Ο Ολυμπιακός του Φερνάντο Σάντος

Ο Ολυμπιακός του Φερνάντο Σάντος


Ο Ονιεκούρου κι ο Αγκιμπού Καμαρά δεν έχουν άλλες υποχρεώσεις στο Καμερούν. Σιγά σιγά ο Ολυμπιακός θα έχει πίσω τους παίκτες που του έλειψαν εξαιτίας της συμμετοχής τους στο κύπελλο Εθνών Αφρικής. Όταν αυτοί επιστρέψουν θα δούμε κι αν θα αλλάξει ο Ολυμπιακός και θα γίνει επιθετικότερος. Για να είμαι ειλικρινής δεν είμαι βέβαιος για αυτό. Γιατί νομίζω πως πολλά από όσα κάνει φέτος αποτελούν επιλογή του Πέδρο Μαρτίνς. Που φέτος μου θυμίζει κομμάτι τον Φερνάντο Σάντος.

Το μίνιμουμ ρίσκο   

Ο Φερνάντο Σάντος δούλεψε στην ΑΕΚ, στον Παναθηναϊκό, στον ΠΑΟΚ και φυσικά στην Εθνική Ελλάδος. Αγαπήθηκε πολύ παντού από τους παίκτες του – κυρίως τους Ελληνες. Του αναγνώριζαν οι πιο πολλοί δυο πράγματα. Το πρώτο ότι δεν τους έριχνε ποτέ την παραμικρή ευθύνη για κάποιο κακό αποτέλεσμα – ο Σάντος ήταν (είναι…) τόσο κύριος που προσπερνούσε ακόμα και τα απολύτως αδικαιολόγητα, π.χ τον καυγά του Μανιάτη με τον Τζαβέλα κάποτε στο μουντιάλ της Βραζιλίας. Το δεύτερο για το οποίο οι παίκτες του τον εκτιμούσαν ήταν για την τακτική του που ήταν βασισμένη στο πως θα ρθει το αποτέλεσμα με το μίνιμουμ ρίσκο. Αυτό το λάτρευαν: ο παίκτης που αγωνιζόταν σε ομάδα του Σάντος ήταν δύσκολο να γίνει στόχος γκρίνιας μετά από βαριά ήττα (αφού ο τρόπος που η ομάδα αγωνιζόταν αυτό δεν το επέτρεπε) κι από την άλλη δεν χρειαζόταν παρά να κάνει τα απολύτως απαραίτητα για να τον αγαπάει (και να τον χρησιμοποιεί) ο προπονητής του. Ο Σάντος δεν δούλεψε ποτέ του στην Ολυμπιακό. Αλλά βλέποντας τον εφετινό Ολυμπιακό νομίζω πως είναι προπονητής του.

Τα έχουμε δει όλα

Η συνολική λειτουργία  του Ολυμπιακού φέτος μου θυμίζει πολύ τις ομάδες του Σάντος. Δεν αναφέρομαι τόσο στην ΑΕΚ που μας παρουσίασε στο πρώτο του πέρασμα από αυτή (και που χάρη στην παρουσία του Τσιάρτα, του Νικολαΐδη, του Ιβιτς, του Λάκη, του Κασάπη ήταν μια χαρά επιθετική ομάδα), αλλά κυρίως στη λειτουργία όλων των υπόλοιπων ομάδων που τον είχαν προπονητή. Κυρίως του ΠΑΟΚ και της Εθνικής Ελλάδος. Στον ΠΑΟ έμεινε λίγο.

Το καταλαβαίνεις αυτό βλέποντας οποιοδήποτε ματς του Ολυμπιακού τον τελευταίο καιρό. Με τον ΠΑΣ υπήρχε ο κεφάτος Βαλμπουενά που κινούνταν όσο είχε αντοχές και στην πλάτη του Ελ Αραμπί, αλλά και δεξιά για να γίνει στήριγμα του Ανδρούτσου: το ίδιο έκανε στον ΠΑΟΚ ο νεαρός τότε Βιερίνια που ξεκινούσε ως δεξί εξτρέμ και γινόταν «δεκάρι» ή κρυφός κυνηγός. Ο Μασούρας γινόταν φορ, όπως στην Εθνική ο Γιώργος Σαμαράς ή ο Σαλπιγγίδης (σπανιότατα έπαιζαν και οι δυο). Οι ακραίοι μπακ, όπως στις ομάδες του Σάντος, δεν κατέβαιναν εναλλάξ, αλλά υπήρχε ένας για επιθετικές πρωτοβουλίες (ο Ανδρούτσος) κι ένας για να μένει πίσω. Κίνηση χωρίς τη μπάλα υπήρχε επιθετικά λίγη: ο σκοπός ήταν να κυκλοφορήσει η μπάλα γρήγορα – να στηθεί ένα φλιπεράκι στη μεσαία γραμμή. Ο Εμβιλά και ο Καμαρά έστεκαν κυρίως μπροστά από την άμυνα κι ακόμα κι όταν η άμυνα ήταν σχετικά ψηλά, ανάμεσα σε αυτούς και την αντίπαλη περιοχή υπήρχαν συνήθως 30 άδεια μέτρα, όπως όταν έπαιζαν στην Εθνική μαζί ο Κατσουράνης κι ο Μανιάτης ή ο Τζιόλης κι έλειπε ο Καραγκούνης, που το κενό το γέμιζε με δικές του πρωτοβουλίες.

Πολλά από όσα κάνει φέτος ο Ολυμπιακός τα βλέπαμε χρόνια πριν από τις ομάδες του Φερνάντο. Η Εθνική του πχ έπαιζε χωρίς εξτρέμ: οι ακραίοι έπρεπε συνεχώς να συγκλίνουν και μάλιστα ως ακραίος είχε χρησιμοποιηθεί κι ο Κονέ, απλά για να υπάρχει ένας τρεχαλιτζής χαφ παραπάνω. Ακόμα και το τρικ του Μαρτίνς να βάζει ως ακραίο τον Φορτούνη, που είδαμε πέρυσι, ο Σάντος το πρωτόκανε με τον ίδιο παίκτη: το δοκίμαζε στα φιλικά πριν τα τελικά του Euro του 2012 και το παρουσίασε στο πρώτο ματς τότε κόντρα στην Πολωνία. Αλλά ο Φορτούνης δεν ήθελε από τότε να πατάει την πλάγια γραμμή και έπαιξε ένα σκάρτο ημίχρονο όλο κι όλο. Στην Ελλάδα ο Σάντος δεν ήθελε «δεκάρια». Στην Πορτογαλία χρησιμοποιεί και τρία καμιά φορά.

https://www.in.gr/wp-content/uploads/2021/03/1574025155_564777_noticia_normal-1.jpg

Πολλά και τα καλά όμως

Από την άλλη να λέμε και τα καλά. Ειδικά ο ΠΑΟΚ και η Εθνική Ελλάδος τον καιρό του Σάντος έλεγχαν πάντα το ρυθμό του αγώνα: ο αντίπαλος ήταν δύσκολο να τρέξει – δεν είχε ούτε χώρους, ούτε τη μπάλα για πολύ. Τα γκολ ήταν πάντα λίγα αλλά έρχονταν συχνά από φάσεις δουλεμένες στην προπόνηση: οι ομάδες του Σάντος έπαιζαν πάντα για το φορ τους – είτε ήταν ο Νικολαϊδης, είτε ο Μουσλίμοβιτς, είτε ο Λυμπερόπουλος, είτε ο Μήτρογλου. Η άμυνα στις ομάδες του Φερνάντο ήταν πάντα καλή, διότι τα στόπερ και οι ακραίοι μπακ έπαιζαν κοντά. Ο Σάντος δεν έπαιζε με τρεις στόπερ, αλλά ήταν κι απίθανο να βρεις ομάδα του χωρίς σταθερά τρεις στα μετόπισθεν σε οποιαδήποτε στιγμή του παιγνιδιού: και πέναλτι, που λέει ο λόγος, κάποιος κυνηγός του να εκτελούσε, δίπλα στους στόπερ του ήταν πάντα ένας γρήγορος ακραίος μπακ ή ο κόφτης. Ο αντίπαλος φορ για να πάρει τη μπάλα (πόσο μάλλον για να φτάσει σε θέση βολής) έφτυνε αίμα. Είτε έπαιζε ο Παπασταθόπουλος, είτε ο Μανωλάς, είτε ο Μαλεζάς, είτε ο Κυργιάκος Παπαδόπουλος ο στόπερ της ομάδας έπρεπε να φτάνει πρώτος στη μπάλα. Αν δεν το κατόρθωνε, έπρεπε να έχει στο μυαλό του το πώς δεν θα δώσει στον αντίπαλο κυνηγό ούτε τη δυνατότητα να πασάρει: είχε για αυτό πάντα τη βοήθεια κάποιου συμπαίκτη του. Κι αν κρίνω από τα πολλά 1-0 του Φερνάντο οι αμυντικοί αυτό το κάνανε τόσο καλά, ώστε χαιρόντουσαν κιόλας να στερούν από τους αντίπαλους κυνηγούς ακόμα και την αναπνοή τους.

Δύσκολα έχανε

Όπως ο εφετινός Ολυμπιακός έτσι και οι ομάδες του Σάντος τρέχανε μεγάλα σερί και χάνανε πολύ δύσκολα. Η Εθνική του Σάντος είναι ζήτημα να είχε χάσει τέσσερα ματς σε τέσσερα χρόνια: στα τελικά του Euro του 2012 την κέρδισαν οι Γερμανοί γιατί άνοιξαν το ματς (όπως η Αϊντραχτ τον Ολυμπιακό φέτος) και στη Βραζιλία το 2014 οι Κολομβιανοί που όμως είχαν δυο τρεις ζογκλέρ στο γήπεδο κι εξήντα χιλιάδες στην εξέδρα. Σε ματς προκριματικών μια ήττα από τους Βόσνιους θυμάμαι – σε συνθήκες τρομοκρατίας, ήμουν εκεί. Θυμάμαι βέβαια και ισοπαλίες. Και νίκες, που αν εξαιρέσεις ότι δίνανε βαθμούς δεν τις θυμόταν κανείς, αλλά όταν άρχισαν να λείπουν τις αγαπήσαμε…