Οι μεγάλοι απόντες...

Οι μεγάλοι απόντες...


«Δεν ήταν και λίγα τα 94 χιλιάδες εισιτήρια που έκοψε το τελευταίο (;) Star Wars στις πρώτες μέρες της προβολής του στις αίθουσες στην Ελλάδα» είπα σε ένα φίλο ενώ κοιτούσα το ελληνικό box office. «Καλά ρε συ βλέπεις ακόμα το Star Wars;» με ρώτησε. Τον κοίταξε με απορία καθώς η ερώτηση μου φάνηκε ανόητη. Για μένα είναι σαν κάποιος να ρωτάει «γιατί στολίζεις δέντρο τα Χριστούγεννα». Εκανα ότι δεν τον άκουσα και συνέχισα λέγοντας ότι αυτά τα εισιτήρια είναι οριακά λιγότερα από όσα έκοψε το προηγούμενο (που είχε ξεκινήσει ξεπερνώντας τα 100 χιλιάδες) και αρκετά λιγότερα από όσα το πρώτο μέρος της τελευταίας τριλογίας: η «Δύναμη ξυπνά» είχε κάνει 140 χιλιάδες εισιτήρια στις τέσσερις πρώτες μέρες της προβολής της. Και στις τρεις τριλογίες το τρίτο μέρος έχει κόψει λιγότερα εισιτήρια: υπάρχουν πάντα αυτοί που απογοητεύονται και δεν συνεχίζουν. Ισως γιατί στην ερώτηση «γιατί βλέπεις ακόμα το Star Wars;» δεν μπορούν να απαντήσουν.

Οι ακατανόητα πιστοί

Πολλές κινηματογραφικές σειρές έχουν πιστούς, αλλά μόνο οι πιστοί του Star Wars μοιάζουν ακατανόητα πιστοί σε όσους με την σάγκα του Λούκας δεν ενθουσιάζονται. Αυτοί που δεν καταλαβαίνουν την πίστη μας δεν βλέπουν ό,τι εμείς. Βλέπουν ρομπότ που τρέχουν πέρα δώθε, στρατιώτες της αυτοκρατορίας εντελώς ανίκανους ακόμα και για τα πιο απλά, πρωταγωνιστές που τη γλυτώνουν από καταστάσεις απερίγραπτα δύσκολες με όπλο ένα φωτόσπαθο κι έχοντας απέναντι τους σκάφη που καταστρέφουν πλανήτες. Οσοι δεν ενθουσιάζονται βλέπουν μια Αυτοκρατορία που συνεχώς χάνει και συνεχώς κερδίζει, μια αντίσταση που συνέχεια φθίνει αλλά ανεξήγητα δεν αποδεκατίζεται, βλέπουν περίεργους εξωγήινους χωρίς γοητεία και γιγάντια κουνάβια που οδηγούν διαστημόπλοια. Κυρίως βλέπουν εμάς που αντιμετωπίζουμε όλα αυτά ως καταστάσεις λογικές, χωρίς προσπάθεια να εξηγήσουμε τίποτα κι απλά περιμένοντας την επόμενη μάχη των Τζεντάι σίγουροι ότι η Δύναμη είναι μαζί τους και μαζί μας. Δεν μας καταλαβαίνουν, αλλά το πρόβλημα είναι δικό τους: εμείς μια χαρά περνάμε.

 

Δεν ξέρω αν ο Λούκας, όταν άρχισε να χτίζει τη σειρά, είχε φανταστεί πως τριάντα χρόνια αργότερα η επικαιρότητα της θα ανανεωνόταν διαρκώς – αυτό που ξέρω είναι ότι είχε μια τέλεια ιδέα και της έδωσε μια τέλεια φόρμα. Δείτε όλες τις ταινίες φαντασίας (δεν θα έλεγα επιστημονικής) εκείνης της εποχής: από το Σούπερμαν μέχρι το Dune: στη διαδρομή του χρόνου δεν άντεξε σχεδόν καμία. Αντίθετα η αρχική τριλογία του Star Wars, όχι μόνο αντέχει μια χαρά μέχρι και σήμερα, αλλά αποτελεί και έμπνευση: η τελευταία τριλογία βασίστηκε πάνω της κι όχι μόνο γιατί μας έδωσε τη δυνατότητα να ξαναδούμε το Χαν Σόλο, τον Λουκ Σκάιγουόκερ και την πριγκίπισσα Λέια (ακόμα και μετά το θάνατο της!) σε νέες περιπέτειες – η ανάγκη του Τζ. Τζ. Εϊμπραμς και των συνεργατών του να ανασυνθέσουν το έπος με το οποίο και οι ίδιοι μεγάλωσαν ήταν τόσο μεγάλη, που σχεδόν ένοιωθες την αγωνία τους. Ολες οι νεωτεριστικές ιδέες αυτής της τελευταίας τριλογίας απλά γιγάντωναν την αγάπη για εκείνα τα τρία πρώτα ιστορικά επεισόδια: είναι αδύνατο να αναμετρηθείς με τη Νέα Ελπίδα, την Αυτοκρατορία που αντεπιτίθεται και την Επιστροφή των Τζεντάι. Κάποιος θα έλεγε ότι το βάρος της σύγκρισης είναι τόσο μεγάλο ώστε είναι εξ ορισμού καταδικασμένη από χέρι όποια προσπάθεια γίνεται να υπάρξει συνέχεια στο αρχικό έπος – αλλά ευτυχώς δεν είναι έτσι ακριβώς. Αν κάτι απέδειξε αυτή η τελευταία τριλογία είναι ότι το σκηνικό, αν δεν το προδώσεις, αρκεί από μόνο του να ξυπνήσει τη Δύναμη της σειράς: αν το αγαπάς και το περιμένεις το Star Wars δεν το παρακολουθείς απλά – του επιτρέπεις να σε ρουφάει από την ώρα που ακούγεται το σήμα της αρχής. Για τους πιστούς έτσι συμβαίνει και έτσι θα συμβαίνει πάντα. Εκεί που το σκηνικό λείπει, γιατί η ανάγκη για νεοτερισμούς ξεπερνά την ανάγκη για ιστορίες, η αποτυχία παραμονεύει. Το «Χαν Σόλο» π.χ το είδαν λίγοι μολονότι ο ήρωας είναι συμπαθής. Αλλά τι να τον κάνεις χωρίς τους Σκαϊγουόκερ, τους Τζεντάι, τη Δύναμη και τα ρομποτάκια που μιλάνε με σφυρίγματα που όλοι πια καταλαβαίνουμε;

Η καταπίεση και η συνέπεια

Φυσικά καθώς η τρίτη τριλογία ολοκληρώθηκε κάποιες συγκρίσεις (και όχι κριτικές) είναι αναπόφευκτες – ειδικά αν είσαι πιστός. Μολονότι και αυτή τη φορά η διασκέδαση ήταν εξασφαλισμένη εμένα τουλάχιστον κάτι λίγο μου έλειψε και δεν αναφέρομαι σε σκηνές και σεναριακά τεχνάσματα, αλλά στην ουσία του πράγματος. Ως πραγματικός fun της σειράς ο Τζ. Τζ. Εϊμπαμς θέλησε να στηρίξει το νέο στο παλιό: κράτησε το σκελετό της αφήγησης της παλιάς τριλογίας, επανάφερε στο προσκήνιο τους αγαπημένους και ποτέ ξεχασμένους αρχικούς ήρωες και θέλησε οι νέοι να μην έχουν τα δικά τους χαρακτηριστικά – η περίπτωση του αυτοκρατορικού στρατιώτη και λιποτάκτη Φιν π.χ πάει την ιστορία πραγματικά ένα βήμα παρακάτω. Κράτησε επίσης την Δύναμη ως αποτέλεσμα αναζήτησης και έστησε πολύ από την ιστορία στην μάχη του καλού με το κακό, την οποία τοποθέτησε κυρίως στην ψυχή του ανθρώπου – μάλιστα πρόσθεσε και μια ωραία πινελιά λέγοντας ότι η μάχη αυτή μπορεί να σε οδηγήσει απλά στην παραφροσύνη.

Κυρίως ο Εϊμπραμς ανέδειξε αυτό που είναι το βασικό κάθε ιστορίας του Star Wars, δηλαδή το οικογενειακό δράμα. Όλα τα κεφάλαια του Star Wars έχουν πατεράδες και γιούς, μάνες και συζύγους, παραστρατημένα παιδιά και παιδιά που απλά ψάχνουν μια οικογένεια – και φυσικά κληρονόμους που απαιτούν δικαιώματα και προστάτες που κάνουν τα παιδιά αποστολή της ζωής τους: δείτε και το υπέροχο Mandalorian. H συνέπεια του Εϊμπραμς υπήρξε τόσο μεγάλη που έχω την εντύπωση πως κάπου μετατράπηκε σε καταπίεση: οι νέοι του ήρωες δεν κατάφεραν να απογειωθούν γιατί η σκιά των παλιών τους βάρυνε – σε όλη την τελευταία τριλογία η ιστορία περπατά  πάντα χάρη στους παλιούς καθώς η Πριγκίπισσα Λεϊα, ο Χαν Σόλο και ο Λουκ έχουν στοιχειώσει το σύμπαν ακόμα και στα γεράματα τους. Αυτή η συνεχής προσπάθεια να αποδοθεί φόρος τιμής στους πρώτους ήρωες δεν με χάλασε, αλλά με πείραξε κυρίως γιατί από το παλκοσένικο της νοσταλγίας έλειψαν εντελώς οι δικοί μου ήρωες, δηλαδή ο Νταρθ Βέιντερ και ο Μάστερ Γιόντα. Και οι δυο έμειναν χωρίς συνεχιστές αφήνοντας μου την αίσθηση μιας απουσίας σημαντικής, αν όχι και αφόρητης. Αν νέα τριλογία υπάρξει, με κάποιο τρόπο τους θέλω πίσω.

Η τελευταία κίνηση 

Φυσικά δεν χωρά αμφιβολία πως το ταξίδι άξιζε κι αυτή τη φορά τον κόπο. Παρά στις ατελείωτες σεναριακές τρύπες, παρά την σύγκριση με το παλιό που σου κλείνει διαρκώς το μάτι, παρά την αμηχανία που προκαλούν τα γηρατειά ηρώων που πίστευες πως ο χρόνος δεν θα τους αγγίξει ποτέ, το ταξίδι άξιζε κι αυτή τη φορά τον κόπο. Ακούς το σήμα της αρχής και ψάχνεις το φωτόσπαθό σου. Και είναι η τελευταία κίνηση που κάνεις γιατί μετά πολεμάς στα αστέρια και χάνεσαι…