Ο Θεός αγαπούσε τον Τζιανλούκα Βιάλι

Ο Θεός αγαπούσε τον Τζιανλούκα Βιάλι


O Γιούργκεν Κλοπ έκανε την καλύτερη δήλωση για το Λούκα Βιάλι που έφυγε από τη ζωή στα 58 του χρόνια. «Αρκεί να ακούς τι λένε αυτοί που τον γνώρισαν για να καταλάβεις τι άνθρωπος ήταν» είπε ο Γερμανός. Δεν θυμάμαι ωραιότερη φράση για επίλογο.

Εμοιαζε με ηθοποιό

Ήταν δεκαοκτώ όταν πρωτοεμφανίστηκε στο παλκοσένικο του ιταλικού ποδοσφαίρου ο Βιάλι. Φορούσε την παράξενη γκρι-κόκκινη φανέλα της Κρεμονέζε, είχε σγουρά και πυκνά μαλλιά, έμοιαζε με ηθοποιό κι όχι με ποδοσφαιριστή, κουβαλώντας όλη την αναίδεια και την άνεση κάποιου που έπαιζε ποδόσφαιρο για την πλάκα του γιατί είχε μεγαλώσει υπέροχα και ήθελε να το δείχνει. Ηταν το πέμπτο και τελευταίο από τα πέντε παιδιά μιας οικογένειας από τη Λομβαρδία – είχε μια αδερφή τη Μίλα και τρεις αδερφούς, το Νίνο, τον Μάρκο και τον Μάφο, αλλά μην πάει το μυαλό σας σε μια πολύτεκνη οικογένεια που περίμενε τη βοήθεια των κοινωνικών υπηρεσιών του ιταλικού κράτους. Ο πατέρας του, ο Τζανφράνκο, ήταν εργοστασιάρχης, ιδιοκτήτης μιας τεράστιας βιομηχανικής μονάδας στο Γκρούμολο - κοντά στο Μιλάνο. Ο Βιάλι έπαιζε ποδόσφαιρο και διασκέδαζε κυνηγώντας την μπάλα και κάτι που του έμοιαζε με ευτυχία.

https://pbs.twimg.com/media/Flx6vXIXEAA5x5A?format=png&name=small

Όταν ο Πάολο Μαντοβάνι εμφανίστηκε για να τον αποκτήσει για την Σαμπντόρια ο μπαμπάς Τζιανφράνκο του είπε να προσέχει το γιό του γιατί διαφορετικά θα αγοράσει την ομάδα και θα τον διώξει! Λένε ότι πρώτος κατάλαβε το ταλέντο του ο προπονητής Εμιλιάνο Μοντόνικο: τα 23 γκολ σε 13 ματς που είχε πετύχει στα 18 του ο Βιάλι μαρτυρούν ότι το να το διακρίνεις αυτό το ταλέντο δεν ήταν και δύσκολο. Έπαιζε δεξιά, μετά αριστερά αλλά έπαιζε κυρίως για το γκολ κι ήταν λογικό να γίνει γρήγορα σέντερ φορ. Δυνατό του σημείο; Αυτό που οι Ιταλοί αποκαλούσαν «γκολ  ακροβατικά» - δηλαδή εκτελέσεις με τη μια, χωρίς κοντρόλ, χωρίς έλεος. Οι αριθμοί μιλάνε από μόνοι τους. Είχε 325 συμμετοχές στη Serie A και 123 γκολ, 13 στη Serie B και  23 γκολ, 58  στην Πρέμιερ Λιγκ και 21 γκολ. Σύνολο σε όλα τα πρωταθλήματα και όλα τα κύπελλα 259 γκολ σε 653 αγώνες. Γκολ με «ψαλίδια», με γυριστά σουτ, με περιστροφές, με κεφαλιές – «γκολ που βάζουν οι γενναίοι και οι τρελοί», είχε πει κάποτε ο προπονητής Βουγιαντίν Μπόσκοφ. Και τίτλοι, απίθανοι, μυθικοί.   

Σχεδόν τα πάντα

Σε σχεδόν είκοσι χρόνια καριέρας, από το 1980 έως το 1999, ο Βιάλι κέρδισε σχεδόν τα πάντα. Στην Ιταλία έζησε σίγουρα τα καλύτερα χρόνια του: οκτώ στη Σαμπντόρια και τέσσερα στη Γιούβε. Με ενθουσιασμό στη Γένοβα με ωριμότητα στο Τορίνο. Στη Σαμπντόρια γελούσε γιατί διασκέδαζε, στη Γιούβε γελούσε γιατί κέρδιζε: κανείς δεν είδε ποτέ σκυθρωπό τον «Τζιανλού».

https://sportsmax.tv/media/k2/items/cache/d6f888b7eaeca7e6c9ac341b973734d4_XL.jpg

Η Σαμπντόριά του υπήρξε μια από τις πιο αγαπησιάρικες ομάδες όλων των εποχών – μια από τις καλύτερες επαρχιακές ομάδες στην ιστορία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, μια από τις λίγες που χάρηκε τις νίκες της χωρίς την ψύχωση της υποχρεωτικότητάς τους, μια ομάδα που το μόνο «πρέπει» που κουβαλούσε, αφορούσε τη χαρά του παιγνιδιού. Ο Βιάλι θα βρει εκεί το Μαντσίνι θα γίνουν οι «Δίδυμοι των Γκολ» και το 1991 θα οδηγήσουν τη Σαμπντόρια σε ένα ιστορικό πρωτάθλημα. Ο Λούκα και ο Ρόμπι είναι τα δύο ταλέντα που μεγάλωσαν για να κάνουν κάτι που μοιάζει με θαύμα: να κερδίσουν το πρωτάθλημα από ταξιαρχίες γεμάτες από πανάκριβους ξένους που έχουν μεταμορφώσει το καμπιονάτο σε ποδοσφαιρικό Χόλυγουντ. Συνδυάζουν ιδιοφυΐα και τεχνική, δύναμη και φαντασία. Ο Μαντσίνι ζωγραφίζει, ο Βιάλι εκτελεί. Σε ένα ματς με τη Νάπολι πετυχαίνουν ένα γκολ βρίσκοντας τη μπάλα μαζί – ο Βιάλι με το αριστερό, ο Μαντσίνι με το δεξί! Οι δύο φίλοι είναι αχώριστοι ακόμα και εκτός γηπέδου. Τους καταλαβαίνει και ποντάρει πάνω τους ο Βουγιαντίν Μπόσκοφ, Σέρβος αλλά πολίτης του κόσμου, ικανός να δεχτεί ότι όλα θα πάνε όπως πρέπει, αν μπορέσει να δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις ώστε οι δυο να γίνουν ηγέτες. «Στη θεωρία» θυμάται ο τερματοφύλακας Παλιούκα «ο Μπόσκοφ σχεδίαζε στο μαυροπίνακα τι πρέπει να κάνουμε. Μετά σηκωνόταν ο Μαντσίνι και έκανε τις προσθέσεις του. Και μετά, ο Βιάλι τα έσβηνε όλα κι έγραφε «δώστε μου τη μπάλα». Για χρόνια ολόκληρα». Οι παίκτες της Σαμπ ζουν μέρες και νύχτες μεγαλείων: τα πάρτι του Βιάλι είναι ιστορικά. Η Γένοβα είναι το βασίλειό τους. Ο Βιάλι με τον Μαντσίνι θα πείσουν  συμπαίκτες τους – τον Βιέρκβουντ, τον Παλιούκα, τον Λομπάρντο κτλ– να παραμείνουν στη Σαμπντόρια, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν ομάδες της Serie A που τους πρόσφεραν του κόσμου τα χρήματα. «Εδώ δεν κερδίζεις, γράφεις ιστορία» θα πει όταν η Σαμπ φτάνει το 1992 στο Γουέμπλεϊ για να αγωνιστεί στον τελικό του Τσάμπιονς λιγκ κόντρα στην Μπάρτσα. Νόμιζαν ότι το είπε για το γήπεδο. Στην πραγματικότητα μιλούσε για την ομάδα του.

Στη Γιουβέντους και στην Αγγλία

Φεύγει από τη Σαμπ για να πάει στη Γιουβέντους μετά την ήττα από την Μπαρτσελόνα. Εχει κερδίσει με την πρώην ομάδα του σχεδόν τα πάντα, αλλά ξέρει πως το Τσάμπιονς λιγκ θα το κερδίσει μόνο με την Κυρία. Το καταφέρνει κόντρα στον Αγιαξ και μετά φεύγει για την Τσέλσι, γιατί στην Ιταλία δεν έχει κίνητρο. Είναι ένας από τους πρώτους, που έγινε μετανάστης πολυτελείας στην Αγγλία, κάνοντας μόδα το Made in Italy στο νησί. Ζει όλη την αγγλική εμπειρία ως πρωταγωνιστής: ως αστέρι στο γήπεδο, ως παίκτης – προπονητής, ως σκληρός μάνατζερ. Δεν τα πάει κι άσχημα: στο τεράστιο βιογραφικό του, στο οποίο υπάρχουν ήδη τα πάντα (δυο πρωταθλήματα, ένα Τσάμπιονς λιγκ, ένα κύπελλο UEFA, κι όλα τα ιταλικά κύπελλα, θα προστεθούν ένα Κύπελλο Αγγλίας, ένα Λιγκ Καπ Αγγλίας, ένα Κύπελλο Κυπελλούχων και ένα Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ.

https://preview.redd.it/5gtxhdoh3pt31.jpg?auto=webp&s=5f72f2b3e672a4922269fd754f7cdaffc7ef79e0

Mέχρι σήμερα είναι ο μόνος Ιταλός που έχει κατακτήσει τρία ευρωπαϊκά κύπελλα με τρεις διαφορετικές ομάδες: Τσάμπιονς Λιγκ με τη Γιούβε, Κύπελλο UEFA με τη Σαμπντόρια και Κύπελλο Κυπελλούχων με την Τσέλσι. Θα αγαπήσει το Λονδίνο, πιο πολύ από την προπονητική που σταμάτησε γρήγορα μετά από ένα πέρασμα από την Γουοτφορντ, και θα το κάνει σπίτι του. Εκεί θα γνωρίσει τη γυναίκα του την Κάθριν Γουάιτ Κούπερ από την Αυστραλία. Την παντρεύτηκε το 2003 και μαζί απέκτησαν δύο κόρες. «Κατάλαβα ότι είναι η γυναίκα της ζωής μου, όταν δέχτηκε να βγούμε χωρίς να ξέρει ποιος είμαι και τι είναι το ποδόσφαιρο» θα πει γελώντας σε μια εκπομπή τα 2005.

Ο Θεός τον αγαπούσε

Ήταν υπέροχος επιθετικός ο Λούκα Βιάλι: σίγουρα ο πιο ολοκληρωμένος Ιταλός κυνηγός της γενιάς του κι ας είχε μια δύσκολη σχέση με την Εθνική στην οποία αγωνίστηκε 59 φορές πετυχαίνοντας 16 γκολ, όλα όμορφα. Έκανε ντεμπούτο το 1985 με τον Εντσο Μπέαρζοτ, που τον είχε στην αποστολή της Ιταλίας στο Παγκόσμιο Κυπέλλου του Μεξικού το 1986. Υπήρξε πρωταγωνιστής στο Euro του 1988, αλλά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 ήταν μάλλον η χειρότερη στιγμή του. Έμεινε στο περιθώριο, έχασε τη θέση του από τον Τοτό Σκιλάτσι που για είκοσι μέρες σκόραρε με δεμένα μάτια, απαίτησε να παίξει στον ημιτελικό με την Αργεντινή και ο κόουτς Βιτσίνι δεν του χάλασε το χατίρι αλλά η προσφορά του ήταν ελάχιστη. Ολοκλήρωσε τη σχέση άδοξα - το τελευταίο του ματς ήταν το 1992 –στις 19 Δεκεμβρίου πριν από τριάντα χρόνια δηλαδή έπαιξε με τη Σκουάντρα Ατζούρα– στη Μάλτα, σκόραρε φυσικά. Αλλά ο Αρίγκο Σάκι τον άφησε στην άκρη κι αυτός έζησε το μουντιάλ του 1994 ως σχολιαστής στην τηλεόραση κριτικάροντας ανελέητα τον προπονητή παρόλο που αυτός οδηγούσε την Ιταλία στον τελικό.

Ωστόσο ο Θεός τον αγαπούσε: ό,τι στην Εθνική δεν έζησε ως παίκτης το έζησε ως συνεργάτης του ομοσπονδιακού προπονητή πλέον Μαντσίνι το 2021. Η αγκαλιά τους στο Γουέμπλεϊ μετά τον τελικό του Euro2020 ήταν η τελευταία ίσως εικόνα που ο κόσμος θα έχει από τον Βιάλι. Αυτός έκλεγε γιατί ζούσε τον τελευταίο του θρίαμβο, ενώ ο Μαντσίνι έσφιγγε στην αγκαλιά του ένα φίλο αποχαιρετώντας τον. Και ήταν ίσως η πρώτη φορά που οι δυο που υπηρέτησαν το ποδόσφαιρο διασκεδάζοντας όσους το αγαπάνε, έκαναν τον κόσμο να δακρύσει.

«Εχω καρκίνο στο πάγκρεας. Από εδώ και πέρα κάθε μέρα που έρχεται ίσως είναι η πρώτη του τέλους μου. Θέλω να το ξέρετε για να μην ρωτάτε τι έχω. Σας ευχαριστώ για την διακριτικότητα» είχε πει το 2017 αφήνοντας τους πάντες άφωνους. Ήταν και στη ζωή όπως και στο γήπεδο. Γενναίος ή τρελός, μικρή η διαφορά…