Ο τρόπος της Βασίλισσας

Ο τρόπος της Βασίλισσας


Το παιγνίδι της Ρεάλ Μαδρίτης με την Παρί θα ήταν το πρώτο μεγάλο ματς του εφετινού Τσάμπιονς λιγκ και το ξέραμε. Υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις. Μια ομάδα  στο μουσείο της οποίας μπορείς να δεις όλα τα τρόπαια του κόσμου, δηλαδή η Ρεάλ. Η ομάδα που πέρυσι το καλοκαίρι έκανε τις σημαντικότερες προσλήψεις ποδοσφαιριστών στη σεζόν χάρη στα ανεξάντλητα χρήματα των Καταριανών, δηλαδή η Παρί. Μια ιστορική έδρα – τόπος θαυμάτων, όπως είναι το Σαντιάγκο Μπερναμπέου. Μερικοί από τους πιο πολυσυζητημένους παίκτες του κόσμου. Ενας προπονητής αληθινός δάσκαλος που λέγεται Κάρλο Αντσελότι. Όλα δηλαδή τα υλικά για να προκύψει όχι μια πρόκριση και ένας αποκλεισμός, αλλά για να γραφτεί μια μεγάλη ιστορία. Και γράφτηκε.

Όλα σε πέντε λεπτά

Ολο το ματς στα μάτια μου κρατά πέντε λεπτά: από το 55ο λεπτό του αγώνα μέχρι το 60ο έγιναν όλα. Στο 55΄ο ΕμΠαπέ σκοράρει. Εχει ανοίξει το σκορ με ένα γκολ από τα δικά του στο πρώτο ημίχρονο, όταν η Παρί σχεδόν κυριαρχεί κι έχει πετύχει ένα ακόμα γκολ που ακυρώνεται ως οφσάιντ. Ενώ όλη η γη συζητάει για την μεγαλοπρέπεια της εμφάνισής του ακυρώνεται και το δεύτερο γκολ του εν μέσω μάλιστα χειροκροτημάτων των οπαδών της Ρεάλ που δεν τον αντιμετωπίζουν ως αντίπαλο. Στο 57΄κι αφού η Ρεάλ έχει γλυτώσει το 0-2, ο Αντσελότι παρεμβαίνει κι αλλάζει την ομάδα του. Βγάζει τον άχρωμο Κρος για να βάλει στο ματς ένα χαφ με πνευμόνια όπως ο πρωταθλητής Αφρικής Καμαβινγκά. Βάζει ένα κανονικό εξτρέμ τον Ροντρίγκο και βγάζει τον αγαπητικό της Μαδρίτης Ασένσιο που παίζει μόνο για να φτάσει σε θέση βολής μεγαλώνοντας τον εντός περιοχής συνωστισμό. Ο Καμαβινγκά απελευθερώνει τον Μόντριτς, ο Ροντρίγκο δίνει πλάτος στην επίθεση: η άμυνα της Παρί πρέπει να ασχοληθεί και μαζί του δηλαδή να απλωθεί. Ο Μόντριτς παίρνει τη μπάλα πολύ, ο Βινίσιους σταματά τα παίζει μόνος του. Ο Ποκετίνο πρέπει να απαντήσει αλλά δεν έχει το θάρρος να βγάλει ένα από τους Μέσι, Νεϊμάρ που μόλις αρχίζει στη μεσαία γραμμή ο πόλεμος είναι πολυτέλεια: η Παρί έχει άλλωστε δυο γκολ διαφορά. Στο 58΄ο Καρμπαχάλ για πρώτη φορά στέλνει τον ΕμΠαπέ στις διαφημιστικές πινακίδες θυμίζοντάς του ότι δεν παίζει στο φιλικό της παρουσίασής του στο κοινό. Στο 60΄ο Μπενζεμά εμφανίζεται για πρώτη φορά στο ματς στο δεύτερο ημίχρονο, πρεσάρει τον Ντοναρούμα, του κάνει φάουλ που δεν σφυρίζεται και στην εξέλιξη της φάσης ισοφαρίζει. Και μετά την Παρί την παίρνει κανονικά η κατηφόρα γιατί οι μισοί της παίκτες θέλουν να βάλουν ένα δεύτερο γκολ κι άλλοι να υπερασπιστούν το σκορ πρόκρισης. Κι επειδή το εκτός έδρας γκολ δεν μετράει πια ο χρόνος δουλεύει υπέρ της Ρεάλ όσο και ο Μόντριτς με τον Μπενζεμά. Το 3-1 προκύπτει με δυο γκολ του Γάλλου σε ένα τρίλεπτο.

https://i1thumbs.glomex.com/dC1jNWN5MW53cGJ5bnQvMjAyMi8wMy8wOS8yMi8wMV8zOF82MjI5MjNjMjM0YWY3LmpwZw==/profile:player-960x540

Οτι έχει γίνει στο πρώτο ημίχρονο, (αλλά και στο πρώτο ματς στο Παρίσι), διαγράφεται. Κι όλοι αρχίζουν να μιλάνε για «φανέλες», πεταμένα εκατομμύρια, τελειωμένους παίκτες όπως ο Νεϊμάρ, «γέρους» με τους οποίους δεν κάνεις τίποτα όπως ο Μέσι. Λες και η Ρεάλ δεν έχει ξοδέψει καράβια με χρήματα για να έχει τους παίκτες που έχει (90 εκατ ευρώ μόνο για τον Βίνι Jr και τον Ροντρίγκο…) και λες κι ο Μόντριτς κι ο Μπενζεμά είναι δυο εικοσάχρονα κι όχι ένας 36αρης κι ένας 34χρονος.              

Χωρίς δικό της τρόπο

Με τη Ρεάλ θα ασχοληθώ όταν αποκλειστεί – θα συμβεί κι αυτό στη συνέχεια νομίζω. Θα γράψω κάτι για την Παρί μακριά από κλισέ που αφορούν τα χρήματα που ξοδεύει και που είναι και κομμάτι αστεία, διότι στο Τσάμπιονς λιγκ αν δεν ξοδεύεις δεν πας πουθενά.  

Η χθεσινή μεγάλη ιστορία επιτρέπει και να καταλάβει κανείς ότι με τον καιρό το Τσάμπιονς λιγκ έχει αποκτήσει τη δική του αυτοτέλεια ως διοργάνωση: για να διακριθείς σε αυτή δεν αρκούν φυσικά μόνο τα χρήματα, αλλά ούτε και το βάρος της φανέλας, αλλιώς η Μίλαν δεν θα τερμάτιζε τελευταία στον όμιλο και η Μπάρτσα δεν θα κατέληγε στο Γιουρόπα λιγκ. Κυρίως δεν αρκεί το τι κάνεις στο πρωτάθλημα που παίρνεις μέρος. Απαιτείται μια τεχνογνωσία, δηλαδή μια ιδιαίτερη γνώση της διοργάνωσης και των μυστικών της. Ακόμα πιο πολύ απαιτείται, όποια ομάδα επιθυμεί να το κατακτήσει να έχει βρει τον τρόπο που αυτό μπορεί να το καταφέρει: ένα τρόπο αποκλειστικά δικό της, προσαρμοσμένο στον χαρακτήρα της. Αυτό είναι το πρόβλημα της Παρί (ίσως και της Μάντσεστερ Σίτι για την οποία επίσης όταν αποκλείεται λέγονται οι γνωστές κλισαρισμένες γενικότητες για τον πλούτο της). Το πρόβλημα της Παρί είναι ότι μιμείται: φέτος πχ oι Καταριανοί προσπάθησαν να φτιάξουν την Μπαρτσελόνα του Μέσι, του Νεϊμάρ και του Σουάρες για να πάρουν το τρόπαιο. Δεν είναι τόσο εύκολο δυστυχώς. Η ευτυχώς.   

Όλα ήταν κάποτε εύκολα

Πριν ξεκινήσει η εποχή του Τσάμπιονς λιγκ, στα χρόνια του κυπέλλου Πρωταθλητριών δηλαδή, όλα ήταν πιο εύκολο να προγραμματιστούν. Θυμάμαι ότι για τις πρωταθλήτριες Ευρώπης υπήρχε ο «περίφημος κύκλος της τριετίας»: την πρώτη χρονιά μια εταιρία έπρεπε να φτιάξει μια ομάδα ικανή να διεκδικήσει το πρωτάθλημα (συνήθως ξοδεύοντας και μαζεύοντας τους καλύτερους εγχώριους παίκτες), τη δεύτερη να κάνει προσθήκες (συνήθως καλών ξένων) για να το κερδίσει και την τρίτη όφειλε να αφοσιωθεί στην κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών – αν η συνταγή πετύχαινε μπορούσε να το κερδίσει και κάμποσες φορές, ενώ σίγουρα το διεκδικούσε.

Όταν περάσαμε στον καιρό του Τσάμπιονς λιγκ, όπου οι μεγάλες ομάδες είχαν μόνιμη πλέον παρουσία στους ομίλους, ο σιγουρότερος τρόπος διάκρισης ήταν να έχεις μια ομάδα που να κάνει σπουδαία πράγματα στο πρωτάθλημα: με την κεκτημένη ταχύτητα που σε αυτό αποκτούσε μπορούσε στην Ευρώπη να κάνει τα πάντα. Σήμερα έχουμε κάτι σχετικά καινούργιο: το φαινόμενο των «μόνιμων πρωταθλητών» δηλαδή των ομάδων που στα εθνικά πρωταθλήματα κάνουν περιπάτους – κι όχι για μια σεζόν, αλλά για χρόνια. Τέτοια είναι η Παρί. Μόνο που στο μεταξύ χάθηκε κάθε σύνδεση ανάμεσα στο Τσάμπιονς λιγκ και στα εθνικά πρωταθλήματα: το τι κάνει μια ομάδα στις εγχώριες διοργανώσεις δεν έχει καμία σχέση πια με τις διεθνείς διοργανώσεις και ειδικά με το Τσάμπιονς λιγκ. Ετσι η Μάντσεστερ Σίτυ, μολονότι πρωταγωνιστεί στην Αγγλία εδώ και μια δεκαπενταετία, στον θρόνο της Ευρώπης δεν έχει καθίσει – και μάλιστα αυτό συμβαίνει ενώ φτάνουν στον τελικό του Τσάμπιονς λιγκ σχεδόν κάθε χρόνο αγγλικές ομάδες. Ετσι η Μπάγερν που έχει σερί από κατακτήσεις τροπαίων στη Γερμανία, το Τσάμπιονς λίγκ το έχει κερδίσει την τελευταία επταετία μόλις μια φορά – στη «φούσκα» που διοργανώθηκε τον Αύγουστο του 2020. Ετσι η Γιουβέντους τον καιρό που στην Ιταλία ήταν απλησίαστη κατάφερε απλά να παίξει και να χάσει δυο τελικούς. Και έτσι η Παρί, που στη Γαλλία δεν έχει αντίπαλο από τον καιρό που την αγόρασαν οι Καταριανοί, συλλέγει αποτυχίες. Δεν φταίνε ούτε τα χρήματα που ξοδεύει, ούτε η νοοτροπία της: στο Παρίσι με τη Ρεάλ μια χαρά μπάλα έπαιξε, όπως άλλωστε και χθες στο πρώτο ημίχρονο.  

https://goal.philenews.com/wp-content/uploads/2022/03/untitled_233615.jpg

Τις βλέπεις και λες είναι έτοιμες

Η Ρεάλ Μαδρίτης είναι στους θριάμβους και στις καταστροφές της η απόλυτη απόδειξη της αυτοτέλειας του Τσάμπιονς λιγκ. Το έχει κερδίσει σε μια χρονιά που τερμάτισε πέμπτη στο ισπανικό πρωτάθλημα. Το κατέκτησε τέσσερις φορές σε πέντε χρόνια (από το 2013- 14 μέχρι το 2017-18) και μόνο μια φορά σε αυτή την καταπληκτική πενταετία κέρδισε το πρωτάθλημα Ισπανίας.

Υπάρχουν ομάδες που τις βλέπεις και λες ότι είναι ομάδες που μπορεί να ανεβούν στο θρόνο της Ευρώπης; Φυσικά και υπάρχουν: κάθε χρόνο υπάρχουν. Το ενδιαφέρον στην υπόθεση είναι ότι αυτό το εκπέμπουν – και θα λεγα ότι η κάθε μια τέτοια ομάδα το εκπέμπει με τον τρόπο της. Η Μπαρτσελόνα για να σε πείσει ότι μπορεί να το κάνει πρέπει συγχρόνως να σε πείθει ότι παίζει το καλύτερο ποδόσφαιρο στην Ευρώπη. Η Μπάγερν πρέπει να είναι ισοπεδωτική, αλύπητη κι ασταμάτητη: τις δυο τελευταίες φορές που κατέκτησε το τρόπαιο σκόρπισε την Μπάρτσα του Μέσι βάζοντας της του κόσμου τα γκολ. Η Λίβερπουλ πρέπει να έχει την ώθηση της πιο καυτής έδρας που υπάρχει στη διοργάνωση, δηλαδή του Ανφιλντ. Και η Ρεάλ; Η Ρεάλ πρέπει να έχει στο γήπεδο ένα αστέρι που να προκαλεί την υποψία πως είναι ένας από τους καλύτερους του κόσμου – μπορεί και ο καλύτερος. Τέτοιος ήταν ο Κριστιάνο Ρονάλντο: οι επικριτές του αμφισβητούσαν ότι είναι ο πιο καλός στον κόσμο αλλά ότι είναι ένας από τους καλύτερους δεν τόλμησε ποτέ κανείς να μην το παραδεχτεί όταν ο Πορτογάλος μεσουρανούσε. Τέτοιος είναι σήμερα ο ΕμΠαπέ που χθες την Ρεάλ παραλίγο να την καταστρέψει. Και τέτοιοι είναι ο Μπενζεμά κι ο Μόντριτς. Όχι υπηρέτες της Βασίλισσας. Αλλά παραγωγοί θαυμάτων της μιας βραδιάς…