Ο ωραίος Μπρουμελ του ΠΑΣΟΚ

Ο ωραίος Μπρουμελ του ΠΑΣΟΚ


Είδα πολλά που γράφτηκαν για τον Ακη Τσοχατζόπουλο μετά την ανακοίνωση του θανάτου του – κατά βάση τα βρήκα αμήχανα. Πολλοί από όσους έγραψαν για αυτόν δεν θυμούνται τον καιρό της παντοκρατορίας του, πολλοί που τον θυμούνται προτίμησαν τη σιωπή. Ισως και να πιστεύουν πως η σιωπή είναι ο καλύτερος τρόπος για να τιμήσουν την μνήμη του. Αυτός ο επικήδειος της σιωπής είναι μάλλον καλύτερος από τα διάφορα αφιερώματα στις μεγάλες στιγμές του. Τις οποίες ο χρόνος παραμόρφωσε ή τους έδωσε την αληθινή τους διάσταση: διαλέγεις και παίρνεις.

Αν έφευγε το 1996…

Κάθε φορά που την τελευταία δεκαετία άκουγα διάφορα για την περίπτωση του Τσοχατζόπουλου σκεφτόμουν πόσο διαφορετική θα ήταν η θέση του στην κοινωνική και την πολιτική ιστορία της Ελλάδας αν για παράδειγμα του συνέβαινε κάτι τραγικό και έφευγε από τη ζωή τη βραδιά του Ιανουαρίου του 1996, όταν και διεκδίκησε από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ την ψήφισή του ως πρωθυπουργός ή τις μέρες του συνεδρίου του Κινήματος, στο οποίο προσπάθησε να εκλεγεί αρχηγός του κόμματος. Στην πρώτη περίπτωση θα είχε κηδευτεί με τιμές πρωθυπουργού: ήταν άλλωστε ενεργός πρωθυπουργός, αφού από τον Νοέμβριο του 1995 έως τον Ιανουάριο του 1996 αναπλήρωσε τον ασθενή τότε Ανδρέα Παπανδρέου. Στη δεύτερη περίπτωση ο θάνατός του θα προκαλούσε τεράστια συγκίνηση: χιλιάδες άρθρα θα δημοσιεύονταν στις εφημερίδες, γιγάντιες υπερβολές θα γράφονταν για την προσφορά του στη χώρα και τα δάκρια των ψηφοφόρων του (κι όσων ένιωθαν ευεργετημένοι) θα ήταν ποτάμια. Σε κάθε περίπτωση η χώρα θα θρηνούσε το λαϊκό αγωνιστή, το παιδί του λαού, αυτόν που ο Ανδρέας αποκαλούσε «Ωραίο Μπρούμελ του ΠΑΣΟΚ»: θυμάμαι τις εφημερίδες της εποχής να το γράφουν χωρίς οι πιο πολλοί να γνωρίζουν ποιος ήταν ο πραγματικός ωραίος Μπρούμελ. Αν το γνώριζαν θα καταλάβαιναν πως εν τη σοφία του ο Παπανδρέου τους (μας) έλεγε από τότε πως ο «Ακης» δεν ήταν το παιδί της διπλανής πόρτας, ούτε φυσικά ο μάγκας ο βαρύς που χόρευε ζεμπεκιές, ούτε σίγουρα ο αγωνιστής που ένας κόσμος θαύμαζε: ήταν απλά ένας μεγάλο νάρκισσος, το είδος του ανθρώπου που θρεφόταν από το χειροκρότημα και που επένδυε πάνω στη δημοφιλία αυτή - κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Άκης Τσοχατζόπουλος: Λάτρης του ζεϊμπέκικου

Ποιος ήταν ο πραγματικός Μπρουμέλ

Ο πραγματικός Τζορτζ Μπράιαν Μπρούμελ υπήρξε για πολλούς ο μεγαλύτερος Αγγλος στυλίστας: το 1799 μπήκε στην Αυλή του Βασιλιά Γεώργιου ΙΕ’ που τον ήθελε κοντά του γιατί καθόριζε την ανδρική μόδα της υψηλής κοινωνίας του Νησιού. Είχε σπουδάσει στο Ητον και στην Οξφόρδη, μάλλον την τέχνη της ματαιοδοξίας και της  υπερβολής: δημιούργησε το «κλαμπ των Δανδήδων», μια λέσχη καλοπερασάκηδων της εποχής και καμάρωνε γιατί έπλενε τις μπότες του με σαμπάνια. Παρά την προστασία του Βασιλιά, έχασε τον έλεγχο των οικονομικών του, τρελάθηκε από το τζόγο, έφτασε σε σημείο να χρωστάει υπέρογκα ποσά. Η πτώση του άρχισε όταν αγόρασε ένα σπίτι στην τότε πιο ακριβή περιοχή του Λονδίνου, το Τσέστερφιλντ στο οποίο επιδείκνυε τον πλούτο του και κορόιδευε τους πιστωτές του. Όταν ο βασιλιάς τον έδιωξε το τέλος του ήταν μοιραίο. Άλλοι ισχυρίζονται ότι συνελήφθη και πέθανε στην φυλακή και άλλοι ότι απλά το σκασε από το Λονδίνο νύχτα για να βρει καταφύγιο και κρυψώνα στη Γαλλία, στην οποία πέθανε πάμφτωχος, αλλά όχι και ξεχασμένος. Όταν ο Αντρέας αποκαλούσε τον Ακη «Ωραίο Μπρουμελ του ΠΑΣΟΚ» προφήτευε το τέλος του. Από εκεί και πέρα η μοίρα φρόντισε κάποιες λεπτομέρειες, όπως η αγάπη και των δυο για τα εντυπωσιακά σπίτια, να κάνουν το προσωνύμιο τραγικά ειρωνικό. Ο Τσοχατζόπουλος υπήρξε ένας ιδανικός «ωραίος Μπρουμελ»: άθελά του υπηρέτησε αυτό το ρόλο μέχρι τέλους.

Θα πρεπε να τον δούμε ως μάθημα

Η γενικότερη πολιτική πορεία του θα πρεπε να μας διδάξει να είμαστε δύσπιστοι με όσους επιδιώκουν να μας δείχνουν πόσο «παιδιά του λαού» παραμένουν ακόμα κι όταν φτάνουν να κυβερνήσουν τη χώρα. Ο Τσοχατζόπουλος ήθελε να δείχνει απλός και λαϊκός και δικός μας – αλλά αυτή η εικόνα του ήταν απλά το μέσο για να ζήσει πολυτέλειες και μεγαλεία. Στην πραγματικότητα ήταν φορέας μιας αντίληψης για την εξουσία που είναι αρκετά οικεία στο μέσο Ελληνα: με βάση την αντίληψη αυτή η εξουσία δεν είναι παρά ένα εργαλείο εξυπηρέτησης του «κοσμάκη», του «απλού ανθρώπου», του φίλου ψηφοφόρου «που ανεβάζει και κατεβάζει κυβερνήσεις» και που ο πολιτικός πρέπει να φροντίζει βοηθώντας τον κάτι να κερδίσει. Το ίδιο έκανε κι ο Τσοχατζόπουλος για τον εαυτό του, τον οποίο και αγαπούσε όσο τους ψηφοφόρους του: φρόντισε να του δώσει κι αυτόν τη δυνατότητα να χαρεί τα καλά της εξουσίας. Απλά αυτό που για τον ψηφοφόρο του ήταν ένας διορισμός ή ένα ρουσφέρι στο στρατό ή μια εντολή να ανοίξει μια Τράπεζα σαββατιάτικα για να πάρει άδεια ο ΠΑΟΚ, για τον ίδιο, σύμφωνα με τα ελληνικά δικαστήρια, ήταν μίζες από υποβρύχια. Που του επέτρεπαν να κάνει γάμο στο Παρίσι και ν’ αγοράσει ένα σπίτι που προκαλούσε θαυμασμό και απορίες. Όπως εκείνο του ωραίου Μπρούμελ.

Το παράδοξο της ιστορίας

Το 1996 η διπλή νίκη του Κώστα Σημίτη (πρώτα εντός της κοινοβουλευτικής ομάδας και μετά στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ) ήταν ένα παράδοξο της ιστορίας. Ο Τσοχατζόπουλος ήταν σαφώς πιο δημοφιλής στην κοινωνία, σαφώς πιο αγαπητός στον κομματικό μηχανισμό, σαφώς πιο ΠΑΣΟΚ από τον Σημίτη: αν ο κόσμος ψήφιζε το διάδοχο του Αντρέα θα ήταν αυτός και μόνο. Η αληθινά τραγική ειρωνεία στην ιστορία είναι ότι ο Τσοχατζόπουλος έχασε και στις δυο περιπτώσεις χωρίς να καταλάβει πως.

Ο «άγνωστος» Άκης Τσοχατζόπουλος: Ο ωραίος Μπρούμελ που παραλίγο να γίνει  πρωθυπουργός - Newsbomb

Κι όμως το γιατί έπεσε θύμα έκπληξης ήταν εν τέλει απλό. Στην κοινοβουλευτική ομάδα, μετά την ισοψηφία του με τον Σημίτη στην πρώτη ψηφοφορία, έχασε γιατί δεν μπορούσε να τάξει άλλα αξιώματα σε όσους δεν τον ψήφισαν: αν η ψηφοφορία επαναλαμβανόταν σε μια εβδομάδα, θα είχε προτάσεις για να τους ικανοποιήσει όλους σε επίπεδο προσωπικό. Στο δε συνέδριο, αυτή η γλυκιά εξουσία που τόσο αγάπησε, δεν ήταν σύμμαχός του: ο Σημίτης απείλησε πως θα κάνει εκλογές αν δεν εκλεγεί αρχηγός. Και οι σύνεδροι προτίμησαν τις καρέκλες τους – ο Τσοχατζόπουλος ήταν ο πρώτος που έδειξε σε αυτό κατανόηση. Για αυτό και δεν έκανε ποτέ αντιπολίτευση εντός του ΠΑΣΟΚ και δεν πήρε ποτέ αποστάσεις από τον άνθρωπο που τον κέρδισε. Η προσκόλληση στην εξουσία τον ενδιέφερε: όλα τα άλλα ήταν φορμαλισμοί.

Απο παντοδύναμος, τοξικός

Τι θα συνέβαινε το 1996 αν κέρδιζε ο Τσοχατζόπουλος; Δεν μου αρέσουν τα what if παρά μόνο στις τηλεοπτικές σειρές. Ισως ζούσαμε το χρυσό αιώνα και παίρναμε όλοι σπίτια στη Διονυσίου Αεροπαγιτου, ίσως η χρεοκοπία μας χτυπούσε την πόρτα γρηγορότερα: κανείς δεν ξέρει. Αυτό ωστόσο που ξέρω είναι ότι μολονότι ο Τσοχατζόπουλος μετά την παραπομπή του το 2012 έγινε «τοξικός» (ακόμα και στενοί του συνεργάτες που σήμερα κάνουν καριέρα εκτός ΠΑΣΟΚ δηλώνουν πως «δεν τον γνώρισαν ποτέ» προκαλώντας γέλια…), εν τούτοις ο τρόπος διαχείρισης της εξουσίας, με τον οποίο ταυτίστηκε, στο συλλογικό μας υποσυνείδητο παραμένει πάντα αρεστός. Ακόμα μας συγκινούν τα «λαϊκά παιδιά που είναι σαν εμάς», που θέλουν την εξουσία « για να υπηρετήσουν το λαό», που θεωρούν πως η εξουσία δεν είναι παρά ένα μέσο για εξυπηρετήσεις – ένα «περάστε κόσμε στο πάρτι του ωραίου Μπρουμελ».

Ο Τσοχατζόπουλος κατέληξε στη φυλακή, αλλά ποτέ δεν ζήτησε συγνώμη για τίποτα – πιστεύω ένιωθε και δικαιωμένος. Οι λόγοι που αγαπήθηκε παράφορα από πολλούς που τον εγκατέλειψαν παραμένουν  ιδεολογικά κυρίαρχοι. Θα πρεπε η μέρα της κηδείας του να είναι αργία. Και να χορεύουμε ζεμπεκιές στο Σύνταγμα. Με το λαό και για το λαό…