Το φθινόπωρο πάντα μεγαλώνουμε. Ειδικά τον Οκτώβριο - το λέω γιατί σε λίγο θα ξεκινήσει και θα το καταλάβετε ότι πάλι μεγαλώνετε. Μην στεναχωριέστε: δεν γίνεται αλλιώς. Αυτή την βεβαιότητα ότι το φθινόπωρο οι άνθρωποι μεγαλώνουν μου την έχουν καλλιεργήσει από τον καιρό που ήμουν μικρός. Περνούσα ανέμελα τα καλοκαίρια μου, αλλά με κυνηγούσε πάντα η ίδια ερώτηση: «σε ποια τάξη θα πας φέτος;». Εμένα το μοναδικό που με απασχολούσε ήταν πως το καλοκαίρι θα πάρει παράταση, αλλά οι μεγάλοι επέμεναν να μου θυμίζουν τι έρχεται σαν να ζήλευαν την ανεμελιά μου. «Τώρα που θα πας στην τρίτη δημοτικού θα καταλάβεις τι θα πει σχολείο». «Τώρα στην τέταρτη τα αστεία τελείωσαν». «Τώρα που θα πας στο γυμνάσιο θα σοβαρευτείς - θες δεν θες». «Τώρα που θα πας στο λύκειο θα πρέπει επιτέλους να αποφασίσεις τι θα κάνεις γιατί μεγάλωσες». Αυτό το «τώρα» το τόνιζαν σαν την επόμενη το πρωί να αρχίζαμε μαθήματα κι ας ήταν Ιούλιος. Δεν υπήρχε χρόνια που κάποιος να μου πει ότι τα δύσκολα πέρασαν – πάντα τα ρημάδια ήταν μπροστά. Και πάντα το μυστικό για να τα αντιμετωπίσεις ήταν να μεγαλώσεις. Γρήγορα. Βιαστικά. Εδώ και τώρα, που έλεγε κι ένα σύνθημα της εποχής. Εσύ ήσουν μια χαρά ευτυχισμένος ζώντας σε ένα καλοκαίρι που σου έμοιαζε απέραντο και στην πλάτη σου εξυφαινόταν η συνομωσία του τέλους της παιδικής σου ηλικίας. Το φθινόπωρο θα έπρεπε να είσαι μεγάλος. Σαν αυτούς που δεν ήθελες επ ουδενί να τους μοιάζεις, ενώ αυτοί ήθελαν να μοιάζουν σε σένα.
Όταν κάποια στιγμή πραγματικά μεγάλωσα κατάλαβα ότι το καλοκαίρι ήταν για τους περισσότερους ανθρώπους, μεταξύ άλλων, ένας ωραίος τρόπος για να κάνουν βηματάκια προς τα πίσω, προς την εποχή δηλαδή που οι άλλοι τους υπενθύμιζαν ότι πρέπει να μεγαλώσουν. Το life style τους καλοκαιριάτικα είναι ολότελα διαφορετικό. Κι αν δεν πάνε διακοπές, κι αν δεν επισκεφθούν το χωριό στο οποίο έπαιζαν μικροί, κι αν μείνουν αιχμάλωτοι στις πόλεις τους, οι άνθρωποι κάνουν καλοκαιριάτικα φιλότιμες προσπάθειες να δείχνουν πιο νέοι. Δεν κάθονται σπίτι: βολτάρουν. Σπανίως βλέπουν τηλεόραση όπως οι κάνουν οι μεγάλοι άνθρωποι. Οι άντρες φοράνε βερμούδες όπως μικροί φορούσαν κοντά παντελονάκια. Φοράνε λινά πουκάμισα, λευκά ή γαλάζια και t-shirt με στάμπες, σαν να πηγαίνουν στο λύκειο. Οι γυναίκες φοράνε μίνι φούστες ή σορτσάκια ή κάτι φορεματάκια που νομίζεις πως θα τα πάρει ο αέρας. Οταν ο αέρας του φθινοπώρου έρχεται δεν τα σηκώνει, απλά εξαφανίζει όλο το ωραίο αυτό σκηνικό μιας ψεύτικης, αλλά γλυκιάς ματαιόδοξης νεότητας. Αυτό το φθινοπωρινό αεράκι, που ρίχνει την θερμοκρασία, σου ψιθυρίζει κάθε χρόνο ότι ήρθε πάλι στιγμή που πρέπει να μεγαλώσεις. Λες και στη γλώσσα των ανέμων άλλη φράση δεν υπάρχει μόλις το καλοκαίρι φύγει, λες και το πρέπει να μεγαλώσεις είναι ένα σουξέ που όλοι περιμένουν να τραγουδήσουν μαζί του. Έχω την παράξενη πίστη ότι το φθινόπωρο οι θάνατοι είναι πιο πολλοί - σαν διάφοροι ηλικιωμένοι άνθρωποι να αποφασίζουν να φύγουν γιατί πέρασαν ένα ωραίο καλοκαίρι και δεν αντέχουν ένα βαρετό χειμώνα που έρχεται: φθινόπωρο έφυγε ο πατέρας μου πάντα πίστευα πως πήρε αυτού του τύπου την απόφαση να φύγει χαρούμενος χωρίς να περιμένει τον χειμώνα. Έχω επίσης την βεβαιότητα ότι φθινόπωρο καταθέτουν τα χαρτιά τους για να πάρουν σύνταξη οι πιο πολλοί: Έχουν μόλις πάρει την τελευταία καλοκαιρινή τους άδεια και λένε «φτάνει». Το κάνουν και είναι σαν να ανοίγουν μια πόρτα για να μπουν σε ένα κόσμο που κάνεις ποτέ ξανά δεν θα τους αποκαλέσει νέους, ακόμα κι αν νιώθουν νεότατοι.
Ο Σεπτέμβρης που έχει κάτι ακόμα από καλοκαίρι είναι πάντα ένας παράξενος μήνας προετοιμασίας για όσα ακολουθούν. Το καλοκαίρι ακόμα υπάρχει κρυμμένο πίσω από τα πρωτοβρόχια του, πίσω από μια νύχτα που σιγά-σιγά μεγαλώνει, πίσω από συζητήσεις που αφορούν το πόσο καλά περάσαμε το καλοκαίρι η το πως αλλά θέλαμε να κάνουμε και άλλα κάναμε. Ο Σεπτέμβρης επιτρέπει περιλήψεις προηγουμένων σε ένα κατάλευκο χαρτί – εξομολογήσεις και σχέδια που το καλοκαίρι αποφεύγουμε αφού δεν είναι καιρός για τέτοια. Και μετά έρχεται ο Οκτώβρης της υποχρεωτικής ενηλικίωσης. Και σ’ αυτόν διαπιστώνεις ότι όλες οι ανησυχίες σου θα γίνουν πραγματικότητα. Ότι θα χρειαστεί να δουλεύεις λίγο παραπάνω. Ότι τα έξοδα μεγάλωσαν. Ότι τα βράδια γίνονται κομμάτι πιο κρύα και γι’ αυτό μείνεις κολλημένος σπίτι και βλέπεις τηλεόραση. Ότι η μόνη μέρα της εβδομάδας που λαχταράς να βγεις είναι το Σάββατο αλλά κουρασμένος όπως νιώθεις μπορεί και να μην το κάνεις. Και γιατί δεν έχεις πρόβλημα καθώς είσαι πια μεγάλος άνθρωπος. Οι μεγάλοι μένουν σπίτι, οι μικροί βγαίνουν. Αυτοί είναι που γυρνάνε, ενώ οι μεγάλοι γερνάνε.
Το φθινόπωρο μεγαλώνουμε γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Αν μπορούσαμε να παρατείνουμε το καλοκαίρι δυο τρεις μήνες παραπάνω θα νιώθαμε για περισσότερα χρόνια στη ζωή μας νέοι, ανέμελοι και ωραίοι. Αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό μια απόφαση πολιτική που θα μπορούσαμε και να την ονομάσουμε μεταρρύθμιση ή όπως αλλιώς: καμία πολιτική απόφαση δεν θα βοηθούσε την μέρα να μείνει μεγάλη και ζεστή. Οσο κι αν την κλιματική αλλαγή δεν την αμφισβητούμε και την νιώθουμε, νιώθουμε και ότι οι εποχές συνεχίζουν ν’ αλλάζουν και μαζί και η διάθεση μας και το κέφι μας και οι ανάγκες μας.
Ο Οκτώβρης έρχεται σαν γομολάστιχα που σβήνει ότι έχει προηγηθεί όχι όμως για να σου δώσει την ευκαιρία να κάνεις μια καινούργια αρχή, αλλά απλά για να σε βαραίνει με την υποχρέωση να γεμίσεις αυτή την ρημάδα σελίδα που ξαφνικά άδειασε από καλοκαιρινές αναμνήσεις, ζέστες βραδιές παιδιά που τρέχουν σε πλατείες, γεμάτες ταβέρνες, σε παραλίες για ένα τσίπουρο ή για ένα κρασί παραπάνω. Ο ωραιότερος Οκτώβρης που μπορεί να σου τύχει θα έχει πάντα κάμποση ρουτίνα, κάμποση γκρίνια, κάμποση μελαγχολία. Θα ναι πάντα ο μήνας που φοράς ξαφνικά τα χειμωνιάτικα γιατί απροσδόκητα κρυώνεις και διαπιστώνεις ότι σου είναι λιγάκι στενά γιατί έχεις καλοπεράσει τους προηγούμενους μήνες λίγο πιο πολύ από όσο θα πρεπε. Για να μην απολογηθείς στον εαυτό σου γιατί το έριξες έξω, απλά τον τιμωρείς μεγαλώνοντας…
(Βημαγκαζίνο, Σεπτέμβρης 2025)