Τα χίλια ματς που ο Πεπ Γκουαρντιόλα συμπλήρωσε στην προπονητική του καριέρα, με νίκη μάλιστα κόντρα στην Λίβερπουλ, έχουν προκαλέσει σε πολλές χώρες που αυτός έχει δουλέψει μια συζήτηση για το αν τελικά ο προπονητής της Μάντσεστερ Σίτυ είναι ο καλύτερος προπονητής όλων των εποχών. Τέτοιες αξιολογήσεις γίνονται βέβαια μόνο όταν κάποιος ανακοινώνει τα τέλος της καριέρας του: το που και πως ολοκληρώνει παίζει πάντοτε ρόλο. Όλα δείχνουν πως ο Γκουαρντιόλα που άρχισε να δουλεύει το 2007 αναλαμβάνοντας την Μπαρτσελόνα Β΄ έχει κι άλλο δρόμο μπροστά του. Ωστόσο αυτά τα χίλια ματς που συμπλήρωσε επιτρέπουν τουλάχιστον μια συζήτηση που είναι ενδιαφέρουσα.
Το θέμα είναι το κριτήριο
Σε όλες αυτές τις αξιολογήσει το θέμα είναι το κριτήριο που χρησιμοποιείται. Ο Γκουαρντιόλα κριτήρια πληροί πολλά. Αλλά για να έχει το πράγμα ενδιαφέρον ας δούμε τι του καταμαρτυρούν όσοι δεν δέχονται να του δώσουν την ετικέτα του καλύτερου. Δυο είναι οι βασικές ενστάσεις τους. Η πρώτη ότι για να φτάσει στις επιτυχίες του ξόδεψε πάρα πολλά. Και η δεύτερη ότι δεν κατάφερε να κερδίσει το Τσάμπιονς λιγκ με την Μπάγερν Μονάχου, πράγμα που πέτυχε και με την Μπαρτσελόνα και με την Μάντσεστερ Σίτυ. Η περί Μπάγερν συζήτηση βασίζεται και στην παλιά εκείνη η ατάκα του Μουρίνιο που είχε πει ότι αυτός έχει κερδίσει το Τσάμπιονς λιγκ με την Πόρτο ενώ ο Πεπ δεν τα κατάφερε με την Μπαρτσελόνα. Έκτοτε το πέρασμα του Καταλανού από την Μπάγερν προβάλλεται ως ένα είδος κραυγαλέας αποτυχίας που τον καθιστά ένα απλά σπουδαίο προπονητή – όχι τον καλύτερο. Ας τα δούμε όμως αυτά λίγο πιο αναλυτικά.

Γιγάντια ποσά αλλά για επιτυχίες
Είναι αλήθεια ότι ο Γκουαρντιόλα έχει ξοδέψει πολλά – περισσότερα μάλιστα από όσα επιτρέπονται, δεδομένου ότι η Μάντσεστερ Σίτυ είναι και στο ειδώλιο του κατηγορουμένου για υπερβάσεις του Financial Fair Play, πρωταγωνίστρια σε ένα δικαστήριο που συνεχίζεται περίπου εννέα μήνες τώρα και δεν λέει να τελειώσει.
Από τη σεζόν 2008/09 που ανέλαβε την πρώτη ομάδας της Μπαρτσελόνα, μέχρι σήμερα που βρίσκεται στη Μάντσεστερ Σίτι, ο Γκουαρντιόλα έχει ξοδέψει για παίκτες το γιγάντιο ποσό των 2,51 δισ. ευρώ – επειδή η πηγή είναι το transfermark δεν αποκλείεται τα χρήματα να είναι και περισσότερα. Σίγουρα είναι τα περισσότερο που έχει ξοδέψει προπονητής στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Η ένσταση που γίνεται αφορά την απόδοση των χρημάτων: επισημαίνεται συχνά πυκνά ότι με τόσα χρήματα για μεταγραφές και φυσικά με παρουσία σε ομάδες κολοσσούς τα μόλις τρία Τσάμπιονς Λιγκ που έχει κατακτήσει είναι λίγα. Τόσα, λένε, έχει κατακτήσει ο Ζινεντίν Ζιντάν (τρία συνεχόμενα από το 2016-2018) στη Ρεάλ Μαδρίτης έχοντας δαπανήσει εκείνη την τριετία μόλις 170 εκατ. ευρώ για νέους παίκτες. Με μια κάπως αυθαίρετη διαίρεση προκύπτει ότι κάθε Τσάμπιονς Λιγκ κόστισε στην ομάδα του Ζιντάν 56,7 εκατ. ευρώ, ενώ για τον Γκουαρντιόλα το αντίστοιχο ποσό είναι 836,7 εκατ. ευρώ. Που βρίσκεται το λάθος σε αυτή την προσέγγιση; Ότι ο Ζιντάν βρήκε μια ομάδα έτοιμη (η Ρεάλ Μαδρίτης είχε κάνει τις μεγάλες αγορές της πριν τον ερχομό του) ενώ ο Γκουαρντιόλα και στην Μπαρτσελόνα και κυρίως στην Σίτυ χρειάστηκε να φτιάξει τις δικές του ομάδες περίπου από την αρχή. Και βέβαια δεν φταίει αυτός αν δουλεύει στην περίοδο της έκρηξης του ξοδέματος χρημάτων από τις ομάδες της Πρέμιερ λιγκ, αλλά και από τους διεκδικητές του Τσάμπιονς λιγκ γενικότερα.

Αν δεν υπάρχει προπονητής που έχει ξοδέψει ανάλογα χρήματα είναι γιατί ομάδες όπως η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η Τσέλσι, η Ρεάλ Μαδρίτης, η Παρί κτλ δεν έχουν τον ίδιο προπονητή τα δέκα τελευταία χρόνια. Στην άτυπη βαθμολογία αυτών που ακολουθούν τον Γκουαρντιόλα έχοντας επίσης ξοδέψει πολλά βρίσκονται ο Μουρίνιο και ο Μαξ Αλέγκρι (!) που έχουν ξοδέψει περίπου 700 εκατ ευρώ λιγότερα αλλά ο μεν πρώτος έχει περάσει και από ομάδες που δεν είχαν δυνατότητες ξοδέματος και συμβιβάστηκε (σήμερα βρίσκεται στην Μπενφίκα) ο δε δεύτερος έμεινε και χρονιές χωρίς ομάδα ενώ στην Πρέμιερ λιγκ δεν δούλεψε ποτέ: αν απλά είχε περάσει τρία χρόνια εκεί θα ήταν κοντά στον Πεπ σε έξοδα.
Η περίφημη αποτυχία
Ας δούμε τώρα και την υποτιθέμενη αποτυχία του στην Μπάγερν Μονάχου. Είναι αλήθεια ότι δεν κατέκτησε το Τσάμπιονς λιγκ, κατέκτησε όμως οτιδήποτε άλλο. Δεν απολύθηκε – πράγμα σημαντικότατο στην αξιολόγησή του – και η Μπάγερν ήθελε την παραμονή του, αν και υπήρχαν αρκετές ενστάσεις. Ωστόσο η προσφορά του στο γερμανικό ποδόσφαιρο μόνο μικρή δεν είναι. Το ποδόσφαιρό του αγαπήθηκε και εκεί σε σημείο μάλιστα που πολλοί Γερμανοί αναλυτές πιστώνουν στον Πεπ και στις ιδέες που έφερε στην Γερμανία την κατάκτηση του μουντιάλ του 2014 από την Εθνική Γερμανίας. Ισως είναι υπερβολή, ωστόσο είναι δεδομένο πως τα μεγάλα του χρόνια στην Μπαρτσελόνα ήταν και τα μεγάλα χρόνια της Εθνικής Ισπανίας, ενώ και η παρουσία του στην Αγγλία συνδυάζεται με την πρόοδο των αγγλικών εθνικών ομάδων σε όλα τα επίπεδα. Από την άλλη δεν είναι τυχαίο και το ότι σήμερα την Μπάγερν Μονάχου την προπονεί ο Βινσέντ Κομπανί που δεν χάνει ευκαιρία για να δηλώσει πως είναι μαθητής του: όχι μόνο δεν τον ξέχασαν αλλά αναζήτησαν και κλώνους του.
Η σχολή Πεπ
Αυτό το τελευταίο είναι για μένα το σημαντικότερο όταν μιλάμε για τον Καταλανό: το γεγονός δηλαδή ότι δημιούργησε σχολή. Ο Πεπ δεν έχει κατακτήσει τους πιο πολλούς τίτλους: το σχετικό ρεκόρ ανήκει ακόμα στον Σερ Αλεξ Φέργκιουσον που έχει δέκα περισσότερους. Δύσκολα θα φτάσει επίσης τα Τσάμπιονς λιγκ του Κάρλο Αντσελότι που έχει κερδίσει το μεγάλο τρόπαιο με τρεις διαφορετικές ομάδες. Όμως σε σχέση με αυτούς (και πολλούς άλλους) ο Πεπ μπορεί να ισχυρίζεται σοβαρά ότι άλλαξε τόσο πολύ το ποδόσφαιρο που δημιούργησε μαθητές και επιγόνους. Επηρέασε μάλιστα καταλυτικά όχι μόνο μικρότερους αλλά και προπονητές που ήταν πιο μεγάλη από αυτόν όταν αυτός ξεκίνησε: ο Αρσέν Βενγκέρ πχ τον αντέγραψε σε πολλά.
Λίγοι θυμούνται πως ήταν το ποδόσφαιρο πριν την Μπαρτσελόνα του Πεπ. Η κατοχή μπάλας ήταν κάτι που έμοιαζε περίπου ξεπερασμένη πρακτική, η επένδυση στην άμυνα ήταν μονόδρομος, τα συστήματα ήταν βασικά δυο (το επιθετικό 4-3-3 και όλες οι παραλλαγές συστημάτων που πρόβλεπαν τρεις κεντρικούς αμυντικούς). Ο Γκουαρντιόλα πήρε δυο παλιές συνταγές και τις τελειοποίησε: πάντρεψε το ισπανικό τίκι τάκα με το ποδόσφαιρο του Κρόιφ, την κατοχή με τον πρέσινγκ και την άμυνα ψηλά. Αλλά στην πορεία άλλαξε και άλλα πολλά. Κέρδισε το Τσάμπιονς λιγκ με την Σίτυ βγάζοντας από την ναφθαλίνη το παλιό ΜW κι όταν βρήκε τον Χάαλαντ δεν δίστασε να φτιάξει και ομάδες που έπαιζαν περισσότερο άμεσα αφήνοντας στην άκρη το build up που υπήρξε κι αυτό σήμα κατατεθέν του: σήμερα η Σίτυ σκοράρει και φτιάχνει φάσεις χάρη και στα βολέ του τερματοφύλακα της. Εδειξε πολλά στους άλλους, αλλά είναι πάντα έτοιμος να πάρει και από αυτούς.

Ετσι μοιάζει
Είναι ο καλύτερος; Είναι πάντα δύσκολο να το πεις, αλλά σήμερα έτσι μοιάζει. Αυτοί που φανερά από τον ίδιο έχουν επηρεαστεί (ο Αρτέτα, ο Λουίς Ενρίκε, αλλά κι ο Μαρέσκα κι ο Κομπανί κι άλλοι πολλοί) κάνουν μια χαρά καριέρες και θεωρούνται και πρωτοπόροι. Η μόδα των Ισπανών που ακόμα υπάρχει στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο έχει βασιστεί πολύ σε αυτόν, ακόμα κι αν οι Ισπανοί που παίζουν το ποδόσφαιρο που θυμίζει τις ομάδες του Πεπ είναι λιγότεροι από παλιότερα.
Πέρα από τον τρόπο παιγνιδιού ο Γκουαρντιόλα σημάδεψε την εποχή του και με άλλους τρόπους: έδειξε πχ πόσο σημαντικό είναι να ξέρεις να διευθύνεις μεγάλα τημ συνεργατών, αλλά και πώς να τα δημιουργείς, ενώ η δική του δουλειά επανάφερε στη μόδα την παραγωγή ποδοσφαιριστών από τις Ακαδημίες, κάτι που από το 2000 και μετά θεωρούνταν για τις μεγάλες ομάδες περίπου περιττή διαδικασία. Πολύ σημαντικό στην περίπτωσή του είναι και ότι οι επιτυχίες του έχουν να κάνουν με ιδέες που αφορούν τα αμιγώς αγωνιστικά, την δουλειά και την διδαχή δηλαδή κι όχι την συμπεριφορά στους παίκτες, τα «αποδυτήρια», τις καλές σχέσεις με τον πρόεδρο κτλ. Όλα αυτά είναι σημαντικά, αλλά δεν σε καθιστούν μεγάλο κόουτς ή έστω νεωτεριστή: είναι απλά χρήσιμα σε δεδομένες ομάδες και για δεδομένες στιγμές. Μαρτυρούν απλά διαχειριστικές και όχι κατασκευαστικές ικανότητες. Ο ίδιος όταν τον ρώτησαν αν νιώθει ο καλύτερος είπε ότι στην καριέρα του προπόνησε ομάδες που κερδίζουν τα 7 απο τα 10 ματς που παίζουν, απλά γιατί οι παίκτες που είχε είναι καλοί. Δεν το είπε με μετριοφροσύνη: πρόσθεσε ότι είναι καλοί όταν τον ακούν και τον ακολουθούν. Για την ακρίβεια έχει 715 νίκες και μόλις 128 ήττες: καθόλου άσχημα.
Ο Γκουαρντιόλα είναι ο μεγαλύτερος κατασκευαστής του καιρού μας. Για το αν θα είναι στο τέλος της καριέρας του και ο μεγαλύτερος προπονητής του καιρού μας ας κάνουμε λίγη υπομονή και θα δούμε.








