεσίες του Λάγκτον, ο χρόνος για να λυθεί ένα αίνιγμα είναι ελάχιστος κι ο ίδιος δεν καταλαβαίνει πόσο έχει μπλέξει. Εγραφα πως σε όλα τα βιβλία υπάρχουν κάποιες ωραίες κυρίες με διάθεση να τον βοηθήσουν και να τον φλερτάρουν, χωρίς μάλιστα αυτός να τολμά να τους πιάσει έστω το χέρι. Τόνιζα ότι πάντα υπάρχουν κάποιοι εκτελεστές που δείχνουν την παράνοιά τους και ότι ακόμα και η όποια ανατροπή είναι κάτι απολύτως προβλέψιμο. Μετά από αυτό το κείμενο πήρα θυμάμαι πολλά mail γεμάτα επιθέσεις, όχι για όσα έγραφα, αλλά γιατί «έπιασα στο στόμα μου τον Νταν Μπράουν». Απάντησα σε όλους ότι είμαι αναγνώστης του, αλλά με καλόπιστη κριτική διάθεση. Δεν με συγχώρεσε κανείς: δεν ήμουν παρά κάποιος που τολμούσε να κριτικάρει ένα είδωλο – ο Νταν Μπράουν δεν έχει απλά αναγνώστες, έχει φανατικούς υποστηρικτές και μάλιστα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του δυτικού κόσμου. Εχει πετύχει δηλαδή αυτό που είναι το όνειρο κάθε συγγραφέα: να δημιουργήσει ένα κοινό που τον περιμένει.

Κάθε δημιουργός λαχταρά να συναντήσει το μεγάλο κοινό – αρκεί να είναι καλά, εννοώ να μην κατατρέχεται από ιδεοληπτικές φοβίες για την επιτυχία. Ισχύει για τους συνθέτες, τους σκηνοθέτες, τους τραγουδιστές, ακόμα και τους ηθοποιούς. Αλλά κυρίως ισχύει για τους συγγραφείς. Γιατί αυτοί καταπιάνονται με την δύσκολη τέχνη της αφήγησης. Και η αφήγηση απαιτεί κοινό. Αλλιώς ο αφηγητής είναι κάποιος που απλά (παρα)μιλάει μόνος του.
Το να δημιουργήσει ο συγγραφέας το κοινό του είναι κάτι πιο δύσκολο από το να το βρει ο σκηνοθέτης, ο συνθέτης, ο τραγουδιστής, ο ηθοποιός. Ο τραγουδιστής έχει το χάρισμα της φωνής του: το κοινό (του) την ανακαλύπτει και την ερωτεύεται σε σημείο μάλιστα που της μένει και πιστός για πάντα. Ο συνθέτης επίσης δημιουργεί μια μελωδία που συχνά όχι απλά αρέσει, αλλά καθηλώνει. Μπορεί να γράφει κλασική μουσική ή «τέκνο», μπορεί να παίζει μόνο κιθάρα ή να ραπάρει: αν ο ήχος του έχει την δυνατότητα να δημιουργεί ένα λαβύρινθο που σε μαγνητίζει, αν μπεις μέσα σε αυτόν, δύσκολα θα βγεις κι αν βγεις και αγαπάς την μουσική μάλλον θα παγιδευτείς στον επόμενο. Ο σκηνοθέτης φτιάχνει εικόνες και μπορεί να δημιουργεί με αυτές ακόμα κι ένα σύμπαν, αν του είναι απαραίτητο: είναι ένας μικρός Θεός σε αναζήτηση πιστών και αυτοί θα εμφανιστούν καθώς από κανένα Θεό δεν έλειψαν. Ο ηθοποιός τέλος έχει ένα όπλο όλο δικό του: τον ρόλο. Το ότι ένας ρόλος μπορεί να είναι σπουδαίος το καταλαβαίνει. Μπορεί επίσης να καταλάβει πως ο ίδιος ταιριάζει σε συγκεκριμένους ρόλους και να εστιάσει στον περφεξιονισμό: το κάνουν πολλοί από τους μεγάλους του καιρού μας – όλοι οι Αμερικάνοι πχ που το κοινό αγαπάει και λέγονται Ντε Νίρο, Αλ Πατσίνο, Νίκολσον, αλλά και Τομ Κρουζ και Μέριλ Στριπτ και Σκάρλετ Γιόχανσον κτλ.

Ολοι αυτοί αναζητώντας το κοινό τους μπορεί να στηριχτούν σε μια συνταγή επιτυχίας: εξαρτάται από τους ίδιους το πόσο σωστά θα την εκτελέσουν για να τα καταφέρουν. Το σουξέ τους εμπεριέχει δουλειά, χρειάζεται κόπο, μαρτυρά προσπάθεια, αλλά βρίσκεται στη διαδρομή ενός προϋπάρχοντος δρόμου. Το σουξέ του συγγραφέα δεν μπορεί να στηριχθεί σε συνταγή. Δεκάδες προσπάθησαν να γίνουν Νταν Μπράουν: το αποτέλεσμα της προσπάθειας τους είναι μάλλον κωμικό. Και δεν μιλάω για όσους θέλησαν να γίνουν Ντοστογιέφσκι, Μπαλζάκ, Ουγκώ: αυτοί ήταν έτσι κι αλλιώς καταδικασμένοι από χέρι.
Δεν πιστεύω πως όποιος αποφασίσει να γράψει ένα μυθιστόρημα έχει ένα μπούσουλα επιτυχίας που μπορεί να ακολουθήσει για να τα καταφέρει. Αν αυτό ίσχυε το να γίνεις επιτυχημένος συγγραφέας θα ήταν πιο εύκολο από το να γίνεις ταξιτζής πχ: δεν χρειάζεται ούτε καν δίπλωμα οδήγησης. Αλλά ακόμα κι αν τα καταφέρεις και βρεις την έμπνευση και την σωστή αφήγηση που χρειάζεται η πρώτη σου επιτυχία, είναι πολύ δύσκολο να μιμηθείς τον εαυτό σου και να κάνεις μια δεύτερη, πόσο μάλλον μια τρίτη. Οποιος αυτό το κατορθώνει έχει βρει ένα κώδικα επικοινωνίας με το κοινό του: είναι σαν να το έχει κατηχήσει σε μια νέα γλώσσα, σαν να μην έχει αναγνώστες, αλλά συνταξιδιώτες. Οποιος έχει καταφέρει να χτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης με ένα κοινό (υποχρεωτικά μεγάλο αφού μόνο αυτό του δίνει την δυνατότητα του σουξέ), είναι αναμφίβολα ικανός παραμυθάς και σίγουρα λογοτέχνης, δηλαδή κάποιος που δίνει στην γλώσσα τον λακανικό της ορισμό. Γίνεται η γλώσσα ο μαγικός αυλός που σε αναγκάζει να ακολουθείς τον ήχο του. Να του παραδίνεσαι ακόμα κι αν δεν είναι μελωδικός.

Το ωραίο είναι ότι όλα αυτά ισχύουν και δεν ισχύουν κιόλας. Η περίπτωση του Νταν Μπράουν πχ είναι ενδεικτική. Η γλώσσα του είναι απλή – απλούστατη. Η μίμηση της επιτυχίας του δεδομένη. Μετά τους Ιλουμινάτι (ο τίτλος είναι ελληνικός αφού το βιβλίο κυκλοφόρησε στα αγγλικά με τον τίτλο «Αγγελοι και δαίμονες») ο Νταν Μπράουν είναι σαν να αντιγράφει τον εαυτό του: ακόμα και το πλαίσιο στο οποίο οι ιστορίες του εξελίσσονται είναι το ίδιο – συνήθως έχουμε να κάνουμε με την μάχη της θρησκείας με την επιστήμη. Κι όμως το σουξέ είναι πάντα πιστό στο ραντεβού μαζί του, σαν ο τύπος να μην είναι συγγραφέας αλλά συνθέτης που γράφει μελωδίες για καψουροτράγουδα που όλοι αγαπούν γιατί νιώθουν ότι γράφτηκαν για αυτούς ή σαν να είναι ηθοποιός που παίρνει άριστα ερμηνεύοντας πάντα τον ίδιο ρόλο. Η σαν να είναι σκηνοθέτης που γυρίζει την ίδια ταινία γιατί ξέρει ότι αυτή αρέσει.
Μυστήριο πράγμα το σουξέ του συγγραφέα. Το λέω ενώ έχω φτάσει στη σελίδα 243 και το βιβλίο με έχει απορροφήσει μολονότι ήδη καταλαβαίνω τι θα γίνει. Μπορεί απλά να αγαπάω τα Χριστούγεννα και να χαίρομαι γιατί διαβάζοντας Νταν Μπράουν νομίζω πως ήρθαν ήδη...
(Βημαγκαζίνο, Δεκέμβριος του 2025)








