Το κομμάτι και το παζλ

Το κομμάτι και το παζλ


Μολονότι βρισκόμαστε ακόμα στον Ιούνιο και οι μεταγραφές τελειώνουν τον Σεπτέμβριο είναι εύκολο να πεις ότι ο Σεμέδο θα είναι η ακριβότερη μεταγραφή της χρονιάς: αν εξαντλήσει το τετραετές συμβόλαιό του θα στοιχίσει στον Ολυμπιακός πάνω από δώδεκα εκατομμύρια ευρώ κι αυτά τα χρήματα στην Ελλάδα τα δίνει για παίκτες μόνο ο Ολυμπιακός. Ο Πορτογάλος δεν είναι ο πιο ακριβός αμυντικός που έχει αποκτήσει ο Ολυμπιακός τα τελευταία χρόνια – για τον Ενχελς πλήρωσε περισσότερα, αλλά όταν απέκτησε το Βέλγο είχε πουλήσει τον Ρέτσο και είχε προκριθεί και τους ομίλους του Τσάμπιονς λιγκ. Για τον Σεμέδο έδωσε μόλις 1,5 εκατ ευρώ λιγότερα χωρίς να έχει εξασφαλίσει ούτε την παρουσία του σε ομίλους του Γιουρόπα λιγκ. Εδωσε πολλά για να λύσει το πρόβλημα του στόπερ, όπως πολλά έδωσε κάποτε στο Ρομπέρτο και φέτος στον Σα για να λύσει το πρόβλημα του τερματοφύλακα, όπως πολλά έδωσε πέρυσι για τον Γκιγιέρμε για να βρει το χαφ που χε ανάγκη – πάντα δίνει πολλά όταν χρειαστεί. Το τι θα κάνει ο Σεμέδο θα το δούμε στο γήπεδο, αλλά είναι σημαντικό ότι αποκτήθηκε με υπόδειξη του προπονητή, ενώ ο Ενχελς π.χ είχε αποκτηθεί γιατί απλά εκείνη τη στιγμή έμοιαζε ο καλύτερος διαθέσιμος – είμασταν στο τέλος του καλοκαιριού. Επίσης ο Βέλγος αποκτήθηκε στο μάξιμουμ της τιμής του, ενώ για τον Σεμέδο η Βιαγιαρεάλ είχε δώσει προ διετίας 15 εκατ ευρώ. Αν δεν είχε τις γνωστές περιπέτειές του το πιθανότερο είναι ότι τώρα θα κόστιζε 25 εκατ τουλάχιστον. Λογικά με όσα πέρασε, ωρίμασε.    

 

Γεννημένος στόπερ

Ο Σεμέδο είναι γρήγορος, σκληρός και έμπειρος. Είναι σίγουρα ο αμυντικός που υπόσχεται ότι θα λύσει τα προβλήματα του Ολυμπιακού περισσότερο από οποιονδήποτε τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι Μέλμπεργκ (διότι δεν έχει την τρομερή ηρεμία του Σουηδού που έχει αγωνιστεί κάποτε με τον Ολυμπιακό σε έξι ματς του Τσάμπιονς λιγκ χωρίς να κάνει φάουλ!) και το λέω γιατί ο Μέλμπεργκ είναι ένα είδος καψούρας των οπαδών του Ολυμπιακού: μετά την φυγή του τον εξιδανίκευσαν. Εχει περισσότερο το στυλ του Φαν Ντάικ, του Ντάβινσον Σάντσες της Τότεναμ, του Ρούμπεν Ντίαζ που αφήνει την Μπενφίκα για την Γιούβε. Φυσικά δεν έχει τις δικές τους αρετές: αν τις είχε θα κόστιζε δεκάδες εκατομμύρια. Ωστόσο έχει ένα χαρακτηριστικό που είχε κι ο Μέλμπεργκ – κι ας μην μοιάζει με τον Σουηδό: είναι η περίπτωση του αμυντικού που «γεμίζει» την περιοχή, που τον βλέπεις και λες ότι αυτός είναι γεννημένος στόπερ.

Τομεάρχης, που λεν και οι Ιταλοί

Υπάρχει μια ωραία ιταλική ποδοσφαιρική έκφραση που στα ελληνικά δεν μπορεί να μεταφραστεί και όταν μιλάμε για χαρακτηριστικά και προσωπικότητα ποδοσφαιριστών τη βρίσκω αρκετά χρήσιμη: είναι η έκφραση «fa reparto da solo». Οι Ιταλοί τη χρησιμοποιούν όταν θέλουν να καταδείξουν πόσο σημαντική είναι τακτικά η προσφορά ενός ποδοσφαιριστή, πόσο δηλαδή αυτός ανεβάζει το επίπεδο της ομάδας χάρη στην παρουσία του που μπορεί, στην περίπτωση του, να είναι και πιο σημαντική από το παιγνίδι του. Η λέξη «reparto» σημαίνει «τομέας» ή και «τμήμα». Όταν οι Ιταλοί λένε ότι ένας ποδοσφαιριστής «fa repartο» δεν εννοούν απλώς ότι ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους, αλλά υποστηρίζουν (έστω και με μια μικρή δόση άγιας υπερβολής) ότι αναλαμβάνει ως έχων ειδικότητα ένα πολύ ιδιαίτερο τομέα ευθύνης και ότι είναι η δική του παρουσία αυτή που επιτρέπει στη γραμμή που αγωνίζεται να γίνεται καλύτερη. Συχνά η έκφραση συνοδεύει κυνηγούς που παίζουν μόνοι στη γραμμή της επίθεσης και παρόλα αυτά κρατούν πίσω τρεις και τέσσερις αμυντικούς. Οι Ιταλοί που πιστεύουν ότι η άμυνα είναι συνολική δουλειά σπανίως τη χρησιμοποιούν για αμυντικούς που δεν λέγονται Μπαρέζι, Νέστα, Καναβάρο. Στην Ελλάδα η συγκεκριμένη έκφραση ταίριαζε κάποτε γάντι στον Ολοφ Μέλμπεργκ. Νομίζω ταιριάζει και στον Σεμέδο, αλλά για διαφορετικούς λόγους: ο Μέλμπεργκ ήταν κάτι σαν παιδαγωγός, ο Πορτογάλος είναι αγρίμι συνηθισμένο να παίζει μόνο του. Αρκεί βέβαια να έχει το μυαλό του στο γήπεδο.  

Οποτε κι όταν χρειαστεί

Ο Μαρτίνς τον ξέρει και ξέρει και πως θα τον χρησιμοποιήσει. Αλλά πρέπει ως προπονητής να δείξει και ότι μπορεί να φτιάξει ένα Ολυμπιακό ικανό να παίζει και άμυνα, όποτε και όταν χρειαστεί. Πέρυσι τέτοια εποχή ο Μαρτίνς, όταν ξεκίνησε στον Ολυμπιακό, δεν είχε ούτε γνώση του υλικού, ούτε γνώση του πρωταθλήματος. Εχει όμως την δική του ιδιαίτερη αντίληψη για το ποδόσφαιρο κι αυτό τον βοήθησε. Σε πείσμα της λογικής των περισσότερων  προπονητών που λένε ότι «όταν ξεκινάς σε μια ομάδα για να κερδίσεις χρόνο πρέπει να την μάθεις να ταμπουρώνεται», ο Μαρτίνς το περασμένο καλοκαίρι δίδασκε 4-3-3 και μόνο. Γιατί; Όχι φυσικά γιατί είναι μονοδιάστατος ή επιδειξίας, αλλά γιατί το συγκεκριμένο σχήμα βολεύει περισσότερο, κατά τη γνώμη του, όταν θες να φτιάξεις μια καινούργια ομάδα. Οι πλάγιοι επιθετικοί κι αμυντικοί, που χρησιμοποίησε ενθαρρύνονταν στο να δημιουργούν, ο Φορτούνης είχε επιλογές πάσας, κι ο Ολυμπιακός άρχισε να αποκτά επιθετική υπόσταση, πριν καν αποκτήσει τα χαρακτηριστικά του ως ομάδα. Μάλιστα είχε ενδιαφέρον ότι αυτή η προσπάθεια του Μαρτίνς να βρει μια επίθεση έβγαζε στο φως και επιθετικές δυσκολίες που φάνηκαν και στο πρώτο μέρος της σεζόν: ο Ολυμπιακός σκόραρε λιγότερο από όσο έπρεπε με βάση το πόσο προσπαθούσε. Την ίδια στιγμή για την άμυνα υπήρχε λιγότερη προσοχή – ο Πορτογάλος διάλεξε αρχικά το δίδυμο Μιράντα – Βούκοβιτς γιατί έβγαζαν καλά τη μπάλα μπροστά: ο Σισέ και οι πρωτοβουλίες του τον τρόμαζαν κι ο Μεριά δεν είχε ξαναπαίξει στην Ευρώπη. Κι αυτός ήθελε να μάθει στην ομάδα κυρίως να επιτίθεται – χρόνο για κατήχηση αμυντικών δεν αφιέρωσε.  

  

Δουλειά κι από τους άλλους

Ο Σεμέδο ήταν απαραίτητος κι όποιος άλλος μπακ έρθει στον Ολυμπιακό είναι καλοδεχούμενος, αλλά δεν μπορείς να είσαι βέβαιος ότι θα γίνει η καλύτερη δουλειά στην άμυνα, αν στην άμυνα δεν δείχνεις λίγη προσοχή παραπάνω. Ο Μαρτίνς θέλει «μπαλάτα» χαφ: δεν έχω αντίρρηση αλλά πρέπει να παίζουν και χωρίς τη μπάλα. Πέρυσι, ειδικά όταν κουράστηκε ο Καμαρά (κι έχασε και κάποια παιγνίδια λόγω τραυματισμών), φίλτρο στη μεσαία γραμμή δεν υπήρχε: ο Γκιγιέρμε είναι ένας σπουδαίος μποξ του μποξ παίκτης και το ίδιο έχει αρχίσει να κάνει σωστά κι ο Μπουχαλάκης – αλλά χωρίς κόφτη, όταν η ομάδα έχανε τη μπάλα, η άμυνα ήταν συχνά απροστάτευτή. Ειδικά στο ξεκίνημα των αγώνων και μέχρι το φλιπεράκι στη μεσαία γραμμή ν αρχίσει να λειτουργεί, ο Ολυμπιακός δεχόταν φάσεις είτε έπαιζε με την ΑΕΚ και την ΠΑΟΚ, είτε με τον Πανιώνιο, τον Ατρόμητο και τον Αρη στο Καραϊσκάκη. Γιατί; Γιατί όλοι είχαν πάντα το μυαλό τους μπροστά – εκεί που τους αρέσει να παίζουν.

Οι τρέλες του Πορτογάλου δεν με τρομάζουν: με τους τρελούς δεν έχουμε πρόβλημα στην Ελλάδα, τους λογικούς τρελαίνουμε. Ο Σεμέδο έχει ένα χάρισμα: μπορεί να παίξει με οποιοδήποτε άλλο στόπερ υπάρχει στον Ολυμπιακό. Θα βγαίνει πρώτος αυτός στη μπάλα, αν πχ έχει δίπλα του τον Μεριά ή θα κάθεται δυο βηματάκια πίσω αν έχει τον Σισέ ή τον Μπα. Αλλά δεν μπορεί να παίξει άμυνα για όλους. Κι ο Μαρτίνς οφείλει να μάθει την αξία της σε όλους τους υπόλοιπους. Αλλιώς πάλι θα μιλάμε για τα στόπερ, ενώ πλέον στόπερ υπάρχουν πολλά και ακριβά.