Ποια Μπάρτσα, ποιος Μέσι, ποια Μίλαν…

Ποια Μπάρτσα, ποιος Μέσι, ποια Μίλαν…


Μετά το ματς του Ολυμπιακού με την Μπαρτσελόνα ακούω και διαβάζω δυο πράγματα που με διαβολίζουν. Το πρώτο ότι ο Ολυμπιακός δεν μπορεί να παίζει στην Ελλάδα, όπως έπαιξε με την Μπαρτσελόνα, άρα κακώς στεκόμαστε στην εμφάνιση: δεν σημαίνει τίποτα. Το δεύτερο ότι η Μπαρτσελόνα που είδαμε δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο, όπως δεν είναι και τίποτα σπουδαίο η Μίλαν που θα παίξει απόψε με την ΑΕΚ. Μάλιστα.  

Σπάνια θα το χρειαστεί κτλ…

Το πρώτο το ακούω διαρκώς πασπαλισμένο με κάμποση σάλτσα περί συστημάτων, τακτικής, επιλογών του Λεμονή κτλ. Ολοι αυτοί που το λένε, διστάζουν ακόμα και να χαρακτηρίσουν το ματς του Ολυμπιακού κόντρα στην Μπαρτσελόνα «καλό». Λένε ότι ήταν ένα παιγνίδι κάπως παθητικό, που ο Ολυμπιακός σπάνια θα χρειαστεί να κάνει στο ελληνικό πρωτάθλημα «με αντίπαλο τον Πλατανιά και την Ξάνθη» και ότι απλά και σε αυτό φάνηκε πως τα προβλήματα του εφετινού Ολυμπιακού, είναι κυρίως στο κομμάτι της επίθεσης. Δεν αναφέρομαι στους κακόβουλους και στους μίζερες, που και να κέρδιζε ο Ολυμπιακός θα έβρισκαν πάλι κάτι που δεν θα τους άρεσε – μιλάω σε όσους κριτικάρουν κάνοντας μια λογική προσέγγιση. Θέλω να εξηγήσω το λάθος που κάνουν.

 

Μια κακή φωτογραφία

Αν ξεχάσεις με ποιον αντίπαλο έπαιζε ο Ολυμπιακός μπορείς εύκολα να τους δώσεις δίκιο. Πραγματικά ο Ολυμπιακός πρόσεξε το αμυντικό κομμάτι κυρίως, περιόρισε τους χώρους δράσης της Μπαρτσελόνα παίζοντας με πολλούς μέσους, κράτησε το μηδέν με τα δόντια και είχε ως κορυφαίους τους αμυντικούς του, αλλά και τον τερματοφύλακά του – κι όποιος δεν το λέει δεν είναι δίκαιος με την πραγματικότητα. Όμως αυτή η ανάλυση είναι φωτογραφική και όχι πλήρης: όποιος την κάνει μιλάει για την διάταξη του Ολυμπιακού και την εικόνα του ματς, χωρίς να λαμβάνει υπόψην του, κάτι  περισσότερο σημαντικό, δηλαδή την ένταση του παιγνιδιού.

Στο ποδόσφαιρο δεν μετρά μόνο το που κάνεις άμυνα, ή το που πιέζεις, ή το με πόσους αμυντικούς ή μέσους ή επιθετικούς αγωνίζεσαι, αλλά είναι περισσότερο σπουδαίο το με πόση αγωνιστική ένταση στηρίζεις την όποια στρατηγική. Αν μπουν στο γήπεδο έντεκα παίκτες που δεν τρέχουν κι απλά περπατάνε, όποια κι αν είναι η διάταξη η Μπαρτσελόνα (και οποιαδήποτε ομάδα τρέχει…) θα τους φορτώσει  γκολ. Το ίδιο θα κάνει η Μπάρτσα κι αν βρει μια ομάδα που φοβάται να παίξει, κλίνεται υπερβολικά, τρικλίζει σαν τον πυγμάχο που αδυνατώντας να ανταποδώσει (όσο γίνεται…) τα χτυπήματα, γαντζώνεται από τα σχοινιά. Δεν θα τον λυπηθεί.

 
 

Εκεί χωρίς δυνάμεις

Ο Ολυμπιακός έπαιξε με ανάλογο τρόπο και στο Τορίνο και στο Καμπ Νου: είχε κάποιους παίκτες διαφορετικούς στην ενδεκάδα, αλλά η στρατηγική του ήταν σε γενικές γραμμές η ίδια. Τι ήταν διαφορετικό; Η συγκέντρωση, η αγωνιστικότητα με την οποία προσπάθησε να κρατήσει το αποτέλεσμα, η πίστη ότι μπορεί να τα καταφέρει: όλα αυτά είναι προ απαιτούμενα για να κάνεις ένα ματς μεγάλης αγωνιστικής έντασης, που σου επιτρέπει να αντέξεις την πίεση του αντιπάλου, αλλά και τον ρυθμό. Στο Τορίνο ο Ολυμπιακός, παρόλο που επιθετικά βγήκε μερικές φορές θαρραλέα, ένοιωθες ότι αργά η γρήγορα θα δεχτεί το γκολ, γιατί οι παίκτες του έφταναν διαρκώς δεύτεροι στη μπάλα στο β΄ ημίχρονο. Στο Καμπ Νου, στο πρώτο ημίχρονο, ο Ολυμπιακός γυρνούσε συνεχώς και πιο πίσω, ασφυκτιούσε:  καταλάβαινες πως οι παίκτες του δεν έχουν τρεξίματα και ενέργεια, ώστε να πιέσουν πιο ψηλά ή να τρέξουν με τη μπάλα. Εκεί δεν έκανε ευκαιρίες, ούτε παίζοντας με παίκτη παραπάνω, γιατί ο φόβος του ήταν τεράστιος: φοβάσαι κυρίως όταν δεν εμπιστεύεσαι τις δυνάμεις σου.

 

Απέναντι στην ίδια ομάδα στο Καραϊσκάκη ο Ολυμπιακός έμοιαζε γεμάτος ενέργεια. Ηταν έτοιμος να διεκδικήσει ό,τι ήταν δυνατόν από μια ομάδα πάντα καλύτερή του. Δεν έγινε Μπαρτσελόνα γιατί έφερε μαζί της μια ισοπαλία, ούτε της έκανε τόσες ευκαιρίες ώστε να δικαιούται να την κερδίσει: αλλά για τουλάχιστον 75 λεπτά δεν υστέρησε σε δύναμη, τρέξιμο και αντοχές. Αν αυτό έγινε μόνο χάρη στο ζεστό και γεμάτο Καραϊσκάκη, όντως δεν υπάρχει πρόοδος. Αν, όμως, οι μπαταρίες σιγά σιγά γεμίζουν και μπορεί και στο πρωτάθλημα να κάνει ματς ανάλογης έντασης, η εικόνα του θα βελτιωθεί γιατί σίγουρα η ισοπαλία με τους καλύτερους, μεγαλώνει την αυτοπεποίθηση. Αν παίξει επιθετικά, κόντρα σε αντιπάλους χειρότερους, με την ίδια διάθεση για τρέξιμο, την ίδια αγωνιστικότητα και την ίδια ένταση, θα τους κερδίσει εύκολα. Το τρέξιμο στην άμυνα δεν είναι διαφορετικό από το τρέξιμο στην επίθεση: χρειάζεται τις ίδιες αντοχές και δυνάμεις. Αν περπατάς, και στην άμυνα και στην επίθεση δεν κάνεις τίποτα: απλά στην άμυνα σου κοστίζει περισσότερο.         

 Ομάδες πραγματικά απλησίαστες

Το δεύτερο που ακούω και με κάνει ή να γελάω ή να βγαίνω από τα ρούχα μου είναι η κριτική στην Μπαρτσελόνα, που «δεν είναι η παλιά Μπαρτσελόνα», «έπαιξε ένα φιλικό κτλ». Η Μπαρτσελόνα είχε να μην πετύχει γκολ σε ομάδα από το καλοκαίρι, όταν έχασε από την Ρεαλ 2-0 στον ένα από τους δυο τελικούς του ισπανικού Σούπερ καπ. Μπορεί να μην κερδίσει το Τσάμπιονς λιγκ (δεν το κερδίζει άλλωστε κάθε χρόνο), και μπορεί να πάθει ένα πατατράκ στην Ισπανία (να χάσει τον Μέσι για μήνες π.χ) και να μην κερδίσει τίποτα. Αλλά η διαφορά της από τον Ολυμπιακό είναι πάντα τεράστια και αυτή η διαφορά έμοιαζε ακόμα μεγαλύτερη, αν έβλεπες το μομέντουμ των δυο πριν το ματς. Η μία ομάδα είναι πρώτη στην Ισπανία και στο Τσάμπιονς λιγκ, η άλλη ερχόταν από ήττα στο πρωτάθλημα, δεν είχε βαθμό στο Τσάμπιονς λιγκ και στο προηγούμενο ματς στο Καμπ Νου είχε δεχτεί δυο γκολ από τον Μέσι και τους υπόλοιπους παίζοντας με παίκτη παραπάνω: δεν μπορώ να φανταστώ χειρότερη στιγμή για να αντιμετωπίσει ο Ολυμπιακός μια τέτοια ομάδα. Οσο για το πόσο φιλικό ήταν το ματς, δεν έχετε παρά να ρωτήσετε τον Βαλβέρδε που, ναι μεν συγκινήθηκε, πλην όμως έχασε δυο παίκτες με θλάση – θλάσεις και φιλικά δεν υπάρχουν. Ένα ματς στο οποίο ο Μέσι βρίζεται με τον Μποτία, ο Σουάρες επιτίθεται στον Ταχτσίδη και ο Μασεράνο την πέφτει στον Σεμέδο, ζητώντας του να κρατά τη θέση του καλύτερα, δεν ξέρω τι διάβολο φιλικό είναι. Η Μπάρτσα φέτος δεν σκοράρει πολύ εκτός έδρας, γιατί αμύνεται λίγο προσεκτικότερα κι αυτό έχει μια επίπτωση στην επίθεσή της. Όμως κερδίζει πάντα, ειδικά ομάδες που της αφήνουν την μπάλα: η τελευταία της ισοπαλία ήταν με την Ατλέτικο Μαδρίτης εκτός έδρας κι αυτό τα λέει όλα.

   

Σεβασμός στη Μίλαν

Σήμερα η ΑΕΚ αντιμετωπίζει τη Μίλαν – έχω γράψει στη Sportday ένα κομμάτι για το ματς, όπως κάνω πάντα και για όλα τα ματς των ελληνικών ομάδων: το blog το έχω για τις ιδιοτροπίες μου και τους φίλους μου. Αυτό, ωστόσο που θέλω να πω είναι ότι η ΑΕΚ για να κάνει αποτέλεσμα πρέπει να δείξει στη Μίλαν τον ίδιο σεβασμό που έδειξε κι ο Ολυμπιακός στην Μπάρτσα: να παίξει χωρίς φόβο έχοντας πάντα στο μυαλό της ότι αντιμετωπίζει μια μεγάλη ευρωπαϊκή ομάδα. Της ΑΕΚ η δουλειά λογικά θα ναι πιο εύκολη γιατί το momentum της Μίλαν δεν είναι καλό: μετρά μια νίκη στα έξι τελευταία ματς νομίζω και κουβαλάει κάμποση νευρικότητα – χθες στη συνέντευξη Τύπου σχεδόν τσακώθηκαν ο προπονητής της και ο αρχηγός της. Αλλά οι ελληνικές ομάδες δεν έχουν το δικαίωμα ν αντιμετωπίζουν κανένα χωρίς να κοιτάζουν την φανέλα και την ιστορία του. Κυρίως γιατί αυτό δίνει στους παίκτες τους, Ελληνες και ξένους, το κίνητρο για να δώσουν κάτι παραπάνω, που σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητο.