Οι γνωστοί του, οι φίλοι του και όσοι τα τραγούδια του αγάπησαν, έπρεπε χθες να τον δούνε με τον Νίκο Πορτοκάλογλου στο Ηρώδειο, τελικά σήμερα θα τον αποχαιρετήσουν στο Κοιμητήριο του Ζωγράφου. Ως άνθρωπος που αγαπούσε τα χωρατά ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας μοιάζει να κράτησε ένα για το φινάλε – κρίμα που με αυτό δεν γέλασε κανείς από όσους θυμόμαστε το βαρύ και καλοκάγαθο γέλιο του.
Πολλα σε όλους
Διάβασα πολλά για το Λαυρέντη Μαχαιρίτσα αυτές τις δυο τελευταίες μέρες – τα πιο πολλά τα γνώριζα, αφού στο μικρόκοσμο της Αθήνας είχαμε πολλούς κοινούς γνωστούς. Φίλοι δεν είμασταν, αλλά είχαμε δει μαζί μέχρι και τελικό του Τσάμπιονς λιγκ, νομίζω στη Μαδρίτη: ο Λαυρέντης, που είχε ρθει παρέα με τον Κώστα τον Καίσαρη είχε κατευχαριστηθεί το ταξίδι και το παιγνίδι. Μου έλεγε ότι μικρός ήθελε να παίξει μπάλα, αλλά ότι θα του ήταν δύσκολο να συνυπάρξει με άλλους δέκα παίκτες. «Επρεπε να υπάρχει ένα ποδόσφαιρο για μοναχικούς, να ήταν ατομικό παιγνίδι και να παίζει ένας εναντίον ενός, σε αυτό θα ήμουν καλός» μου ‘χε πει. Του άρεσε πολύ το ποδόσφαιρο – κυρίως το θεαματικό του μέρος. Του άρεσαν οι ντρίπλες, οι ατομικές προσπάθειες, οι φάσεις που τον έπειθαν ότι ο παίκτης είναι προικισμένος. Του άρεσε ένα ποδόσφαιρο που τον διασκέδαζε: ίσως κάπως έτσι έβλεπε και τη ζωή – μια ευκαιρία για να βρεις, μετά από δυσκολίες, όσα σου αρέσουν. Νομίζω τα βρήκε: έφυγε γρήγορα αλλά πλήρης.
Γνώρισε την ταλαιπωρία και την επιτυχία, έκανε καταχρήσεις χάνοντας το μέτρο, τράβηξε χειρόφρενο μετά την εγχείρηση καρδιάς, που την έκανε πριν καλά καλά γίνει 52 χρονών. Εμαθε τι είναι η κατάθλιψη και τη νίκησε. Ηξερε τι θα πει να μείνεις μικρός ορφανός από πατέρα, αλλά και τι ωραίο είναι να έχεις μια οικογένεια, που να σε κάνει χαρούμενο. Αγάπησε και αγαπήθηκε. Εμαθε να σέβεται κι ανάγκασε τους δύσκολους ομότεχνούς του να τον σέβονται. Κέρδισε χειροκροτήματα γιατί έκανε τον κόσμο να τραγουδάει τα τραγούδια του. Πειραματίστηκε με τη μουσική μικρός κι όταν ωρίμασε συνέχισε να ψάχνει τρόπους για να ξαναγίνει χάρη σε αυτή νέος. Έδωσε απλόχερα τραγούδια σε όσους πίστευε ότι θα τα τραγουδήσουν καλύτερα από τον ίδιο. Του άρεσαν οι συνεντεύξεις, οι δηλώσεις, ήθελε να βγαίνει μπροστά. Ήταν γενναιόδωρος με τους άλλους και καθόλου προσεχτικός με τον εαυτό του. Δεν ήθελε να συνεργάζεται – ήθελε να δίνει. Κι έδωσε πολλά κι ωραία σε όλους μας.
Μας γέμισε Τερμίτες
Έχασε τον πατέρα του μικρός ο Μαχαιρίτσας αλλά είχε προλάβει να κληρονομήσει από αυτόν τη λατρεία για τη μουσική: ο μπαμπάς του ήταν διευθυντής ορχήστρας και η μαμά λάτρευε τόσο πολύ τον μπαμπά που θεωρούσε το ταλέντο του γιού της λίγο - αλλά ίσως αυτό να ήταν απλά ο τρόπος της για να του δώσει τα απαραίτητα έξτρα κίνητρα. Ο ατίθασος μικρός Λαυρέντης γνώρισε τον Παύλο Σιδηρόπουλου και μαγεύτηκε. Το πρώτο του συγκρότημα, οι P.L.J, έβγαλε ένα από τους πιο πειραματικούς δίσκους στην ιστορία της ελληνικής μουσικής: τον «Αρμαγεδδών», στον οποίο ακούγονται χωρία από την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Μετά γέμισε τη ζωή του και τη ζωή μας με «Τερμίτες»: με τη «Σκόνη» τους γνωρίσαμε και με το «Πόσο σε θέλω» ούρλιαξε μαζί τους μια γενιά. Είναι ίσως το μόνο ελληνικό τραγούδι πραγματικά γραμμένο από ολόκληρο το συγκρότημα: ο Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος έγραψε τους στίχους και τους διάβασε δυνατά ενώ η παρέα ήταν γύρω από μια καλοκαιρινή φωτιά, ο Λαυρέντης έβαλε αμέσως τη μουσική και ο Αντώνης Μιτζέλος άλλαξε κάτι στα κουπλέ. Το είπαν το Σεπτέμβριο του 1986 στο Λυκαβηττό προκαλώντας ντελίριο. Το κεραυνοβολημένο πλήθος ζητούσε να το ξαναπούν – το ξαναείπαν κι ο κόσμος που το είχε ακούσει μόνο μια φορά άρχισε να το τραγουδάει: μυθικά πράγματα. Ο Μαχαιρίτσας διηγούνταν τις ιστορίες των τραγουδιών του με ένα τρόπο καταπληκτικό: πάντα πίστευα ότι έγραφε τραγούδια για να μπορεί να διηγείται τις ιστορίες τους.
Σε βοηθάνε να μοιράζεσαι
Πολλά πράγματα στην διαδρομή της καριέρα του τα θεωρούσα μυστήρια. Δεν κατάλαβα ποτέ πως μετά τη γιγάντια επιτυχία που είχε με τους «Τερμίτες» έφτασε ένα βήμα, το 1992, από το να τα παρατήσει όλα και να γυρίσει στο Βόλο να ανοίξει Ωδείο. Αν δεν έδινε στο Γιώργο Νταλάρα να τραγουδήσει το «Διδυμότειχο Μπλουζ» ίσως αυτό να χε συμβεί. Το «Διδυμότειχο», ένα προσωπικό, ελεγειακό, αφήγημα του Γιάννη Σπυρόπουλου στο οποίο ο Μαχαιρίτσας είδε αυτοβιογραφικά στοιχεία, γοήτευσε και τον Διονύση Τσακνή που βρήκε το συμπαίκτη που έψαχνε. Ο Τσακνής ήταν επιθετικός και παραπονιάρης, ο Λαυρέντης αφηγηματικός και συμπονετικός. Ο Τσακνής σχεδόν ψιθύριζε, ο Λαυρέντης με την παράξενη φωνή του έκανε κάθε ιστορία αληθινή. Δέσανε και κανείς δεν θυμάται γιατί χωρίσανε. Ισως γιατί ο Λαυρέντης παράγινε μεγάλος: ο «Νότος», «ο Μικρός Τιτανικός», το «Να δεις τι σου χω για μετά», το «Φλασάκι» που μετά απογείωσε ο Σάκης Μπουλάς, το «Και τι ζητάω;», το «Εφάπαξ», ο σουξεδιάσμένος Τούρκος που μας έκανε όλους Τούρκους, ο υπέροχος «Παλιός Στρατιώτης», το «Πεθαίνω για σένα» δεν είναι τραγούδια – είναι κάδρα. Πριν τα τραγουδήσεις τα προσέχεις και τα θαυμάζεις – χαίρεσαι γιατί τα ανακάλυψες. Και μετά τα θες στη ζωή σου, γιατί την ομορφαίνουν και σε βοηθάνε να την μοιράζεσαι.
Ο συνθέτης Μαχαιρίτσας είχε την ικανότητα να βρίσκει τη μελωδία που απογείωνε τα λόγια των άλλων, τα οποία έκανε δικά του και δικά μας. Η παράξενη φωνή του έκανε τα υπόλοιπα: ζωντάνευε τις νότες δίνοντας τους χρώμα – έδινε υπόσταση στην ίδια τη μουσική. Πολλοί δεν γνωρίζουν ότι οι στίχοι δεν ήταν δικοί του – το ηχόχρωμα και οι μελωδίες έδιναν στα τραγούδια του τη δική του προσωπικότητα, κι ας ήταν άλλων τα λόγια. Ο Μαχαιρίτσας έβαζε τη σφραγίδα του ακόμα κι όταν τα τραγούδια του δεν τα τραγουδούσε αυτός: κάπου στο βάθος άκουγες την παράξενη βραχνάδα του σαν οι νότες να κουβαλούσαν τους στίχους υπό την καθοδήγησή του. «Μια ευκαιρία στον παράδεισο να πάω». «Η αγάπη κάνει κρότο». «Κλάψε γιατί όταν κλαις μικροδείχνεις».« Δεν είναι αγάπη αυτό που ζούμε, είναι σου λέω πανικός». Τα λες έτσι μόνα τους τα στιχάκια και οι μελωδίες αναβλύζουν από μέσα τους.
Μου λεν τα μάτια σου
Πότε είναι πραγματικά μεγάλος ένας συνθέτης; Όταν σε βάζει στο τρυπάκι να ψάχνεις ποιο είναι το αγαπημένο σου τραγούδι του, σαν το παιδάκι που ξεφυλλίζει τις οικογενειακές φωτογραφίες και αναζητά σε ό,τι βλέπει κάτι δικό του. Για μένα το ωραιότερο τραγούδι του είναι τα «Μάτια δίχως λογική», που ξεκινά με μια μινιμαλιστική επαναλαμβανόμενη παρεούλα από νότες που νομίζεις πως θα σβήσουν και ξαφνικά φουντώνει, μαζί με τη φωνή που χτίζει προσδοκίες, λατρείες και αναμνήσεις. Οι στίχοι του Ισαάκ Σούση παραδίνονται σε μια μουσική που αρχικά τους χαϊδεύει και μετά τους ερωτεύεται. Μπορείς μόνο να ψιθυρίσεις ή να ορκιστείς – δεν υπάρχει κουπλέ και ρεφρέν παρά μόνο μια γλυκιά πλημύρα.
Αντίο φωνακλά, εξωστρεφή, σόουμαν της ζωής, άρρωστε Παναθηναϊκέ Λαυρέντη, που ζωγράφιζες με νότες. Στα παραμύθια και στ΄ αστέρια θα σε βρούνε…