Απόψε αρκετός κόσμος θα στηθεί να παρακολουθήσει τα βραβεία Οσκαρ και αύριο θα είναι πολλοί αυτοί που θα τα συζητήσουν. Τα τελευταία χρόνια έχει προκύψει ένα ολόκληρο κίνημα φανατικών του θεσμού. Υπάρχουν και στην Ελλάδα κινηματογραφόφιλοι, που κάνουν ωραίες εκτιμήσεις, όχι μόνο για τους τελικούς νικητές (αυτό είναι μάλλον εύκολο…), αλλά και για το ποιοι ηθοποιοί, ποιοι σκηνοθέτες και ποιες ταινίες θα προταθούν (πράγμα δυσκολότερο). Δεν μιλάω για κινηματογραφικούς κριτικούς ή για παιδιά που γράφουν για σινεμά και παρακολουθούν τα πάντα, αλλά για απλούς ανθρώπους που αγαπάνε το αμερικάνικο σινεμά κι έχουν αποκωδικοποιήσει το αμερικάνικο γούστο. Όταν εγώ ήμουν μικρός δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον για τα Οσκαρ. Οσοι γνωρίζαμε την ύπαρξή τους, περιμέναμε απλά να διαβάσουμε σε καμιά εφημερίδα ποιος κέρδισε.
Ηταν περίπου ντροπή
Εχει πλάκα το πώς στην Ελλάδα φτάσαμε να ασχολούμαστε με τα Οσκαρ και θα σας αφηγηθώ την ιστορία με βάση τις μνήμες μου – όποιος θυμάται πράγματα ας τα προσθέσει. Την δεκαετία του ’70, αν ήσουν πραγματικός κινηματογραφόφιλος, δεν έπρεπε καν να μιλάς για τα Οσκαρ: ήταν περίπου ντροπή. Οι Ελληνες κριτικοί κινηματογράφου τα σνόμπαραν, όπως σνόμπαραν και γενικά το αμερικάνικο σινεμά: όλο αυτό κράτησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 περίπου. Αν τότε διάβαζες τα περιοδικά για το σινεμά που κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα, (τον μυθικό «Σύγχρονο Κινηματογράφο», την Θεσσαλονικιά «Οθόνη», τα «Τετράδια», ακόμα και το πραγματικά cult «Cine 7» που περιφρονούσε όλα τα προηγούμενα…), κατέληγες στο συμπέρασμα ότι το σημαντικότερο σινεμά στη γη ήταν το ελληνικό και το σημαντικότερο βραβείο αυτό που μια ταινία κέρδιζε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου από την μεταπολίτευση και μετά προβάλλονταν μόνο αριστουργήματα! Οι συζητήσεις για το σινεμά είχαν στο κέντρο τους κυρίως τον Θόδωρο Αγγελόπουλο που είχε φανατικούς υπέρ και φανατικούς κατά – αλλά μην ψάχνετε ποιοι είχαν δίκιο: όλοι ήταν πορωμένοι με την άποψή τους.
Και ξερό ψωμί
Το ευρωπαϊκό σινεμά και το αμερικάνικο σινεμά ήταν δυο κόσμοι, που δεν ήταν δυνατόν να συναντηθούν ποτέ. Για να γραφτεί καμιά καλή κουβέντα για αμερικάνικη ταινία έπρεπε αυτή να καταγγέλλει την Αμερική και το οποιοδήποτε αμερικάνικο όνειρο, ή να την έχει γυρίσει Ευρωπαίος, που πήγε στην Αμερική ή να είναι φτηνή, ώστε να μοιάζει ευρωπαϊκή. Επίσης έπρεπε η πλοκή της να έχει κάτι το ασυνήθιστο. Για να σας φέρω ένα παράδειγμα, αν σε ένα γουέστερν κέρδιζαν π.χ οι Ινδιάνοι η ταινία ήταν καλή. Ηταν καλή επίσης αν στεναχωριόμασταν γιατί κατάσφαξαν τους Ινδιάνους – αν σε ταινία κέρδιζαν οι καουμπόηδες καλά λόγια δεν υπήρχαν. Καλές ήταν οι ταινίες του Γούντι Αλλεν, γιατί δεν στοίχιζαν τίποτα, καλές και του Τζάρμους γιατί νόμιζες ότι είχαν γυριστεί στο Παρίσι ή στη Ρώμη. Καλές ήταν οι ταινίες του Μάρτιν Σκορτσέζε, που είχε και ιταλικό επίθετο και καλές ήταν και όλες οι ταινίες με θέμα το Βιετνάμ: στα μάτια των κριτικών μας έμοιαζαν με αυτές που γύριζαν οι εγχώριοι σκηνοθέτες για τον εμφύλιο. Καλές ήταν πάντα κι αυτές του Κόπολα - το λεγε ωραία κι ον Τζιμάκος κοροϊδεύοντας την κινηματογραφική μας διανόηση: «Φράνσις Φόρντ Κόπολα, Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ και ξερό ψωμί» - για τα Οσκαρ ο μακαρίτης δεν έλεγε κουβέντα. Είδηση δεν ήταν αν κάποιος κέρδιζε το βραβείο, αλλά αν κάποιος είχε το κουράγιο να το αρνηθεί.
Φυσικά οι αμερικάνικες ταινίες και έβγαιναν στην αίθουσες κι έκαναν απίστευτα πολλά εισιτήρια: ο κόσμος τις παρακολουθούσε ακόμα κι αν οι κριτικοί σε εφημερίδες και περιοδικά τον διαβεβαίωναν ότι δεν υπήρχε λόγος. Οι μεγάλοι Αμερικάνοι σταρ ηθοποιοί είχαν και στην Ελλάδα τους φανατικούς τους – η τηλεόραση να είναι καλά. Αλλά με τα Οσκαρ ελάχιστοι είχαν όρεξη ν ασχοληθούν, κι όσοι νωρίς σχετικά τα ανακαλύψαμε το χρωστάμε σε δυο ανθρώπους, που το αμερικάνικο σινεμά το αγαπούσαν πιο πολύ από αυτό του Τορνέ και του Θέου: μιλάω για τον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη και τον Γιάννη Πετρίδη.
Ο Πετρίδης και ο Τιμογιαννάκης
Ο Πετρίδης, που μεγάλωσε λίγο πολύ όλους μας με τις εκπομπές του στο Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, αφιέρωνε πάντα αρκετό χρόνο στα προτεινόμενα για Οσκαρ τραγούδια καθώς και στα Οσκαρ της μουσικής. Η Ελλάδα είχε κερδίσει το σχετικό βραβείο χάρη στα «Παιδιά του Πειραιά» του Μάνου Χατζηδάκη, αλλά το 1981, όταν προτάθηκε για Οσκαρ ο Βαγγέλης Παπαθανασίου για τους «Δρόμους της Φωτιάς», ο Πετρίδης βρήκε την ευκαιρία να κάνει κατανοητό πόσο μεγάλη διαφήμιση για τη χώρα είναι η βράβευση ενός Ελληνα συνθέτη. Ετσι απλά και όμορφα άνοιξε μια πόρτα στον καθένα που παρακολουθούσε τις εκπομπές του για να μάθει τι ήταν γενικά τα Οσκαρ, πόσο μεγάλο γεγονός ήταν στην Αμερική, πόσο σπουδαία ήταν η τελετή τους και πόσες ιστορίες έκρυβαν. Αυτές τις ιστορίες τις αφηγούνταν πάντα ωραία ο Τιμογιαννάκης, που έγραφε από πιτσιρικάς (αν θυμάμαι καλά…) στην Απογευματινή, έχοντας την καλή συνήθεια να ασχολείται με ταινίες που έβλεπε ο κόσμος κι όχι με αυτές που απασχολούσαν τους υπόλοιπους κριτικούς. Ο Τιμογιαννάκης έγραφε για τις αδικίες στις βραβεύσεις, τις γκρίνιες των σταρ, τις αντιρρήσεις των Αμερικάνων οσκαρολόγων, την λαμπρότητα της βραδιάς: όποιος τον είχε ανακαλύψει περίμενε τις αναφορές του και αργότερα τις ανταποκρίσεις του.
Πέρα από την Αφρική
Οι Ελληνικές εταιρίες διανομής έκαναν κι αυτές τον τίμιο αγώνα τους για να τραβήξουν την προσοχή μας στο αμερικάνικο αγαλματάκι και τους νικητές του: σιγά σιγά άρχισαν να προσθέτουν στις αφίσες των ταινιών τα αγαλματάκια, που αυτές είχαν κερδίσει. Μην νομίζετε ότι υπήρχαν αναφορές σε υποψηφιότητες: ούτε για πλάκα – αυτά ξεκίνησαν πολύ αργότερα. Απλά οι εταιρίες διανομής πρόσεξαν ότι ειδικά το Οσκαρ Πρώτου Ανδρικού και Πρώτου Γυναικείου Ρόλου φέρνει εισιτήρια: υπήρχε ένας κόσμος που έτρεχε να δει την ερμηνεία του ηθοποιού, ανεξάρτητα από το αν η ταινία ήταν καλή ή κακή. Αν μάλιστα οι δυο νικητές ηθοποιοί έπαιζαν στην ίδια ταινία (όπως ο Ντάστιν Χόφμαν και η Μέριλ Στριπτ στο «Κράμερ εναντίον Κράμερ») το σουξέ ήταν βέβαιο. Με τον καιρό άρχισαν να δουλεύουν καλά και οι ταινίες που βραβεία κέρδιζαν πολλά: οι διανομείς τις κρατούσαν για να τις βγάλουν μετά τα Οσκαρ. Οι πρώτες αφίσες στις οποίες οι αναφορές στα βραβεία ήταν μεγαλύτερες από τον τίτλο της ταινίας ήταν στο «Πέρα από την Αφρική», που είχε κερδίσει κάμποσα βραβεία, νομίζω επτά. Με δυσκολία βλεπόταν χωρίς χασμουρητά, αλλά τα Οσκαρ είχαν βοηθήσει το promotion του και στην Ελλάδα.
Πως φούντωσε το πράγμα
Μετά ήρθε το περιοδικό «Σινεμά», που τα πρόβαλε κριτικά μεν, αλλά και ολοκληρωμένα. Μετά η ιδιωτική τηλεόραση στα δελτία ειδήσεων της οποίας τα οσκαρικά νέα έβρισκαν χρόνο. Τέλος, με την βοήθεια και των πανίσχυρων την δεκαετία του 90 life style περιοδικών, το ενδιαφέρον φούντωσε. Τόσο, ώστε τους όρκους μου ότι μέχρι το 1985 στην Ελλάδα για τα Οσκαρ ενδιαφέρονταν ελάχιστοι, δεν τους πιστεύει άνθρωπος, που τα χρόνια αυτά δεν τα θυμάται.
Τη βλέπω πάντα την βραδιά και παίζω και τα σχετικά στοιχήματα. Το κάνω όσο κι αν εξακολουθώ να πιστεύω πως σε ένα παράλληλο σύμπαν το «Ντανίλο Τρέλες» του Σταύρου Τορνέ, το «Κέρισον» του Δήμου Θέου και το «Καραβάν Σαράι» του Τάσου Ψαρρά θα είχαν πάρει επτά Οσκαρ το ένα, αλλά οι δημιουργοί τους θα σνόμπαραν την απονομή, γιατί οι Αμερικάνοι από σινεμά δεν ξέρουν τίποτα..