Ο τρίτος δρόμος

Ο τρίτος δρόμος


Στο Περιστέρι χθες, στη ρεβάνς κυπέλλου Ατρόμητος – Ολυμπιακός, είχαμε μια ακόμα παράσταση σκηνοθετημένη από το θίασο που αυτοαποκαλείται «εξυγίανση». Εγιναν τόσα πολλά στο γήπεδο που βαριέμαι και να τα αναφέρω. Κρατάω απλά τη φάση του 47΄όταν χάρη στον επόπτη Κωσταρά ο Ατρόμητος άνοιξε το σκορ έχοντας τέσσερις παίκτες σε θέση οφσάιντ. Φυσικά επειδή μεταξύ των δυο ομάδων υπάρχει διαφορά, αλλά κι επειδή ο Ατρόμητος έχει κι αυτός ένα Πορτογάλο προπονητή και μάλιστα από αυτούς που φοβούνται το ρίσκο, (ο Σα Πίντο πιστεύει ότι στο ποδόσφαιρο δεν υπάρχει άλλο σκορ νίκης από το 1-0…),  ο Ολυμπιακός ξύπνησε, κέρδισε με 2-1 και προκρίθηκε, πράγμα που σημαίνει πως θα συνεχίσει και στο κύπελλο να κάνει δυσκολότερη τη δουλειά διαιτητών και λοιπών τομαριών, που έχουν αναλάβει φέτος την εργολαβία της αγωνιστικής του εξόντωσης. Πιθανότατα στο τέλος δεν θα τα καταφέρει να κερδίσει ό,τι αξίζει, αλλά και πάλι το ότι εκθέτει τόσους πολλούς δεν το λες κι άσχημο. Τουλάχιστον ο κόσμος, που καταλαβαίνει, γελάει με την εξυγίανση. Καλά κάνει, αλλά να ξέρει ότι ακολουθούν χειρότερα.

Ξέχνα τα εύκολα

Ας πούμε δυο σοβαρά πράγματα για το πώς μπορεί κάποιος να ανταποκριθεί αγωνιστικά έχοντας απέναντί του μια τόσο οργανωμένη μεθόδευση. Το πρώτο που δεν πρέπει να κάνει είναι ό,τι έκαναν άλλες ελληνικές ομάδες, όταν από διαιτητές ένοιωσαν ότι στοχοποιούνται. Είναι εύκολο να στήνεις site, να βρεις τηλεκριτικούς που να εστιάζουν στα λάθη των διαιτητών που δεν γουστάρεις, να μοιράσεις πέντε χαρτζιλίκια σε δημοσιογράφους για να παριστάνουν τους Κλουζό που κάνουν αποκαλύψεις, να φωνάζεις και να καταγγέλλεις σε κάθε ευκαιρία: είναι εύκολο, αλλά δεν σε βγάζει πουθενά. Συνήθως η οργή έχει ως αποτέλεσμα ξεσηκωμούς του κόσμου, επεισόδια και τιμωρίες: καταλήγεις να χάνεις το όποιο δίκιο σου. Επίσης οι νίκες στην Ελλάδα, όταν έρχονται με κόντρα τη διαιτησία, προκαλούν υπερηφάνεια – οι ήττες, όμως, όπως κι αν προκύψουν, ποτέ δεν χωνεύονται. Ο πολύς κόσμος, κακά τα ψέματα, δεν έχει τη δυνατότητα να καταλάβει ποιο είναι το είδος της δυσκολίας που έχεις, όχι όταν σε αδικεί ο διαιτητής (αυτό μπορεί να συμβεί στον καθένα…), αλλά όταν το ξέρεις πως θα σε αδικήσει, γιατί για αυτό τον στέλνουν. Στην αρχή μπορεί να χλευάσει τη νίκη του αντιπάλου, αργά η γρήγορα θα τα βάλει με την ομάδα: με τον προπονητή, τους παίκτες που δεν κάνουν τη διαφορά, τη διοίκηση που δεν παίρνει άλλους καλούς κτλ. Και κάπως έτσι προκύπτει ένα ντόμινο καταστροφής. Η τουλάχιστον έτσι συνέβαινε μέχρι τώρα – και στον Ολυμπιακό που πρώτος στοχοποιήθηκε στα περίφημα «πέτρινα χρόνια» αυτό πρέπει να το θυμούνται.

 

Οι τρόποι αντίδρασης

Ακούω τελευταία το Σάββα Θεοδωρίδη να επαναλαμβάνει ότι ο Ολυμπιακός δεν θα κάτσει με σταυρωμένα χέρια, ότι θα αναλάβει δράση, ότι θα τον βρουν μπροστά τους κτλ. Όλα αυτά είναι ωραία, αλλά είναι λόγια και με λόγια δεν κάνεις απολύτως τίποτα. Υπάρχουν κάποιες πολύ συγκεκριμένες αντιδράσεις, τις οποίες στην Ελλάδα έχουμε δει και όλες κάτι της έχουν κατά καιρούς αποδώσει. Η πρώτη και η πιο απλή είναι να μπεις και συ στη δημοπρασία που γίνεται για την παροχή υπηρεσιών από τα τομάρια, που κινούνται στις παρυφές του ελληνικού ποδοσφαίρου και να την κερδίσεις δίνοντας περισσότερα. Θα χάσεις πολλά χρήματα είναι αλήθεια, αλλά έχεις μια πιθανότητα να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο, αν και εφόσον τα καταφέρεις: υπάρχουν πρόθυμοι να τα πάρουν πολλοί και δεν μιλάω μόνο για διαιτητές, αλλά και για διαιτητοπατέρες, προέδρους Ενώσεων, προέδρους ομάδων κι ένα σωρό παρατρεχάμενους που ζουν από το νταραβέρι. Υπάρχει πάντα μια πιθανότητα να σου φάνε χρήματα ή τη δημοπρασία να την χάσεις, αλλά αυτή η αντίδραση είναι ένας τρόπος. Υπάρχει κι ένας άλλος. Να αρχίσεις τα γεύματα με τους πολιτικούς, να δίνεις χρήματα σοβαρά για το κόμμα, να ποντάρεις ότι αύριο θα βρεις κι εσύ ένα Υφυπουργό Αθλητισμού να τα κάνει όλα μπάχαλο για χάρη σου: κι αυτή η συνταγή μπορεί να αποδώσει, αλλά απαιτεί χρόνο και χρόνο πολύ χωρίς αποτελέσματα δύσκολα θα βρεις. Κάθε φορά που η ομάδα δεν θα μπορεί να απαντήσει στον κάθε Κωσταρά, ο κόσμος θα φωνάζει πρώτα εναντίον του και μετά εναντίον σου: είναι κανόνας.

 

Μπορείς να το εξευτελίσεις

Υπάρχει ωστόσο κι ένας τρίτος δρόμος – αυτός που δεν πήρε ποτέ καμία ομάδα στην Ελλάδα: να εξευτελίσεις όλο αυτό το σύστημα, χωρίς ποτέ να συνθηκολογήσεις μαζί του, φτιάχνοντας μια αληθινά δυνατή ομάδα. Θέλω να σας πω μια ωραία ιστορία που πάντα χρησιμοποιώ ως παράδειγμα όταν μου λένε για τη διαιτησία, τα κέντρα, τα παρασκήνια κτλ. Στην Ιταλία από το 1984 μέχρι το 1989 το πρωτάθλημα το κατακτούσε πάντα μια διαφορετική ομάδα: ένας μόνο θεσμικός ηγέτης ήταν ίδιος στη χώρα, ο αρχιδιαιτητής Καζαρίν. Σοφός άνθρωπος ο Καζαρίν φρόντιζε κάθε χρόνο να πηγαίνουν τα κόζα μια από δω και μια από κει: είχαν προηγηθεί τα σκάνδαλα στις αρχές της δεκαετίας του 80, ο υποβιβασμός της Μίλαν και της Λάτσιο, η ανάγκη να υπάρξει νέο και μεγάλο ενδιαφέρον από τον κόσμο. Ολο αυτό δούλεψε καλά και πολλοί χάρηκαν, αλλά ο Μπερλουσκόνι δεν ήθελε να παίρνει μέρος σε ένα γαϊτανάκι πρωταθλημάτων, που άφηναν τη γεύση μιας εξωαγωνιστικής σκηνοθεσίας και ήθελε να φτιάξει μια πολύ μεγάλη ομάδα και για λόγους που είχαν να κάνουν με τα πολιτικά του σχέδια. Το 1991, μολονότι η Μίλαν ήταν τιμωρημένη και δεν έπαιζε σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις, πρόσθεσε στην υπάρχουσα δυνατή ομάδα πέντε τουλάχιστον καλούς παίκτες: τον Μπόμπαν, τον Σαβίσεβιτς, τον Παπέν, τον Λεντίνι, τον Εράνιο κτλ. Το κανε και το 1991 και το 1992. Η Μίλαν έγινε η πρώτη ομάδα που κέρδισε τρία σερί πρωταθλήματα: είχε να συμβεί από τη δεκαετία του ’40 και τα χρόνια της μεγάλης Τορίνο. Στην τριετία αυτή συμπλήρωσε 58 ματς χωρίς ήττα – της έσπασε το ρεκόρ η Πάρμα του Φαουστίνο Ασπρίλια – φυσικά κέρδισε και το Τσάμπιονς λιγκ. Όμως το αληθινά ενδιαφέρον είναι κάτι άλλο: στα δυο πρώτα χρόνια αυτής της ιστορικής κυριαρχίας της χτύπησε ένα πέναλτι! Της το έδωσαν σε ένα αδιάφορο ματς με τη Φότζια και ο Μπίλι Κοστακούρτα το έστειλε άουτ – ίσως και επίτηδες. Η μεθόδευση έβγαζε μάτια, αλλά η ομάδα ήταν τόσο ικανή, που γελοιοποιούσε τους διαιτητές σε κάθε ευκαιρία.

Περιθώρια για έξι προσθήκες

Φυσικά δεν λέω ότι εδώ μπορεί να κάνεις τη Μίλαν – προφανώς δεν γίνεται. Γίνεται όμως ευκολότερα κάτι άλλο: να δώσεις το επόμενο καλοκαίρι σε έξι σπουδαίους παίκτες τα χρήματα που παίρνουν φέτος ο Τσόρι, ο Καμπιάσο, ο Μάριν, που είναι παροπλισμένοι, ο Μιλιβόγεβιτς και ο Ιντέγιε που έφυγαν, ο Καρντόσο που παίρνει δυο εκατομμύρια ευρώ το χρόνο, αλλά δεν πρόσφερε τίποτα. Δεν λέω ούτε να ξοδέψεις τα χρήματα που έφεραν οι πωλήσεις, ούτε να μην πωλήσεις κανένα άλλο: δεν κάνω κουμάντο στο πορτοφόλι κανενός. Απλά υπογραμμίζω κάτι απλό: ότι με το ίδιο μπάτζετ που η ομάδα είχε φέτος, με πολύ προσεκτικότερες όμως επιλογές, μπορεί του χρόνου να έχει έξι πολύ ακριβούς για τα ελληνικά μας δεδομένα παίκτες – αυτούς δεν θα τους έχει κανείς άλλος γιατί τέτοια συμβόλαια δεν πληρώνει. Αν τους βρεις και μπολιάσεις με αυτούς την ομάδα, ο κόσμος θα ενθουσιαστεί και θα είναι δίπλα σου κι αυτόν τον κόσμο τον έχει πάντα ανάγκη. Οι άλλοι έχουν άλλες ανάγκες και τρέχουν να τις καλύψουν. Μια χαρά είναι ο Κωσταράς, ο Σιδηρόπουλος, ο Βάτσιος, ο Μάνταλος κτλ: μια χαρά για να γελάμε. Αν εσύ έχεις έξι ποδοσφαιριστές επιπλέον, ικανούς να ομορφύνουν το παιγνίδι, εγώ λέω ότι η κουβέντα για τη διαιτησία μπορεί να πεθάνει. Δεν θα την αντέχουν πρώτα από όλα οι οπαδοί των άλλων ομάδων, που δεν θα έχουν τι να πουν.