Τι δηλαδη δεν είναι γνωστό;

Τι δηλαδη δεν είναι γνωστό;


Διαβάζω διάφορα που γράφονται εδώ και μέρες για μια εισαγγελική έρευνα που αφορά το πρωτάθλημα της Σουπερλίγκ2. Γίνονται αναφορές σε συγκεκριμένες ομάδες (την Παναχαϊκή, την Ιεράπετρα και τον Ηρόδοτο), τονίζεται ότι στην ιστορία εμπλέκεται με κάποιο τρόπο η Interpol, κυκλοφορεί ως φήμη ότι δόθηκαν καταθέσεις από 47 εμπλεκόμενους (όχι μόνο παράγοντες αλλά και ποδοσφαιριστές – ακόμα και αντζέντηδες) και τονίζεται πως είναι θέμα χρόνου να βρεθούν ως εμπλεκόμενες κι άλλες ομάδες, πολλές μάλιστα. Πολλά από τα δημοσιεύματα που αφορούν τα συγκεκριμένα περιστατικά εμφανίζονται μάλιστα σε επαρχιακές εφημερίδες: το κρατάω ως απόδειξη πως κάτι συμβαίνει – από τα δημοσιεύματα φαίνεται πως σε διάφορες επαρχιακές πόλεις είτε ανοίγουν στόματα, είτε κάποιοι φοβούνται και χτίζουν με διαρροές μια πρώτη υπεράσπιση. Θα βγει κάτι από όλο αυτό; Πολύ φοβάμαι πως όχι.

Απλό συμπέρασμα

Η δική μου ανάγνωση της ιστορίας καταλήγει σε ένα απλό συμπέρασμα. Κάποιοι λειτουργοί της δικαιοσύνης κινήθηκαν αυτοβούλως το μήνα της υπηρεσιακής κυβέρνησης τρέχοντας μια έρευνα που είχε ανοίξει καιρό πριν. Εψαξαν μερικές ιστορίες που βασίζονται στους γνωστούς φακέλους της Radar και βρήκαν κάποιες ενδείξεις που αποφάσισαν να διερευνήσουν. Και τώρα σιγά σιγά όλα θα μπουν κάτω από το χαλάκι:  ή όλα θα καταλήξουν στο αρχείο ή, η όποια έρευνα, θα περιοριστεί σε ευθύνες παραγόντων  ομάδων της Β Εθνικής. Το πράγμα θα γίνει ένα ακόμα «να χαμε να λέγαμε». Και γιατί δεν υπάρχει κυβερνητική βούληση και γιατί δεν υπάρχουν άνθρωποι να συντονίσουν ένα αληθινό μηχανισμό έρευνας των όποιων ενδείξεων που κατά καιρούς προκύπτουν.

Ιστορίες για αγρίους

Στην Ελλάδα, όταν έρευνες γίνονται, είναι γιατί οι εκάστοτε κυβερνήσεις αποφασίζουν να κάνουν δύσκολη τη ζωή κάποιου συγκεκριμένου επιχειρηματία: κανονική έρευνα για το ποδόσφαιρο, χωρίς στοχοποιήσεις και επικοινωνιακές μεθοδεύεις, δεν έχει γίνει ποτέ. Πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια, το 2008, δημοσίευα συχνά πυκνά στην SportDay ιστορίες από το απίθανο πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής μας – αυτό που η Radar θεωρεί ένα από τα πιο διεφθαρμένα στην Ευρώπη. Ηταν ιστορίες συνήθως με διαιτητές και είχα καλή πληροφόρηση από «θηρία», όπως ήταν ο Γιάννης Παπαδάκος κι ο Περικλής Βασιλάκης που γνώριζαν το χώρο καλύτερα από όλους. Θυμάμαι ακόμα κάτι περιστατικά που δυσκολευόμουν να πιστέψω. Εκείνο τον καιρό , μετά από ένα ματς Κέρκυρα – Ολυμπιακός Βόλου (2-3) οι φιλοξενούμενοι είχαν βγάλει ανακοίνωση κατά της διαιτησίας μολονότι κέρδισαν: ήταν η πρώτη φορά που είχε συμβεί στην ιστορία! Στόχος της ανακοίνωσης ήταν ένας διαιτητής από την Αρτα με το όνομα Τζούβανος – καλή του ώρα. Εβλεπες το ματς κι αναρωτιόσουν (με φιλοσοφική διάθεση πάντα…) για τα όρια του ανθρώπινου λάθους. Είχα καθίσει να δω τι συνέβαινε στο πρωτάθλημα αυτό και σε μια μόλις αγωνιστική είχα δει πολλά αχαρακτήριστα. Θυμάμαι σαν χθες τον Γιώργο Κωστίκο, μετά από ένα ματς Καλαμαριά – Βέροια (0-1), να ορκίζεται πως δεν θα αφήσει το παιδί του να ξαναδεί ελληνικό ποδόσφαιρο: ένα πέναλτι που είχε κρίνει το ματς κι είχε δώσει ένας διαιτητής με το όνομα Σπύρου ήταν απερίγραπτο. Την ίδια αγωνιστική ο μετέπειτα σταρ στην πρώτη κατηγορία Κύζας είχε αποβάλει δυο παίκτες της Καλαμάτας σε ένα παιγνίδι της με την Καβάλα για λόγους ακατανόητους, ενώ ένα διαιτητή με το όνομα Πρωτοψάλτη τον είχαν πάρει στο κυνηγητό οι οπαδοί του Εθνικού μολονότι με ένα γκολ του βετεράνου τότε Ναλιτζή, η ομάδα τους είχε κερδίσει τον Εθνικό Αστέρα. 

Καυγάς για τον Τσίτσο

Εκτοτε, και για καιρό, έγραφα τις ιστορίες για αγρίους που άκουγα διαρκώς. Θυμάμαι ένα καυγά δυο σημαντικών προέδρων για την διαιτησία ενός ρέφερι, που για να μην αποκαλύψω το αληθινό του όνομα τον αποκαλούσα «Τσίτσο». Ο πρόεδρος μιας ΕΠΣ είχε δώσει διαβεβαιώσεις και στους δυο ότι ο «Τσίτσος» θα τους βοηθήσει. Στάθηκε αδύνατο να το κάνει κι ο χαμένος του ματς πρόεδρος, αφού αρχικά έδειξε αξιοζήλευτη για τα δεδομένα του ψυχραιμία, μετά καταράστηκε τον διαιτητή κι επειδή ήταν και θεοσεβούμενος δικαιώθηκε από το Μεγαλοδύναμο: το σπίτι του «Τσίτσου» μετά από κάτι μήνες πήρε φωτιά. Όταν η ιστορία έγινε γνωστή, ένας άλλος ρέφερι που είχε αδικήσει τον ίδιο ταραγμένο πρόεδρο πήγε γονατιστός, λέγανε, σπίτι του, και του υποσχέθηκε ότι θα προσεύχεται μαζί του – πράγμα που έγινε κυριολεκτικά: άφωνη η γυναίκα του προέδρου γυρίζοντας σπίτι βρήκε τους δυο να ψέλνουν το «Τη Υπερμάχω». Στον θαυμαστό κόσμο της Β Εθνικής μάθαινες από το Σάββατο ποιος προπονητής θα απολυόταν ακόμα κι αν κέρδιζε. Σου λέγανε για διαιτητές που γέμιζαν καλάθια σε συγκεκριμένα σουπερμάρκετ χωρίς να πληρώνουν, για παράγοντες που δήλωναν εισαγωγείς αυτοκινήτων χωρίς να έχουν μάντρες ή έστω δεύτερο δικό τους αυτοκίνητο, για ποδοσφαιριστές που έπαιρναν τηλέφωνα οι ίδιοι τον αντζέντη τους και του λέγανε «έλα να με δεις αύριο». Και άλλα πολλά.

Κατι να γελάσει ο άνθρωπος

Εκείνες οι ιστορίες είχαν σταθεί λόγος για να με φωνάξει τότε ο πιο σοβαρός εισαγγελέας του Κράτους – όχι αθλητικός, η θέση του αθλητικού εισαγγελέα δεν υπήρχε. Με ρώτησε πόσα από αυτά είναι αλήθεια και του είχα πει όλα. Νόμιζα πως θα διατάξει κάποια έρευνα ή κάτι τέτοιο: ο άνθρωπος αποδείχτηκε πως ήθελε απλά να του πω αδημοσίευτες ιστορίες για να γελάσει. Γιατί για κάποιους ανθρώπους (που είναι και οι περισσότεροι από όσους κατέχουν θέσεις ευθύνης) το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι απλά μια ευκαιρία για γέλια: τίποτα άλλο.

Δεν υπάρχει κανένα πρωτάθλημα Β’ Εθνικής στο οποίο γίνονται όργια: υπάρχει ένα ελληνικό ποδόσφαιρο που ζει μέρες αθλιότητας χρόνια τώρα. Δεν υπάρχουν βρώμικες ομάδες της Β Εθνικής, που γίνονται καθαρές όταν ανεβαίνουν στη Σουπερλίγκα. Κανείς δεν έχει όρεξη να ψάξει τίποτα γιατί όλα είναι γνωστά: οι άνθρωποι, που στο παρασκήνιο πρωταγωνιστούν, δεν προέκυψαν από παρθενογένεση. Δεν υπάρχουν διεφθαρμένοι παράγοντες που στήνουν ματς: υπάρχουν παράγοντες που για να κάνουν ό,τι κάνουν παίρνουν άδειες από όσους το σύστημα το ελέγχουν. Τίποτα δεν είναι δωρεάν: όποιος έχει την εποπτεία του χώρου εισπράττει κανονικά τα ποσοστά του. Χρόνια τώρα, όπως οι εισαγγελείς, οι Υπουργοί, οι Πρωθυπουργοί γελάνε ακούγοντας ιστορίες για το ποδόσφαιρο, έτσι γελάνε με τις Ράνταρ και τις Ιντερπόλ όσοι από το ποδόσφαιρο βγάζουν χρήματα για να παρέχουν υπηρεσίες: υπηρεσία δεν είναι μόνο η άνοδος στην μεγάλη κατηγορία ή η αποφυγή του υποβιβασμού, είναι και κάθε είδους καλύψεις, ώστε να μπορούν αυτοί που τις εξασφαλίζουν να δουλεύουν. Αυτοί που θα πρεπε να νοιάζονται για την καθαρότητα του χώρου γελάνε με την βρωμιά. Κι αυτοί που ελέγχουν το χώρο γελάνε γιατί γίνονται πλούσιοι χωρίς στη ζωή τους να έχουν δουλέψει μια μέρα. Γενικά όλοι γελάνε γιατί είμαστε για γέλια…