Τα χαμένα καλά αποδυτήρια

Τα χαμένα καλά αποδυτήρια


Διαβάζω κι εγώ, όπως πολλοί άλλοι πιστεύω, όσα συνέβαιναν  τον τελευταίο καιρό στο ΣΥΡΙΖΑ και δεν είχαν δει το φως της δημοσιότητας ποτέ. Διαβάζω για τους καυγάδες του Δημήτρη Τζανακόπουλου με τον Πάνο Ρήγο που έφτασαν να παίξουν ξύλο, για τις επιθέσεις στους προερχόμενους από το ΠΑΣΟΚ συνεργαζόμενους, που κάποιοι τους αποκαλούσαν «σκουπίδια», για την μουρμούρα για τα πεπραγμένα του Γιώργου Βασιλειάδη και της Ράνιας Σβίγγου που «τρέχουν» καιρό τώρα το κόμμα, για τις διαρροές περί αλλαγής ακόμα και του ονόματος του κόμματος κι ενώ ο Τσίπρας δεν είχε καν παραιτηθεί. Ακούω στελέχη που γκρινιάζουν για όσα γίνονταν, σαν να μην ζούσαν εντός του κόμματος – ο Στέλιος Κούλογλου είπε πχ ότι «για αρκετούς ο Τσίπρας ήταν κάτι σαν επάγγελμα».

Συμβαίνει και στον ΣΥΡΙΖΑ ό,τι και στις ποδοσφαιρικές (κι όχι μόνο) ομάδες όταν φεύγει ένας προπονητής: μια σειρά από αποκαλύψεις οδηγούν στο συμπέρασμα πως όποιος φεύγει «έχει χάσει τα αποδυτήρια». Τι σημαίνει η κάπως αστεία αυτή φράση; Οτι καιρό τώρα γινόταν ο κακός χαμός. Και ότι η φροντίδα όσων διοικούν ήταν μια και μόνο: να μην μάθει κανείς ποτέ ό,τι συνέβαινε. Διότι η βεβαιότητα που έχουν όλοι όσοι ασχολούνται με τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους είναι ότι αυτοί επηρεάζουν τόσο πολύ την κοινή γνώμη που χρειάζονται για ένα μόνο λόγο: για να μην λένε τίποτα!

 Για να μην γράφουν

Η αφελέστατη αντίληψη που υπάρχει παντού (και στην πολιτική και στο ποδόσφαιρο κι οπουδήποτε υπάρχει μια ανάγκη διοίκησης) είναι ότι αν κάτι δεν το γράφουν οι δημοσιογράφοι δεν υπάρχει. Η άποψη είναι βλακώδης, αλλά μαρτυρά και το είδος των αντιλήψεων που έχουν όσοι γενικώς διοικούν: διοίκηση είναι πλέον το να ασχολείσαι με τους δημοσιογράφους για να μην γράφουν το παραμικρό. Οποιοι αυτό το πιστεύουν, νομίζουν πως η σιωπή τα κάνει όλα καταπληκτικά: ο Τζανακόπουλος θα κυκλοφορεί αγκαλιά με τον Ρήγο, τα αποδυτήρια των ομάδων θα είναι γεμάτα από αγαπημένους παίκτες και προπονητές, ο κόσμος θα είναι υπέροχος, κι επιτέλους θα πάμε όλοι διακοπές, που έλεγε κι ο Ουγκουνσότο. Αρκεί να μην κυκλοφορούν δυσάρεστα.  

Κανονικότατη δουλειά

Το αστείο της υπόθεσης είναι πως αν ο στόχος των κάθε λογιών διοικήσεων είναι να μην γράφουν τίποτα οι δημοσιογράφοι, τουλάχιστον μέχρι να προκύψει μια αντάρα από αυτές που δεν συμμαζεύονται, ο στόχος επετεύχθη! Λένε πως για να ελέγχεις τους δημοσιογράφους υπάρχουν δυο τρόποι: ή να τους πληρώνεις (με κάποιο τρόπο) ή να σε φοβούνται – το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Εγώ πάλι λέω ότι τίποτα πια από αυτά δεν χρειάζεται: η κρίση της δημοσιογραφίας είναι τόσο μεγάλη ώστε η αυτολογοκρισία είναι δουλειά. Κανονικότατη. 

Η λατρεία για τον έλεγχο της ενημέρωσης, δηλαδή τους δημοσιογράφους, έχει πάει στην Ελλάδα σε άλλο επίπεδο – κι όλο αυτό ενώ το συγκεκριμένο επάγγελμα οδηγείται σταδιακά σε εξαφάνιση. Χάρη στον Κώστα Γιαννακίδη κι ένα εξαιρετικό του κομμάτι στο Βήμα της περασμένης Κυριακής έμαθα πρόσφατα πως κάθε Υπουργός μπορεί, λέει, να προσλάβει δυο δημοσιογράφους κι εννιά μετακλητούς υπαλλήλους, ενώ κάθε Υφυπουργός μπορεί να προσλάβει έξι μετακλητούς και κανένα δημοσιογράφο – τι ντροπή! Αναρωτιόμουν τι να τους κάνει κάθε Υπουργός δυο δημοσιογράφους, όταν στο Υπουργείο θα βρει ένα γραφείο Τύπου και μπορεί να αλλάξει τον διευθυντή του, αλλά από το κομμάτι του Γιαννακίδη ανακάλυψα κάτι ακόμα πιο ενδιαφέρον: αν Υπουργοί και Υφυπουργοί χρειάζονται περισσότερους δημοσιογράφους μπορεί λέει να τους πάρουν υπό την προϋπόθεση πως αυτοί θα καταλάβουν θέσεις μετακλητών – κι αυτό τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια συμβαίνει κατά κόρον! Μάλιστα μετακλητούς, που μπορεί να είναι και δημοσιογράφοι, μπορεί να προσλάβουν και οι γενικοί γραμματείς των Υπουργείων. Ετσι οι δημοσιογράφοι εμφανίζονται παντού: ως σύμβουλοι, ως υπεύθυνοι επικοινωνίας, ως διευθυντές, ως στελέχη γραφείων Τύπου, ως γνώστες της λειτουργείας των Social Media κτλ. Ολοι τους μπορεί να έχουν κάποιο βαρύγδουπο τίτλο ενώ η αποστολή τους είναι μια: να μην γράφεται τίποτα κακό και να μην υπάρχει καμία διαρροή.

Το πόσο καλά κάνουν τη δουλειά το καταλαβαίνεις από την γενικότερη σιωπή. Μόνο που η σιωπή δεν αποτρέπει τον Τζανακόπουλο από το να πλακώσει τον Ρήγο και δεν οδηγεί τον Σλούκα στην αγκαλιά του Μπαρτζώκα. Δεν κάνει επίσης εξαιρετικό επαγγελματία τον Μπέικον και δεν δικαιώνει καμία απολύτως μεταγραφική πολιτική, όταν αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας κακής ομάδας. Στο τέλος η πραγματικότητας είναι μια και μόνη και δεν γίνεται να την μακιγιάρεις. Οσο και να φωνάζει η Πόπη Τσαπανίδου «πρόεδρε έλα με φόρα», ο πρόεδρος δεν περπατάει γιατί κούρασε. Οσο και να καθησυχάζουν οι ρεπόρτερ ότι όλα σε μια ομάδα είναι υπό έλεγχο, όταν οι νίκες σταματήσουν, θα μιλούν για «χαμένα αποδυτήρια» και θα γελάει ο κόσμος. Κι όσο κι αν οι δημοσιογράφοι για να τα έχουν καλά με τις διοικήσεις (και να μπορούν να βγάζουν τα προς το ζειν) δεν αναδεικνύουν προβλήματα, περιγράφοντας ευτυχισμένες ομάδες κι ευτυχισμένα κόμματα που προφανώς δεν υπάρχουν, πάντα θα εμφανίζεται ένας Ντιρκ Γουίλιαμς που θα πει πως στον Παναθηναϊκό πολλά είναι τόσο λάθος, που δεν αρκεί ακόμα κι ο Αταμάν για να τα διορθώσει. Το ό,τι κανείς δημοσιογράφος δεν θα τον ρωτήσει τι εννοεί, δεν σημαίνει πως η δήλωση δεν έγινε. Το αν θα αποδειχτεί προφητική θα το δούμε, αλλά ο τύπος φεύγοντας δεν κρύφτηκε. Και γιατί να το κάνει; Με την συνείδησή του θέλει να τα έχει καλά και δεν έχει σκοπό να φάει τα χρήματα σε ψυχαναλυτή: ψυχαναλυτές χρειάζονται όσοι νομίζουν πως καλή διοίκηση είναι αυτή που επιβάλει ένα κανόνα σιωπής, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα. Κρίμα που δεν ισχύει: θα είχαμε τις καλύτερες διοικήσεις στον κόσμο.

Καταντά αυτοσκοπός

Η τρέλα του να φαίνεται προς τα έξω πως όλα πάνε καλά απονευρώνει τις διοικήσεις, όπου αυτές υπάρχουν και είναι αναγκαίες. Η επικοινωνία έχει ένα κακό: όσο χρήσιμη κι αν είναι καταντά αυτοσκοπός. Στο τέλος δεν κάνεις τίποτα άλλο παρά να ασχολείσαι με αυτή, διότι τα αποτελέσματα είναι και απτά: τα βλέπεις. Μπορείς πχ να χαίρεσαι γιατί δεν μιλάει κανείς, αλλά τι νόημα έχει αυτό όταν ο Τζανακόπουλος παίζει ξύλο με τον Ρήγο ή όταν πάντα θα βρεθεί ένας Ντιρκ Γουίλιαμς που φεύγοντας θα πει ενοχλητικές αλήθειες;

Τι προσφέρει η εμονική ενασχόληση με την επικοινωνία; Νομίζω τίποτα πιο πολύ από την ψευδαίσθηση ενός ελέγχου – αν, όμως, ο κόσμος δεν βλέπει αποτελέσματα, κι ο έλεγχος δεν σε σώζει. Ωραία δεν λέει κανείς τον παραμικρό. Και; Τι σημαίνει αυτό; Ότι λύνονται προβλήματα; Ότι προκύπτουν καλύτερες ομάδες; Ότι ο ηγέτης (όποιος κι αν είναι κι όπως και να τον λένε) είναι ένας γίγαντας; Δεν ισχύει. Στην πρώτη κρίση όλα βγαίνουν στο φως. Τα αποδυτήρια ξαφνικά δεν είναι καλά. Τα καλά παιδιά είναι παλιόπαιδα. Η ομάδα χειρότερη. Και το κάτω από το 20% στις εκλογές έρχεται ως ένα είδος τιμωρίας, γιατί αντί να ασχολείσαι με την πραγματικότητα, ασχολείσαι με την εικονική πραγματικότητα του Facebook και του Tweeter.

Αρκεί να είναι καλά

Αν μου αρέσει κάτι στην ιστορία της αντιπαράθεσης του Μπαρτζώκα με τον Σλούκα πχ είναι ότι αποτελεί την καλύτερη απόδειξη πως για να έχει μια ομάδα αποτελέσματα δεν χρειάζονται καλά αποδυτήρια – κι ας λένε ό,τι θέλουν οι δημοσιογράφοι. Χρειάζεται να κάνει ο καθένας την δουλειά του καλά. Ούτε να αγαπιόμαστε όλοι είναι απαραίτητο, ούτε πολύ περισσότερο να γράφουν όλοι ότι αγαπιόμαστε. Ένα μόνο χειρότερο κλισέ υπάρχει από τα καλά αποδυτήρια: τα «καλά παιδιά». Αν τα καλά αποδυτήρια είναι συνήθως μια δημοσιογραφική εφεύρεση για να πιστωθούν οι διοικήσεις ακόμα περισσότερα credits στα μάτια των ζαλισμένων οπαδών, τα «καλά παιδιά» είναι μια ταμπέλα επικίνδυνη. Πες πες τα παιδιά πείθονται ότι αρκεί να είναι καλά. Ενώ ο σκοπός είναι να κάνουν τη δουλειά: ας την κάνουν, κι ας είναι και τα μεγαλύτερα παλιόπαιδα.