Το πάρτι της ανευθυνότητας

Το πάρτι της ανευθυνότητας


Τα ρεκόρ υπάρχουν για να σπάνε λέγαμε πάντα και επομένως τα ρεκόρ καταγραφής κρουσμάτων που ανακοινώνει καθημερινά ο ΕΟΔΥ δεν πρέπει να μας κάνουν εντύπωση. Από τα 300 κρούσματα που μας είχαν φανεί πολλά τον Αύγουστο (τότε που καταριόμασταν τους τουρίστες και όσους άνοιξαν τον τουρισμό), φτάσαμε γρήγορα στα 700 ημερησίως στα τέλη του Σεπτέμβρη με μόνη διαφορά ότι δεν είχαμε τουρίστες να τους ρίξουμε την ευθύνη. Από τη στιγμή που αντί να προσέχουμε αρχίσαμε να συζητάμε ποιος φταίει (ρίχνοντας πάντα την ευθύνη στον διπλανό μας ή σε όποιον δεν γουστάρουμε) ήταν λογικό να φτάσουμε σε ένα μήνα τα 1500. Σε ένα κομμάτι που είχα γράψει τον Αύγουστο το είχα προβλέψει: οι συζητήσεις για το τι συμβαίνει που οδηγούν πάντα σε ψεκασμένες θεωρίες συνομωσίας και η διασπορά της αμφιβολίας για την αναγκαιότητα των απλών μέτρων θα έφερναν το δεύτερο κύμα. Νομοτελειακά. Γιατί δημιουργούν δυσπιστία και χαλαρότητα. Αλλά και γιατί λειτουργούν ως βάση για να προκύψει αυτό που πραγματικά γουστάρουμε. Δηλαδή να τσακωνόμαστε μεταξύ μας.   

Για τα γεμιστά με κιμά ή χωρίς

Η Ελλάδα λατρεύει τις διχαστικές συζητήσεις – λίγο ελληνική ιστορία να διαβάσεις το καταλαβαίνεις. Οι πιο πολλοί διχασμοί σπανίως έγιναν για υπαρκτές πολιτικοϊδεολογικές διαφορές: οι οπαδοί του βασιλιά Κωνσταντίνου δεν τσακωνόντουσαν με αυτούς του Ελευθέριου Βενιζέλου γιατί ο πρώτος ήταν εκπρόσωπος της ολιγαρχίας και ο δεύτερος εκπρόσωπος της εργατικής τάξης – άλλα ήταν τα ζητήματα. Ακόμα και σήμερα στις εκλογές στην Ελλάδα κερδίζει «όποιος βάλει τα σωστά διλλήματα». Σε άλλες χώρες μετράνε τα προγράμματα των κομμάτων, η διάθεση για συνεργασίες, οι προσωπικότητες: εδώ το βασικό είναι η πόλωση – ο διχασμός για το διχασμό.

https://www.tovima.gr/wp-content/uploads/2020/10/28/vits50851603557483.jpg

Δεν διχαζόμαστε μόνο στην πολιτική: διχαζόμαστε σε όλα. Για την Αλίκη και την Καρέζη. Για τον Μπιθικώτση και τον Καζαντζίδη. Για το Μίκη και τον Χατζηδάκι. Για τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό. Για το καλοκαίρι και το χειμώνα. Για τα γεμιστά με κιμά ή χωρίς. Οσο πιο απλή είναι μια ιστορία, τόσο πιο εύκολο είναι να διχαστούμε: αρκεί το θέμα να δημιουργεί δυνατότητα αντίρρησης. Από την ώρα που η πανδημία άρχισε να γίνεται βάση κι αφορμή για συζητήσεις (ενώ είναι ένα αποκλειστικά υγειονομικό πρόβλημα η αντιμετώπιση του οποίου θα πρέπει να αφορά μόνο του ειδικούς…) η συνέπεια των τοποθετήσεων ήταν δεδομέν πως θα ήταν η φαγωμάρα. Ηταν λογικό π.χ να διχαστούμε και για τις μάσκες, από τη στιγμή που η ερώτηση ήταν αν θα πρεπε να τις φοράνε τα παιδιά. Το θέμα προσφέρονταν για αντιρρήσεις και γιατί είναι καθημερινό κι όσο πιο καθημερινό είναι κάτι τόσο πιο πολύ μας πορώνει.

Το καυσόξυλο του διχασμού

Κρατάω ως παράδειγμα την περίφημη  συζήτηση για τις μάσκες στα σχολεία (που νομίζω ότι τελείωσε…) γιατί είναι ένα πραγματικό παράδειγμα αντίρρησης για την αντίρρηση. Από πουθενά δεν πρόκυπτε ότι η μάσκα προκαλεί το οποιοδήποτε πρόβλημα – ακόμα και οι επικριτές της δυσκολεύονταν τότε να βρουν επιχειρήματα. Αλλά αρκούσε στις αρχές Σεπτέμβρη η συμβουλή των γιατρών για την χρησιμοποίησή της για να υπάρξουν αμέσως οι υπέρ και οι κατά. Οι πιο πολλοί από αυτούς που φώναζαν δεν έχουν πρόβλημα με τη μάσκα, απλά γουστάρουν την αντίδραση. Αν η συμβουλή των γιατρών ήταν να φοράμε ωτοασπίδες ή γυαλιά ηλίου σε κλειστούς χώρους πάλι το ίδιο θα συνέβαινε. Η συμβουλή είναι πάντα το πρόσχημα.

Το πιο εντυπωσιακό δεν ήταν ότι η μάσκα γίνονταν αντικείμενο αντίρρησης και σύμβολο καταπίεσης σε σημείο να την ποδοπατά μια κυρία στο Σύνταγμα μπροστά στον τηλεοπτικό φακό: το πραγματικά ενδιαφέρον (και για αυτό θα πρεπε να μιλήσουν οι ψυχοθεραπευτές…) είναι η εμμονή με τη μάσκα – κυρίως με τη μάσκα των άλλων. Ελευθερώνοντας ο καθένας το παιδάκι που κρύβει μέσα του, χιλιάδες άνθρωποι ασχολούνταν με το αν φοράει σωστά τη μάσκα ένας Υπουργός ή με το τι είδους μάσκα φοράει. Ο δήμαρχος της Αθήνας είχε εισπράξει δεκάδες επικρίσεις γιατί εμφανίστηκε χωρίς μάσκα σε συναυλία στην Τεχνόπολη – μάλιστα απάντησε στις επικρίσεις με μια ανάρτηση στο FaceBook λέγοντας πολλά χωρίς να δώσει καμία εξήγηση, πράγμα που σημαίνει πως θα γίνει καλός πολιτικός. Φυσικά το ότι δεν φορούσε μάσκα δεν τον τιμά, αλλά το αστείο της υπόθεσης ήταν το γιατί επικρίθηκε: οι πιο πολλοί πρόβαλαν την εικόνα του δημάρχου χωρίς μάσκα για να στηρίξουν θεωρίες συνωμοσίες ή για να δικαιολογήσουν τις δικές τους αρνήσεις. «Αφού δεν φοράει αυτός, τότε κακώς μας ζητάνε να φορέσουμε εμείς» αυτό ήταν το επαναλαμβανόμενο σχόλιο. Το οποίο ήταν απόδειξη κουταμάρας και τίποτα περισσότερο. Όπως κουταμάρες αποδείχτηκαν και οι προβλέψεις ότι θα λιποθυμούν τα παιδιά, ότι θα αποκτήσουν αναπνευστικό πρόβλημα, ότι θα κολλήσουν εξαιτίας της μάσκας άλλες ασθένειες κτλ. Όλα αποδείχτηκαν μπούρδες. Αλλά η μπούρδα, ήταν και είναι πάντα το καυσόξυλο της φωτιάς του διχασμού.  

Ψεκασμένες ερμηνείες και απλοποιήσεις

Τα social media μεγάλωσαν την ευκολία με την οποία κάνουμε διχαστικές συζητήσεις: είναι σαν να μπήκαν στη ζωή μας για αυτό. Γιγαντώθηκαν τον καιρό «του αντιμνημονίου», προσφέρονται για αντιπαραθέσεις, καυγάδες εξ αποστάσεως, εκτόνωση. «Αν δεν υπήρχαν θα δερνόμασταν στους δρόμους» μου λεγε ένας φίλος έξι – επτά χρόνια πριν. Δεν διαφωνώ για την ψυχοθεραπευτική χρησιμότητα τους, αλλά ακόμα και η όποια εκτόνωση διαρκεί λίγο. Στον δε καιρό της πανδημίας δίπλα στο διαδικτυακό θόρυβο προστέθηκαν και τα fake news, οι αναλύσεις της πλάκας, οι ερμηνείες των ψεκασμένων και οι απλοποιήσεις που απλά μεγάλωσαν την έλλειψη σεβασμού των μέτρων. Πόσες φορές δεν έχετε διαβάσει ότι υπεύθυνα για τη διασπορά του ιού είναι τα μέσα μαζικής μεταφοράς π.χ; Σίγουρα ένα πρόβλημα προκαλεί ο συνωστισμός στα λεωφορεία ή στο μετρό. Αλλά στα Γιάννινα μετρό δεν έχει ακόμα και στις Σέρρες σίγουρα δεν συνωστίζονται στα λεωφορεία. Και οι δυο πόλεις είναι σε διαδικασία lockdown. Η πρώτη γιατί το παράκανε το φοιτηταριό με τα πάρτι και η δεύτερη γιατί κάθε Σαββατοκύριακο γέμιζε από Θεσσαλονικείς που πήγαιναν εκεί για να επισκεφτούν τα τοπικά μπαρ, επειδή αυτά της συμπρωτεύουσας έκλιναν τα μεσάνυχτα.    

https://boxnews.gr/wp-content/uploads/2020/10/koronoios-covid-19-2.jpg

Οι πιο άχρηστες φωνές

Οι φωνές για τις μάσκες στα σχολεία ήταν οι πιο άχρηστες φωνές που υπήρξαν ποτέ γιατί ενώ θεωρητικά αφορούσαν τα παιδιά στην πραγματικότητα πρωταγωνιστές ήταν οι γονείς και μόνο. Ηταν φωνές αγανακτισμένων με μια χαμένη υπόθεση – χαμένη γιατί δεν υπήρχε. Ούτε τα παιδιά θα πάθαιναν τίποτα επειδή φορούν μάσκες, ούτε θα γινόταν καλύτερα παιδιά, αν μάσκες δεν φορούσαν. Η μάσκα προστατεύει από τα μικρόβια, δηλαδή κάνει τα παιδιά λιγότερο επικίνδυνα για τους γονείς, τις γιαγιάδες και τους παππούδες, τους θείους και τους γείτονες. Το ότι κάποιοι παρουσίαζαν τη μάσκα ως αιτία για να γίνει επανάσταση είναι ένα δικό τους υπαρξιακό πρόβλημα. Ως ευκαιρία για να λύσουμε τα υπαρξιακά μας προβλήματα αντιμετωπίζουμε πλεον και την πανδημία: βλέπουμε σε αυτή τον περιορισμό των δημοκρατικών μας δικαιωμάτων, ελπίζοντας σε μια μεγάλη επανάσταση π.χ λες και είναι δημοκρατικό δικαίωμα να οδηγείς στο δρόμο ανάποδα ή να κατουράς όπου θέλεις ή να πετάς πέτρες σε μια πλατεία και να γελάς με τα κεφάλια που σπάνε. Αντε λοιπόν να την κάνουμε την παγκόσμια επανάσταση και να πεθάνουν οι παππούδες μας και οι γονείς μας από τον ιό που δεν μας αφήνει να παρτάρουμε. Αλλά σε λίγο δεν θα χωράμε ούτε εμείς στα νοσοκομεία.   

Το μόνο παράξενο

Δεν είναι παράξενο ότι αυξήθηκαν τα κρούσματα: το προσπαθήσαμε και το πετύχαμε με την έλλειψη υπευθυνότητας και την διάθεση για αμφιβολία που μας διακρίνει. Το παράξενο ήταν η σύμπνοια που ως λαός δείξαμε πέρυσι τον Μάρτιο, η σοβαρότητα που αντιμετωπίσαμε τότε το πράγμα και εκείνη η προσοχή μας. Εκείνα ήταν τα σπάνια. Το να πλακωνόμαστε μεταξύ μας για να βρίζει ο ένας τις εκκλησίες κι ο άλλος τις διαδηλώσεις είναι ο κανόνας. Της φαγωμάρας…