Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Γκοντάρ

Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Γκοντάρ


Αν διαβάσει κανείς όσα γράφτηκαν στην Ελλάδα τις προηγούμενες μέρες για τον Ζαν Λικ Γκοντάρ, χωρίς να έχει δει τις ταινίες του, είναι δύσκολο να καταλάβει το πόσο σημαντικός υπήρξε. Κι αν πάλι δει όλες τις ταινίες (πράγμα σχεδόν αδύνατο) ή έστω τις πιο σημαντικές (πράγμα που ήταν, όταν εγώ ήμουν μικρός, υποχρεωτικό) και πάλι θα είναι δύσκολο να κατανοήσει την βαρύτητα του. Το σινεμά του Γκοντάρ ήταν πάντα προσωπικό, τόσο ώστε σήμερα να μοιάζει παθολογικά εγωιστικό – με μια αδιανόητη εσωστρέφεια, τόσο μεγάλη ώστε νομίζεις πως αγνοεί τον θεατή επιδεικτικά.

Πως γίνεται άραγε

Ακόμα κι όσοι δήλωσαν ότι τον λατρεύουν, (οι πιο πολλοί τιμώντας τα νεανικά χρόνια τους, αυτά στα οποία τον γνώρισαν), όταν αναφέρουν τις ταινίες του που αγάπησαν μιλάνε για τις πρώτες του: το «Με κομμένη την ανάσα», ένα ντεμπούτο αληθινά καταπληκτικό, την «Περιφρόνηση», στην οποία η Μπριζιτ Μπαρντό έχει καταφέρει να δώσει μια εσωτερική λάμψη που ακόμα διαρκεί, το «Αλφαβιλ», την μοναδική ταινία στην οποία ο μαοϊσμός συναντά την επιστημονική (;) φαντασία, το «Ζούσε τη ζωή της», που στα χρόνια του Μe too μπορεί να είναι και απόδειξη ότι ύμνοι για την γυναικεία χειραφέτηση έχουν γραφτεί χρόνια πριν.

Ολο αυτό το πακέτο ταινιών έχει γυριστεί πριν το 1967 – ό,τι ακολουθεί θέλει γερά νεύρα. Ο διανοούμενος Γκοντάρ με τον καιρό συντρίβει τον σκηνοθέτη Γκοντάρ. Ο πολιτικός Γκοντάρ μοιάζει σχεδόν να μισεί τον κινηματογραφιστή Γκοντάρ. Ο μονίμως θυμωμένος Γκοντάρ μοιάζει να μην δέχεται ότι υπάρχει ένας Γκοντάρ με ιδέες και σοβαρά σχέδια. Πως είναι δυνατόν κάποιος που περνά δεκαετίες διακηρύσσοντας περίπου το μίσος του για το σινεμά (ακόμα και το δικό του!) να είναι σημαντικός για όποιον το σινεμά το αγαπάει; Αυτή ήταν η μόνη ερώτηση που καρφώθηκε στο μυαλό μου μετά την ανακοίνωση του θανάτου του.

https://media-flix-gr.s3.amazonaws.com/assets/images/2020/12/03/1586536419962_1000x0702_0x0x0x0_1586536421507.png

Η έμπνευση όλων

Νομίζω πως όχι απλά στην Τέχνη, αλλά στη ζωή γενικότερα, υπάρχουν κάποιοι σπάνιοι άνθρωποι που έχουν το χάρισμα να είναι επιδραστικοί χωρίς αυτό να το επιδιώκουν. Δεν είναι δάσκαλοι, δεν είναι πρότυπα, δεν είναι ήρωες, δεν είναι ούτε μεγαλοφυίες, ούτε κάτοχοι κάποιας συναρπαστικής δογματικής αλήθειας που εξηγεί τον κόσμο. Δεν θέλουν καν να μπουν μπροστά και να αποκτήσουν πιστούς ακόλουθους – και πολύ συχνά μάλιστα είναι τόσο μοναχικοί τύποι που ενοχλούνται από την επιμονή όσων τους μελετούν ή τους αναζητούν ή κάνουν ό,τι μπορούν για να τους γνωρίσουν. Αλλά έχουν το χάρισμα να επιδρούν στη σκέψη, στην αισθητική, στην κουλτούρα και σε τελική ανάλυση στην ίδια την ζωή κάποιων ανθρώπων – όχι όλων. Αυτός ήταν ο Γκοντάρ: ο κινηματογραφιστής που επηρέασε τους περισσότερους σκηνοθέτες του καιρού μας και κατ’ επέκταση τις εικόνες και την Τέχνη τους – αυτή που κι εμείς αγαπάμε.

Χωρίς να θέλει να βγάλει μαθητές, χωρίς να επιδιώκει να μετατρέψει σε δόγμα την προσωπική του εγωιστική θεώρηση του σινεμά (ίσως και του ίδιου του κόσμου…) ο Γκοντάρ υποχρέωσε όποιον αγάπησε το σινεμά να τον μελετήσει – για δεκαετίες μάλιστα να τον αντιγράψει κιόλας. Ετσι ο Γκοντάρ, που δεν καταλαβαίνουμε και ίσως δεν γνωρίζουμε, είναι παντού: είναι στο μυαλό του Σκορτσέζε, είναι στην αισθητική του Ταραντίνο, είναι ο λόγος που έκαναν ταινίες ο Παζολίνι και ο Φασμπίντερ, είναι εκεί στα πλάι του Βέντερς που τον αναζητά, είναι στα κάδρα του Σόντενμπεργκ – σίγουρα γίνεται η έμπνευση όλων σχεδόν των σκηνοθετών του δικού μας νέου ελληνικού κινηματογράφου, αν και για μένα η μόνη αληθινά γκονταρική ελληνική ταινία παραμένει η «Ρεβάνς» του Νίκου Βεργίτση.

https://www.skai.gr/sites/default/files/styles/article_680x440/public/2022-09/jean-luc_godard_zan_lik_godar_ap.jpg.webp?itok=XIOuldAP

Μπορεί και να έβριζε

Ο ίδιος ο Γκοντάρ βέβαια θα γελούσε αν κάποιος του έλεγε ότι υπήρξε ένα είδος έμπνευσης για σπουδαίους σκηνοθέτες – μπορεί και να έβριζε. Η αδιαφορία του για την επίδραση των ταινιών του ήταν παροιμιώδης – αρνήθηκε άλλωστε ακόμα και τις δικές του επιρροές. Ο Γκοντάρ εμφανίζεται τη δεκαετία του ’60 και τυγχάνει μιας μοναδικής προσοχής για ένα λόγο πολύ απλό: διότι αυτός και η υπέροχη παρέα του (ο Τριφό, ο Σαμπρόλ, η Ανιές Βαρντά κτλ) δείχνουν πως έχουν το κουράγιο να εκτεθούν στο κοινό ως δημιουργοί, εγκαταλείποντας τον βολικό ρόλο του κριτικού (για την ακρίβεια του επικριτή…) στον οποίο σταδιοδρομούν. Η έκθεσή τους αντιμετωπίζεται ως κίνηση γενναία: το Νέο Κύμα, στο οποίο πρωταγωνιστούν, είναι μια πρόταση που βασίζεται σε μια προηγούμενη μελέτη και σε μια εξαιρετικά σοβαρή θεωρητική κατάρτιση. Η αποτυχία τους θα ήταν η πιο μεγάλη όλων των εποχών: η αιώνια απόδειξη πως η κρίση είναι αδύνατη για όποιον δεν κατέχει το μέσο – στην προκειμένη περίπτωση την κάμερα. Η επιτυχία τους από την άλλη μαρτυρά πως η αισθητική του κριτικού είναι κι αυτή ένα είδος τεκμηριωμένης καλλιτεχνικής πρότασης – το «καταλαβαίνω» και το «δημιουργώ» δεν είναι μάλλον τόσο μακριά.

Αλλά κι αυτό ελάχιστα ενδιαφέρει τον Γκοντάρ. Για αυτόν το μέσο είναι απλά ένα παιγνίδι. Δηλώνει πως μισεί την κάμερα και τους φακούς, πως για να γυριστεί μια καλή ταινία χρειάζεται απλά «ένα όπλο κι ένα κορίτσι», αρνείται το νουάρ που ήταν η πηγή της αρχικής του έμπνευσης, θέλει να κάνει ένα σινεμά μαοϊκό και κάνει συνελεύσεις πριν το καθημερινό γύρισμα στις οποίες τεχνικοί και ηθοποιοί πρέπει να του πουν την γνώμη τους. Αργότερα απαρνιέται και τον υπαρξισμό και τον μαρξισμό – δηλώνει πως ανήκει «στο ρεύμα του Γκάουτσο Μαρξ». Δεν είναι κατανοητό αν είναι ένας κατ’ επάγγελμα επιτυχημένος αντισυμβατικός ή απλά ένας τρελός που μεγαλώνοντας χάνει την γοητεία του, αλλά είναι τουλάχιστον συνεπής. Το 2010 τον καλούν να του δώσουν το Οσκαρ καριέρας. Όχι μόνο το αρνείται, αλλά λέει στους Αμερικάνους πως θα αποτελούσε ντροπή για τον ίδιο να παραλάβει ένα βραβείο από ανθρώπους που δεν έχουν δει τις ταινίες του.

https://newmedia.thebest.gr/i/w785/jbvyfutyxf5b1585870d50b.jpg

Πάθη, λάθη, τέλος

«Μια ιστορία πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος -όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά» λέει. Το ίδιο ισχύει και για τα πάθη του. Οι ασταμάτητες μεταμορφώσεις του τον οδηγούν σε καυγάδες με όλους: με τον Τριφό και τον Σαμπρόλ σταματά να έχει σχέσεις νωρίς, την Βαρντά την αποκαλεί μια πομπώδης ατάλαντη – για αυτόν όλοι οι σκηνοθέτες είναι κουραστικοί «γιατί κάνουν τέσσερις ώρες να γυρίσουν μια σκηνή που διαρκεί πέντε λεπτά και που κανείς δεν θα θυμάται μετά από ένα τρίλεπτο». Τα τελευταία χρόνια εγκαταλείπει τη Γαλλία και ζει στην Ελβετία που είναι ο τόπος καταγωγής του. Μια τελευταία από τις δηλώσεις του είναι ότι έχει κάνει πολλές ταινίες που κανείς δεν ήθελε να δει, μόνο και μόνο γιατί δεν ήξερε να κάνει κάτι άλλο.

Όμως το πιο εντυπωσιακά γκονταρικό είναι το τέλος του: ο Γκοντάρ φεύγει από τη ζωή με υποβοηθούμενη αυτοκτονία – του γίνεται μια ένεση κι αφού αποχαιρετήσει τους δικούς του κλείνει τα μάτια και χάνεται δηλώνοντας κουρασμένος. Ο Γκοντάρ είναι ο άνθρωπος που σκότωσε τον Γκοντάρ. Αλλά μόνο αυτός θα μπορούσε να γυρίσει ταινία με ένα τόσο πολύπλοκο θέμα…