Σε αυτή την άνιση και παράξενη κινηματογραφική χρονιά κυκλοφόρησαν σχετικά πρόσφατα δυο ωραίες ταινίες που συμπωματικά διαδραματίζονται στην ίδια πόλη, την Βηρυτό. Πρόκειται για την ομότιτλη αμερικάνικη ταινία του Μπράντ Αντερσον, το «Beirut», και την ταινία του Ζιάντ Ντουεϊρί, «η Προσβολή», την πρώτη ταινία από το Λίβανο που έφτασε να διεκδικήσει το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας: είναι πραγματικά κρίμα το ότι δεν το κέρδισε. Και οι δυο ταινίες δεν προβλήθηκαν όσο θα έπρεπε και η εγχώρια κριτική νομίζω πως δεν κατάφερε να πείσει πολλούς να τις δούνε – νομίζω τις αντιμετώπισε κομμάτι αμήχανα. Γιατί; Μάλλον γιατί πρόκειται για δυο πολιτικές ταινίες, από αυτές που δεν θα μπορούσαν ποτέ να γυριστούν στην Ελλάδα. Η ύπαρξή τους είναι απόδειξη ότι υπάρχει ένα πολιτικό σινεμά που δεν προπαγανδίζει, αλλά προβληματίζει. Το είδος του πολιτικού σινεμά, που στην Ελλάδα της ντουντούκας δεν καταλαβαίνουμε.
Σαν να βλέπεις καρτούν
Στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες το πολιτικό σινεμά είναι συνώνυμο της σχηματικότητας και της πλήξης. Τόσο οι ελληνικές πολιτικές ταινίες, όσο και οι ταινίες ξένων σκηνοθετών που αρέσουν στους Ελληνες κριτικούς είναι γεμάτες από καρτούν – όχι τυχαία κάποιοι από τους κριτικούς μας βλέπουν πολιτικά μνήματα και στις ταινίες της Μarvel ή στα Star Wars. Η σχηματοποίηση του καλού και του κακού είναι απόλυτη, σε σημείο που συχνά να αναρωτιέσαι ποιος σκέφτεται ανθρώπους τόσο μονοδιάστατους και ποιος πιστεύει ότι το μελό πρέπει να είναι πάντα το περιτύλιγμα του μηνύματος. Συνήθως οι καλοί είναι άγιοι και οι κακοί τέρατα και οι μεταξύ τους αντιθέσεις υπάρχουν για να βγούμε από το σινεμά λατρεύοντας τους πρώτους και μισώντας τους δεύτερους. Μερικές φορές, όταν έχουμε να κάνουμε με ιστορίες που αναφέρονται στη θηριωδία των Ναζί π.χ, αυτό είναι και χρήσιμο. Σε άλλες περιπτώσεις η καταγγελία βοηθά λιγάκι στο να χτίζονται συνειδήσεις: το πολιτικά στρατευμένο σινεμά έχει δώσει και αριστουργήματα που δεν θέλησαν ποτέ να διεκδικήσουν δάφνες πολιτικής ουδετερότητας, πόσο μάλλον πολιτικής κορεκτίλας. Το κακό είναι όπως πάντα η υπερβολή: οι ταινίες π.χ με θέμα τον ελληνικό εμφύλιο έφτασαν κάποια στιγμή να είναι περισσότερο προβλέψιμες κι από αυτές με ήρωα τον Σούπερμαν. Εμοιαζαν όλες σαν ένα είδος πολιτικού μνημόσυνο, που τελείωνε με ένα επικήδειο υπέρ του μακαρίτη: πόσους επικήδειους μπορεί να αντέξει κανείς; Για να μην αδικώ τους εγχώριους σκηνοθέτες, το ίδια βλέπαμε και στη μεγάλη σειρά των αμερικανικών ταινιών που είχαν ως θέμα το Βιετνάμ κάποτε ή τον πόλεμο του Ιράκ αργότερα. Καλά αμερικανόπουλα πήγαιναν να πολεμήσουν για το Θείο Σαμ και γυρνούσαν σε μια Αμερική που δεν τους ήθελε γιατί της θύμιζαν τα κρίματά της. Αυτό, με μια αντιμιλιταριστική σάλτσα και μια σαλάτα από δάκρια, οι Αμερικάνοι πρέπει να το έχουν σερβίρει στην παγκόσμια αγορά δεκάδες φορές με σκοπό το δάκρυ ή το θαυμασμό για τα καμένα τα παιδιά: ακόμα και το πρώτο Ράμπο μια τέτοια ταινία ήτανε.
Το σινεμά της ντουντούκας
Τι πολιτικό υπήρχε σε όλα αυτά; Συνήθως ένα σαφές απλοϊκό μήνυμα, που άρεσε σε όσους με το μήνυμα συμφωνούσαν: αυτή είναι η ιστορία του σινεμά της ντουντούκας που στην Ελλάδα άρεσε και ακόμα αρέσει. Η συνταγή του είναι απλούστατη. Ως χρειάζονται λίγοι καλοί (πρόσφυγες, αντάρτες, κατατρεγμένοι, ιδεολόγοι κτλ) και λίγοι κακοί (κυβερνώντες, ξεπουλημένοι και άκαρδοι πολιτικοί, προτιμούνται από κακά αφεντικά ή και σκληρούς στρατιωτικούς που επίσης είναι χρήσιμοι). Απαιτούνται ακόμα δυο δόσεις αληθοφάνειας ώστε η ιστορία να μοιάζει πραγματική, μια μάνα που κλαίει και δυο γκόμενες αγωνίστριες. Όλα αυτά τα χτυπάς στο μπλέντερ του συναισθηματισμού και κάποιος θα γράψει ότι το αποτέλεσμα είναι υπέροχο: κανείς δεν έχασε μιλώντας για την ανάγκη να είναι ο κόσμος τόσο καλός όσο τον θέλουμε. Μόνο που όλα αυτά είναι κόλπα πολιτικάντικα: πολιτικό σινεμά είναι η «Βηρυτός» και η «Προσβολή».
Μια τρομερή πόλη
Όχι τυχαία και στις δυο αυτές ταινίες πρωταγωνίστρια είναι η τρομερή αυτή πόλη, η ιστορίας της και οι εσωτερικές της αντιθέσεις. Η «Βηρυτός», η ταινία του Αντερσον, διαδραματίζεται στο τέλος της δεκαετίας του ’70, όταν στην σχεδόν κατεστραμμένη αυτή πόλη συνυπάρχουν Λιβανέζοι, Ισραηλινοί, Αμερικάνοι και Παλαιστίνιοι. Εικονογραφώντας μαεστρικά ένα καλό σενάριο του Τόνι Τζιλρόι (που έχει δουλέψει και για τη σειρά με ήρωα τον Τζέισον Μπόρν, αλλά και για τα Star Wars), o Αντερσον διηγείται μια ιστορία που παίζει με το μυαλό του θεατή, όσο λίγες τα τελευταία χρόνια: το ζήτημα δεν είναι οι σεναριακές εκπλήξεις, αλλά η ευκολία με την οποία αλλάζει η γωνία της αφήγησης – δεν υπάρχει μια αλήθεια αλλά πολλές. Μια απαγωγή γίνεται ευκαιρία για να ανακαλύψει κανείς πόσο όλοι βολεύονται με ψέμματα. Η ταινία κλείνει με ένα αληθινό περιστατικό (την εισβολή των Ισραηλινών), που δεν είναι απόλυτα σχετικό με όσα προηγήθηκαν, αλλά σε οδηγεί σε ένα συμπέρασμα – κατανοείς ποιος ήταν ο βασικός σκοπός έχοντας δει προηγουμένως πόσο μεθοδικά όλα χτίζονται. Ο Αντερσον και ο Τζιλρόι κάνουν κάτι πολιτικά πιο χρήσιμο από την καταγγελία: εξηγούν την ίδια την εξέλιξη των αληθινών γεγονότων, χρησιμοποιώντας, μέσω μιας απλής fiction ιστορίας, την πόλη και την εποχή. Σου δείχνουν ότι μια κορυφαία πολιτική πράξη, όπως η στρατιωτική εισβολή με την οποία η ταινία τελειώνει, έχει πίσω της ένα αρχιτεκτονικό χτίσιμο που το καταλαβαίνεις παρατηρώντας τα μικρά – τα μεγάλα είναι απλά για όλους.
Ενας καυγάς που γίνεται θρίλερ
Ένα ωραίο μικρό περιστατικό είναι και η βάση της «Προσβολής», της αληθινά υπέροχης ταινίας του Ζιάντ Ντουεϊρί, που καλό είναι να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του. Ο Λιβανέζος σκηνοθέτης και σεναριογράφος, που έχει υπάρξει και βοηθός του Ταραντίνο, στήνει ένα πολιτικό θρίλερ πάνω σε ένα απλό καυγά ενός Λιβανέζου χριστιανού μηχανικού αυτοκινήτων με ένα παλαιστίνιο εργοδηγό. Ο Τόνι κι ο Γιάσερ είναι δυο μεροκαματιάρηδες – απλοί άνθρωποι με αδυναμίες και κυρίως σκληρό παρελθόν. Ενας ασήμαντος καυγάς τους γίνεται λόγος ο ένας να προσβάλει τον άλλο – η αντίδραση του Παλαιστίνιου, μια μπουνιά στα πλευρά, οδηγεί την ιστορία στα δικαστήρια. Η ιστορία μοιάζει με μπαμπούσκα: μέσα από κάθε επεισόδιο της ιστορίας βγαίνει ένα επόμενο, ακόμα περισσότερο προσωποκεντρικό και κατ’ επέκταση πολιτικό. «Ο κάθε άνθρωπος είναι οι ιδέες του και οι πράξεις του», φαίνεται να λέει ο Ντουεϊρί. Θα ήταν κοινότυπο ως συμπέρασμα, αν δεν πρόσθετε πως «ιδέες και πράξεις διαμορφώνονται ευκολότερα όταν γεννιέται στην ψυχή σου το μίσος». Θα το είχαμε κι αυτό ξαναδεί, αν δεν είχε την εξαιρετική ιδέα να κάνει το μίσος αντικείμενο της δικαιοσύνης – και της τακτικής αλλά και της άλλης, αυτής που έχει περισσότερο σχέση με την ηθική και λιγότερο με τους κώδικες.
Χωρίς κατανόηση και συμπόνια
Οι ταινίες θα παίζονται στις αίθουσες όλο το καλοκαίρι πιστεύω, γιατί είναι κομμάτι σπάνιες: ψάχνουν το κοινό τους και δεν τις ψάχνει το κοινό. Δείτε τες. Ειδικά αν έχετε την ανάγκη να δείτε λίγο ωραίο πολιτικό σινεμά. Με ήρωες ανθρώπους πνιγμένους από τα πάθη τους, που δεν ζητάνε ούτε κατανόηση, ούτε συμπόνοια. Αλλά σου λένε την αλήθεια – χωρίς να σε ρωτάνε αν την αντέχεις…